Συνέντευξη στο «Παιδεύω»
Παιδεύω: Κύριε Θωμαϊδη, ο πειρασμός για τα μουσικά σας φτερουγίσματα μπήκε στο αίμα σας από πολύ μικρή ηλικία. Περιγράψτε μας συναισθήματα και βιώματά σας εκείνης της ηλικίας.
Κώστας Θωμαϊδης: Θεωρώ τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό, γιατί είχα υπέροχα παιδικά χρόνια, κάτι που είναι καθοριστικό για την πορεία των ανθρώπων. Μη ξεχνάμε ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι το σπίτι μας, όπου πολλές φορές επιστρέφουμε μέσα από τις αναμνήσεις. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου τον θυμάμαι να τραγουδάει. Από 6 χρονών περίπου έβγαινα στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και άκουγα απέναντι να μου φωνάζουν: «Κωστάκη, τραγούδησέ μας!». Κι εγώ δεν ήθελα δεύτερη κουβέντα, τραγουδούσα! Εκεί βρέθηκε και ένας θείος της μητέρας μου, της γιαγιάς μου αδερφός, ένας άνθρωπος που δεν είχε μεν παιδιά, αλλά είχε εμένα σαν παιδί του. Ένας άνθρωπος που λάτρευε τη μουσική και όλα αυτά που δεν μπόρεσε να κάνει μέσα από τη μουσική στη ζωή του λόγω της βιοπάλης, προσπάθησε να τα κάνει μέσα από τα δικά μου μάτια, μέσα από την δική μου ύπαρξη. Έτσι, λοιπόν, ήταν ο άνθρωπος που με πήρε από το χέρι, με πήγε στο Παιδικό Θέατρο της Θεσσαλονίκης της αξέχαστης Μαίρης Σωϊδου, της μεγάλης μου δασκάλας. Ξεκίνησα να βρίσκομαι στο πάλκο, στη σκηνή από ηλικία 7 ετών, να τραγουδάω και να παίζω ρόλους, όπου είχα και ένα ιδιαίτερο ταλέντο σαν παιδί – ηθοποιός. Ήτανε χρόνια πανέμορφα, γιατί το Παιδικό Θέατρο ήτανε θέατρο χωρίς επαγγελματίες ηθοποιούς, μόνο με παιδιά, χωρίς να πληρωνόμαστε όμως λειτουργούσαμε όλοι σε επαγγελματική βάση. Τα παιδιά, λοιπόν, που ήμασταν εκεί, παίζαμε. Ήτανε για μας το θέατρο και το τραγούδι ένα παιχνίδι. Περιμέναμε πότε θα έλθει το πρωί της Κυριακής, να τρέξουμε στο θέατρο, να παίξουμε κυνηγητό, να πειράξει ο ένας τον άλλον και μετά να βγούμε στη σκηνή να παρουσιάσουμε ένα παραμύθι. Ήμασταν τότε δύο παιδιά – θαύματα στη Θεσσαλονίκη, εκεί που μεγάλωσα, που παίζαμε τους πρώτους ρόλους και τραγουδούσαμε – εγώ και η Τάνια Τσανακλίδου. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί παίζαμε. Όλη αυτή η διαδικασία ομόρφυνε πάρα πολύ τα παιδικά μου χρόνια. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, είχα μια λέξη στο μυαλό: τη λέξη «μουσική».Το ραδιόφωνο κι αργότερα το πικ- απ που ήλθε στο σπίτι, ήταν τα στοιχεία που άνοιξαν την πόρτα και με βάλανε μέσα στο μαγικό κόσμο της μουσικής. Άκουγα, άκουγα, άκουγα δισκάκια μικρά που ζητούσα και μου αγόραζε ο πατέρας μου ή ο μεγαλύτερος αδελφός μου που τα έχω ακόμη μέχρι και σήμερα. Η συλλογή των δίσκων μου ξεκινάει από την παιδική μου ηλικία και είναι ανεκτίμητοι θησαυροί. Τα συναισθήματα ήταν πάρα πολλά κι όλα γλυκά συναισθήματα. Είμαι πολύ τυχερός για ότι έζησα στην παιδική μου ηλικία και τώρα που έχω μεγαλώσει, κι όσο μεγαλώνω πιο πολύ, δεν είναι λίγες οι φορές που επιστρέφω νοερά σε κείνα τα χρόνια, σε κείνες τις εικόνες με νοσταλγία που μένουν αναλλοίωτες στο μυαλό μου.
