Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη
Η παρακάτω ιστορία έφτασε σε μένα από τον συχωρεμένο τον παππού μου που κι εκείνος την είχε ακούσει από τον δικό του παππού και πάει λέγοντας. Δεν ξέρω αν είναι αληθινή. Αυτό που ξέρω είναι πως τελικά «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν».
Επί τουρκοκρατίας, όταν Μεγάλος Σουλτάνος ήταν ο Σαμάρ Αντόν ο 1ος, στο μεγάλο δρόμο που ένωνε τα μικρά χωριά με τη μεγάλη πόλη, βρισκόταν ένα χάνι, το περίφημο Χάνι του Σχολειού επειδή βρισκόταν πάνω σ’ ένα μεγάλο ύψωμα που άμα ανέβαινε κανείς, λες και είχε όλον τον κόσμο στα πόδια του.
Το Χάνι του Σχολειού, εξυπηρετούσε όλους τους ταξιδιώτες που πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα μικρά χωριά και τη μεγάλη πόλη εντελώς δωρεάν γιατί είχε φτιαχτεί και συντηρούταν από τις εισφορές και τα χαράτσια των κατοίκων της γύρω περιοχής.
Στον ίδιο δρόμο, λίγο πιο μακριά, λειτουργούσε ένα ακόμη χάνι, το
Ιδιώτ-Χάνι, μόνο που αυτό, πρόσφερε τις υπηρεσίες του επί πληρωμή. Σ’ αυτό κατέφευγαν όσοι από τους ταξιδιώτες είχαν γεμάτο πουγκί και κάποιοι, ελάχιστοι, που ήθελαν να ζήσουν, έστω και για ένα βράδυ, σαν αγάδες.
Όμως, καθώς πλησίαζε ο γάμος της κόρης του, την Ελλαδαΐδας με τον Τρόικαν, το γιο του Βεζίρη της Ευρώπης, σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερο για την προίκα της, να κουτσουρέψει τις δαπάνες για το Χάνι του Σχολειού.
Ο Μεγάλος Σουλτάνος, είχε αναθέσει τη διοίκηση του Χανιού του Σχολειού στον Αρβανίτ Πασά, με την εντολή να κάνει όσες περισσότερες περικοπές μπορεί.
Το Χάνι το κρατούσαν δύο ντόπιοι από τα γύρω χωριά. Δούλευαν εκεί για πάρα πολλά χρόνια. Ο Δασκαλόπουλος και ο Καθηγητώνης.
Ο Αρβανίτ Πασάς δεν αργοπόρησε ούτε λεπτό να υλοποιήσει τις εντολές του Μεγάλου Σουλτάνου.
Το πρώτο που έκανε ήταν να κόψει την προμήθεια μοσχαρίσιου κρέατος προς το Χάνι με το σκεπτικό πως δεν ήταν δα και τόσο απαραίτητο οι ταξιδιώτες να τρώνε κρέας. Αν ήθελαν κάτι τέτοιο, ας πήγαιναν παραδίπλα, στο Ιδιώτ-Χάνι.
Διαμαρτυρήθηκαν λίγο οι δύο ντόπιοι, στραβομουτσούνιασαν λίγο οι ταξιδιώτες αλλά τι να έκαναν; Το δέχτηκαν. «Και το αρνί καλό είναι» σκέφτηκαν.
Πολύ σύντομα, ο Αρβανίτ Πασάς κατέστρωσε ένα σχέδιο, με σκοπό, να περικόψει κι άλλο τα έξοδα του Χανιού και, αν ήταν δυνατόν, στο τέλος να το έκλεινε. Αυτοί που κατείχαν το διπλανό Ιδιώτ-Χάνι, περίμεναν πως και πώς να το αγοράσουν.
Θα έστελνε, δυο φορέα την εβδομάδα, τον Συμβουλόμπεη να ελέγχει τον Δασκαλόπουλο και τον Καθηγητώνη και να τους ρωτάει διάφορα.