Παιδεύω: Μικρός εσείς τότε, ωστόσο, μεγαλώνοντας ασχοληθήκατε πρώτ’ απ’ όλα με τα παιδιά. Πόσο σημαντικό ρόλο για την καλλιέργεια της αυτογνωσίας αλλά και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού παίζει η μουσική ή το θεατρικό παιχνίδι;
Κώστας Θωμαϊδης: Η μουσική, το θέατρο και κάθε είδος τέχνης, όχι μόνο για τα παιδιά, αλλά για όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως ηλικίας παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Όχι μόνο για την ποιότητα της αισθητικής που αναπτύσσει ο άνθρωπος, αλλά και για την αγαλλίαση της ψυχής του. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για ένα παιδί. Ο κόσμος που πλάθει ένα παιδί είναι ένας πολύχρωμος κόσμος, παραμυθένιος, με πράγματα που δεν στέκουν στην πραγματικότητα. Εκεί βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, όλο το μυστικό: Στον παραμυθένιο κόσμο που ζουν τα παιδιά, με τα παιχνίδια που παίζουν. Το παιχνίδι είναι δικαίωμα των παιδιών που πολλές φορές εμείς οι μεγαλύτεροι, οι γονείς με το «κάνε τούτο και τ’ άλλο» το παραβλέπουμε. Έτσι αφαιρούμε από το παιδί το σημαντικότερο πράγμα για την ανάπτυξή του που είναι το παιχνίδι. Που βοηθάει αποφασιστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού παίζει η καλή μουσική, το καλό θέατρο και κάθε είδος τέχνης που είναι προσιτό στο παιδί. Έτσι μέσα από ένα έργο που μπορεί να το καταλάβει και το παιδί αναπτύσσει την αισθητική του και ομορφαίνει τον ψυχικό του κόσμο.
Παιδεύω: Πως εκτιμάτε τη συμμετοχή της μουσικής αλλά και της θεατρικής παιδείας στο καθημερινό διδακτικό έργο στη σχολική αίθουσα και έξω απ’ αυτή;
Κώστας Θωμαϊδης: Το τι πρέπει να γίνει στο σχολείο το ξέρουμε. Το κακό είναι το τι γίνεται στο σχολείο. Πρέπει να είναι πολύ τυχερό ένα παιδί για να έχει έναν δάσκαλο ή δασκάλα που να έχει μεράκι και να μεταδίδει αυτό το μεράκι στη σχολική καθημερινότητα. Και δεν ξέρω για πόσο καιρό, γιατί είναι τόσο αντίξοες οι συνθήκες εργασίας για τους δασκάλους, που πολλές φορές χάνουν το κουράγιο τους και γίνονται «δημόσιοι υπάλληλοι» – με την κακή έννοια – και έτσι διεκπεραιώνουν κάτι και δε μεταδίδουν γνώση. Στο «τι πρέπει να γίνει» χρειάζεται δημιουργική φαντασία από τους ιθύνοντες που δυστυχώς δεν την έχουν. Οι επιθεωρητές κάθονται πίσω από ένα γραφείο και μέσα από χαρτιά και διαταγές νομίζουν πως μπορούν να βάλουν μέσα στο παιδί την γνώση με την δημιουργική της πλευρά. Η γνώση μπαίνει μέσα στο παιδί σαν παπαγαλία και ξεχνιέται αμέσως αύριο. Το ζητούμενο είναι εφόσον μπει να μείνει. Η μουσική, το θεατρικό παιχνίδι είναι, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητα εκπαιδευτικά μέσα. Φτάνει ωστόσο να γίνονται και από ανθρώπους που κάτι γνωρίζουν απ’ αυτά και δεν κάνουν πειράματα πάνω στα παιδιά, γιατί εκεί μπορούν να δημιουργήσουν τερατουργήματα. Το ότι πρέπει να υπάρχει αυτή η ενασχόληση, είναι αδιαμφισβήτητο και είμαι ο πρώτος που το ζητάει ως πατέρας παιδιού δημοτικού σχολείου. Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές δεν γίνεται.
Παιδεύω: Τι θα προτείνατε σ’ εκείνο τον δάσκαλο που αγχωμένος, συχνά υπερπροσπαθώντας αγωνίζεται να περάσει στα παιδιά τις αξίες της μουσικής μας παράδοσης;
Κώστας Θωμαϊδης: Ηρεμία χρειάζεται. Ηρεμία και αγάπη γι’ αυτό το λειτούργημα που κάνει. Δεν είναι «επάγγελμα» ο δάσκαλος. Η διδασκαλία είναι λειτούργημα. Δυστυχώς γίνεται «επάγγελμα». Και πως να μην γίνει «επάγγελμα», όταν οι απολαβές, όχι μόνο οι οικονομικές, αλλά και οι ηθικές των δασκάλων είναι κατωτάτου επιπέδου. Ο άνθρωπος που διαμορφώνει το παιδί μας, είναι κακοπληρωμένος και οι συνθήκες που δουλεύει απέχουν πάρα πολύ από το να είναι απλά υποφερτές, ανθρώπινες. Παρακολουθώ καμιά φορά ρεπορτάζ όπου παιδιά κάνουν μάθημα με το παλτό, γιατί δεν υπάρχει θέρμανση σε συνθήκες ανθυγιεινές. Έτσι δε μπορεί να μάθει γράμματα το παιδί. Δε μπορεί να υπάρξει δημιουργία από το παιδί. Όταν μεταφέρουμε τις γνώσεις στα παιδιά ζητάμε και αυτά να μας επιστρέψουν τη δημιουργία τους. Όσο δίνουμε στο παιδί, άλλο τόσο παίρνουμε κι εμείς οι μεγάλοι απ’ αυτό.
Παιδεύω: Μπορεί, άραγε, να ελπίζει ο σημερινός δάσκαλος αλλά και ο ανήσυχος γονιός ότι το παιδί του τελικά στη ζωή του θα αποτινάξει την δικτατορία της υποκουλτούρας αρκετών ισχυρών μέσων επικοινωνίας, ότι θα μπορέσει να αναδείξει τις ικανότητες, δεξιότητες και συμπεριφορές που του χάρισε η φύση; Ή είναι καταδικασμένο να αναπαράγει ότι αυτοί αποφάσισαν;
Κώστας Θωμαϊδης: Από μια πρώτη ματιά σ’ αυτή την ερώτηση φοβάμαι πως τα πράγματα είναι πάρα πολύ σκούρα. Το παιδί είναι απροστάτευτο και γυμνό απέναντι στην τηλεόραση. Εδώ είμαστε εμείς, οι μεγάλοι. Δεν θα είναι το παιδί; Το πρόβλημα είναι ότι του προσφέρονται μέσα σε ένα μεγάλο δοχείο το κακό και το καλό ανακατεμένα μαζί, σε τέτοιο βαθμό που να μην είναι σε θέση να διακρίνει. Να ξεχωρίσει τι είναι το καλό και τι είναι το κακό. Εκεί που μπορεί να ενθουσιαστεί με μια υπέροχη μουσική από την «Λιλιπούπολη», την ίδια ώρα η τηλεόραση θα το γεμίσει με τις διάφορες «Καλομοίρες» και «Βισσο – βανδήδες», δηλαδή όλες αυτές τις life style «τραγουδίστριες» που βγαίνουν με εκθαμβωτικές τουαλέτες, με πράγματα που το μάτι ενός παιδιού αμέσως καρφώνεται πάνω τους. Νομίζω πως βασικό ρόλο παίζει το οικογενειακό περιβάλλον. Όταν οι βάσεις που παίρνει το παιδί από την οικογένειά του είναι καλές και στον τομέα της αισθητικής, νομίζω πως το παιδί πολύ σύντομα μόνο του, από τα παιδικά του χρόνια, αλλά κυρίως από την εφηβεία, θα αρχίσει να ψάχνει το καλό. Θα έχει δηλαδή δημιουργήσει ένα πρότυπο μέσα στο μυαλό του, θα έχει φίλτρα και θα έχει ένα καλό επίπεδο που δεν θα θέλει να το υποβαθμίσει. Θα ψάχνει για το πάνω απ’ αυτό. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, πάρα πολύ δύσκολα, ιδιαίτερα όταν γίνεται λόγος για μια γενιά που, σήμερα παιδιά – αύριο μεγαλώνοντας θα έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα: Το δικαίωμα στη δουλειά. Όταν η γενιά των πτυχιούχων είναι γενιά των 600 και των 700 ευρώ, πώς να ζήσεις και πώς να βρεις την ηρεμία να ασχοληθείς ή να θαυμάσεις ένα καλλιτεχνικό έργο. Το ζήτημα της επιβίωσης είναι πολύ ισχυρό και χρόνο με το χρόνο βαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Παιδεύω: Συνεργαστήκατε και συνεργάζεστε με τους σημαντικότερους έλληνες δημιουργούς. Ωστόσο είστε και μελετητής της μουσικής παράδοσης άλλων λαών και ιδιαίτερα της Μεσογείου, αλλά και της παγκόσμιας μουσικής. Πόσο χρήσιμη, άραγε, είναι μια τέτοια πολιτιστική ανάγνωση από τα σημερινά παιδιά – ελληνόπουλα, πολύ περισσότερο όταν η τάξη που συμμετέχουν έχει ήδη γίνει πολυεθνική;