Έφτασε ο Συμβουλόμπεης στο Χάνι και άρχισε τις ερωτήσεις.
«Τα λεφτά που σας δίνει ο Αρβανίτ Πασάς, καλύπτουν τις ανάγκες του Χανιού;», ήταν η πρώτη του ερώτηση.
«Τις καλύπτουν και περισσεύουν, ζωή να έχει ο πολυχρονεμένος», απάντησαν οι δύο ντόπιοι με μια φωνή θέλοντας να κάνουν καλή εντύπωση.
«Τότε, φέρτε μου το περίσσευμα πίσω. Κάπου αλλού θα σκεφτεί να το διαθέσει ο Πασάς», είπε αμέσως μετά ο Συμβουλόμπεης.
Τι να έκαναν οι καψεροί. Έτσι όπως απάντησαν, δεν μπορούσαν παρά να του δώσουν λίγα γρόσια από τα δικά τους γιατί περίσσευμα, δυστυχώς, δεν υπήρχε. Μόλις και που έφταναν τα χρήματα του Πασά για καλυφθούν οι ανάγκες του Χανιού.
Την ίδια ερώτηση τους ξανάκανε ο Συμβουλόμπεης όταν πήγε πάλι να τους συναντήσει.
Τώρα όμως είχαν πάρει το μάθημά τους και πρόσεξαν πολύ καλά την απάντηση.
«Πώς να τις καλύψουν; Δεν φτάνουν τα λεφτά που στέλνει ο Πασάς» είπαν και περίμεναν την αντίδραση του Συμβουλόμπεη.
«Τότε να συμπληρώνετε από το μισθό σας και αν πάλι δε φτάνουν, να κάνετε πιο μικρές τις μερίδες. Όποιος θέλει κανονική μερίδα να πάει στο Ιδιώτ-Χάνι», ήταν η απάντηση του Συμβουλόμπεη ο οποίος συνέχισε:
«Και γιατί δεν πάτε στον Αμέτ που έχει το μποστάνι και τα πρόβατα, να του ζητήσετε βοήθεια;»
«Τι είδους βοήθεια δηλαδή;», αναρωτήθηκε ο Καθηγητώνης.
«Να σας στέλνει λίγα ζαρζαβατικά, κανένα αρνάκι που και που! Είναι καλός άνθρωπος, δεν θα αρνηθεί. Αν του πείτε, μάλιστα ότι μπορεί να στήσει και ένα πάγκο, έξω από το Χάνι, με τα προϊόντα του, νομίζω πως δεν θα αρνηθεί. Είναι καλός άνθρωπος, σας λέω».
Αυτά τους είπε ο Συμβουλόμπεης και έφυγε καβάλα στη φοράδα του.
Ξαναήρθε σε λίγες μέρες ο Συμβουλόμπεης και είδε έξω από το Χάνι τον πάγκο του Αμέτ. Λάχανα, κουνουπίδια, ζαρζαβατικά διάφορα και καμιά δεκαριά αρνάκια να βελάζουν, μακροσχοινισμένα καθώς ήταν, χαλώντας τον κόσμο.
Μπήκε μέσα και βρήκε τους δύο ντόπιους σκεπτικούς. Αμέσως έκανε την ερώτηση:
«Το Χάνι είναι σε καλή κατάσταση; Η κουζίνα, η σκεπή, τα κρεβάτια, όλα καλά;»
«Όλα μια χαρά» απάντησε ο Δασκαλόπουλος.
«Ωραία! Από τον άλλο μήνα, δεν χρειάζεται να σας στείλω τα γρόσια που παίρνετε για τη συντήρηση. Κι εγώ μια χαρά το βλέπω. Του χρόνου, αν χρειαστεί, το ξανασυζητάμε. Εντάξει;», ανακοίνωσε ο Συμβουλόμπεης κι έφυγε και πάλι βιαστικός, καβάλα στη φοράδα του.