Κώστας Θωμαϊδης: Το ότι έχει γίνει πολυεθνική η σχολική τάξη είναι για μένα θετικό. Γιατί όπου παντρεύονται οι κουλτούρες των λαών οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά. Θεωρώ, ωστόσο, βασικό ένα παιδί να μάθει πρώτ’ απ’ όλα την παράδοση της χώρας του. Όταν λέω παράδοση δεν εννοώ μονάχα τα δημοτικά τραγούδια. Η παράδοση είναι πλέον και η νεοελληνική τέχνη, δηλαδή η τέχνη μετά τον πόλεμο. Θεωρώ ότι το κάθε παιδί είναι βασικό να γνωρίζει αρκετά πράγματα από την παράδοση της χώρας του, έτσι ώστε να πατήσει για να αρχίσει να ενδιαφέρεται και για την κουλτούρα άλλων λαών. Πρέπει η διαφορετικότητα στις μέρες μας να είναι προνόμιο στους ανθρώπους, να μπορέσουν ν’ ανοίξουν το μυαλό τους, γιατί σύνορα δεν υπάρχουν πια. Να δημιουργήσουν έχοντας μεγαλύτερα εφόδια ότι μπορέσει ο καθένας στον τομέα που θα ακολουθήσει. Με ενοχλεί πάρα πολύ το γεγονός ότι κάθε 28η Οκτωβρίου σαν τραγούδια σχολικών γιορτών έχουμε τα τραγούδια του «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και του Μίκη Θεοδωράκη και ποτέ τα παιδιά δεν μπορούνε να καταλάβουν αυτό το έργο. Όταν τους παρουσιάζεται στις σχολικές γιορτές έτσι ξερά σαν θούριος, ενώ δεν είναι έτσι. Πόσοι από τους δασκάλους εξήγησαν τι είναι το «Άξιον Εστί» και το κάθε παρόμοιο έργο. Αυτό θεωρώ ότι είναι καταστροφικό με τον τρόπο που γίνεται. Μη γελιόμαστε, οι σχολικές γιορτές είναι να γίνουν για να γίνουν. Στο πόδι να πούμε δύο ποιήματα, να πούμε και δυο τραγουδάκια, χρόνια πολλά και γειά σας. Δεν είναι έτσι. Θα αναφέρω κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ: Στη Δευτέρα γυμνασίου κάναμε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Και την διδαχτήκαμε από τα αρχαία, με τη γραμματική, το συντακτικό κλπ. Εγώ δεν ήθελα ούτε να τα βλέπω ούτε να τ’ ακούω. Επειδή πέρασε ο καιρός και δεν είχαμε προχωρήσει πολύ, ο καθηγητής μας είπε ότι θα μας διαβάσει όλο το έργο από την αρχή στη μετάφρασή του. Ξαφνικά ένοιωσα τον εαυτό μου να μαγεύεται, να ανακαλύπτω αυτό που επί τόσους μήνες δεν είχα αγγίξει. Ήτανε η στιγμή που ο καθηγητής επειδή δεν προλάβαινε το διάβασε από την μετάφραση και μπήκαμε στην ουσία. Με ενδιέφερε η αρχαία γλώσσα αλλά και η ουσία που κρύβεται. Αυτό κανένας δε μου το δίδαξε. Τουλάχιστον μέσα από τη μετάφραση μπόρεσα και ανακάλυψα την ομορφιά αυτού του έργου. Ήτανε και ένα εφαλτήριο για ν’ ανοίξω τα μάτια μου, να ψάξω να βρω μεταφράσεις αρχαίων έργων, όπως τον Όμηρο, να τα διαβάσω στη μετάφρασή τους, μη παραβλέποντας όμως το αρχαίο κείμενο. Εύχομαι στα παιδιά να είναι τυχερά να βρούνε τον δάσκαλο που τους αξίζει και να μπορέσουν ν’ ανοίξουν τα ματάκια τους, ν’ ανακαλύψουν τη μουσική, ν’ ανακαλύψουν την τέχνη γενικότερα σε κάθε της μορφή, γιατί η τέχνη είναι δημιούργημα ανθρώπινων συναισθημάτων και μάλιστα σε στιγμές πάρα πολύ δυνατές. Είναι δημιούργημα δυνατών στιγμών. Και εύχομαι να ζήσουν τέτοιες δυνατές στιγμές και να χαμογελάνε πάντοτε με καλοσύνη και με την καρδούλα τους ανοιχτή.
–