Εν τω μεταξύ, ο Μεγάλος Σουλτάνος είχε σεκλέτια. Ο Βεζίρης της Ευρώπης του ζήτησε περισσότερη προίκα αν ήταν να παντρευτεί ο γιος του την Ελλαδαΐδα. Τότε ο Σουλτάνος, αποφάσισε να αυξήσει τους φόρους και τα χαράτσια και μήνυσε στον Αρβανίτ Πασά να μειώσει κι άλλο τις δαπάνες για το Χάνι του Σχολειού. Εκείνος, με τη σειρά του, κάλεσε τον Συμβουλόμπεη και του είπε να πάει στους δύο ντόπιους και να τους ανακοινώσει πως από δω και στο εξής το Χάνι θα φιλοξενούσε δωρεάν μόνο τους ταξιδιώτες που ήταν καλά ντυμένοι και ταξίδευαν με άλογα ή μουλάρια. Οι κουρελιάρηδες οι πεζοί και όσοι ταξίδευαν με γαϊδούρια, αποκλείονταν από το Χάνι.
Το φυσούσαν και δεν κρύωνε οι δύο ντόπιοι κι άρχισαν να σκέφτονται πως κάτι έπρεπε να κάνουν γιατί όπως πήγαινε το πράμα, πολύ σύντομα το Χάνι θα έκλεινε. Δεν μπορούσαν, όμως να βρουν τι ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει.
Οι κάτοικοι των μικρών χωριών που αποκλείστηκαν από το Χάνι, άρχισαν κι εκείνοι να ανησυχούν και να εξοργίζονται. Έλεγαν πως θα σταματήσουν να πληρώνουν τους φόρους και τα χαράτσια και πως θα μπουν με το «έτσι θέλω» μέσα στο Χάνι. Το΄παν και το΄καναν.
Μόλις έμαθε ο Σουλτάνος για τις ταραχές στα μικρά χωριά, έστειλε γενίτσαρους καβαλάρηδες για να πάρουν κεφάλια και να σταματήσει η εξέγερση.
Έλα όμως που οι χωρικοί ήταν μαθημένοι από τέτοια. Έκλεισαν τους δρόμους που οδηγούσαν στα μικρά χωριά και σαν είδαν τους γενίτσαρους να πλησιάζουν, άναψαν παντού φωτιές με σβουνιές των ζώων και ξερόκλαδα. Γέμισε ο κάμπος πυκνό καπνό τόσο που οι γενίτσαροι δεν έβλεπαν κατά που να πάνε. Σαστισμένοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού τους έρχονταν οι πέτρες με αποτέλεσμα να φύγουν πανικόβλητοι.
Αγρίεψε ο Σουλτάνος και αποφάσισε να κλείσει το Χάνι. Ούτε γρόσι δεν θα έδινε στο εξής. Όσο για τον Δασκαλόπουλο και τον Καθηγητώνη, απολύθηκαν και οι δύο και ο Σουλτάνος, έπαψε να ασχολείται με τους κατοίκους των μικρών χωριών. Είχε μεγαλύτερες σκοτούρες για να ασχοληθεί.
Η αλήθεια είναι πως το Χάνι έκλεισε για λίγο καιρό αλλά ξανάνοιξε. Αυτή τη φορά το συντηρούσαν οι χωρικοί μόνοι τους. Ότι είχε ο καθένας πρόσφερε. Άλλος τα λαχανικά, άλλος το λάδι, άλλος κανένα αρνί και όλα πήγαιναν ρολόι. Ο Δασκαλόπουλος με τον Καθηγητώνη ξανάπιασαν δουλειά για να εξυπηρετούν τους ταξιδιώτες και φυσικά γλύτωσαν από τις επισκέψεις του Συμβουλόμπεη και τις «ιδέες» του Αρβανίτ Πασά.
(πηγή: alfavita.gr)