του Κωνσταντίνου Α. Ζώκου, Δάσκαλου Φυσικής
Ήταν η περίοδος που το καλοκαίρι του 2013 έσπρωχνε τις μέρες του προς το τέλος, όταν άρχισαν οι σκέψεις που οδήγησαν στη συγγραφή αυτού του άρθρου. Δυστυχώς η εξέλιξη ήταν περισσότερο άγρια από όσο φανταζόμασταν, αν και κάποιοι λίγο εκπλαγήκαμε από αυτό και ο φασισμός, κοντά στους υπόλοιπους που είχε μέχρι τότε δολοφονήσει, δολοφόνησε ακόμη ένα άνθρωπο. Μέχρι την τελευταία αυτή αποτρόπαια πράξη του φασισμού, το κύριο στοιχείο που οδηγούσε τις συζητήσεις για το φασισμό ήταν η θεαματική άνοδος των (δημοσκοπικών) ποσοστών του κόμματος «Χρυσή Αυγή», κύριου εκφραστή του φασισμού στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας.
Εξ αιτίας αυτής της ανόδου (και τώρα πλέον εξ αιτίας του νέου φόνου) του φασισμού, εξελίσσεται μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για το φασισμό, τόσο σε έντυπα (εφημερίδες, περιοδικά κλπ.), όσο και σε διαδικτυακά (sites, blogs κλπ.) μέσα, με τη χρήση των οποίων μεταφέρεται η «πληροφορία». Ενδιαφέρουσες απόψεις καταγράφονται και διεγείρουν νέους προβληματισμούς, σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς από σκεπτόμενους συντοπίτες μας. Κάθε κείμενο προσθέτει ένα ακόμη μικρό ή μεγάλο λιθαράκι στη συγκρότηση της κοινωνικής συναντίληψης που σχετίζεται με το φαινόμενο-διεγέρτη, το φασισμό.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν θα αποτελούσε πρωτοτυπία η καταγραφή μιας ακόμη άποψης για το θέμα, εκτός εάν αυτή περιέχει μια διάσταση η δημοσιοποίηση της οποίας μέχρι τώρα δεν έχει πέσει στην δική μου (τουλάχιστον) αντίληψη. Θεώρησα, έτσι, πως καλό θα είναι να την καταθέσω στον κοινωνικό αντιδραστήρα, ως μικρή συνεισφορά στον κοινωνικό προβληματισμό.
Δεν πρέπει από την αρχή να παραλείψω να αναφέρω τους «παρακινητές» της σκέψης μου, αν και δεν ακολούθησα τη δική τους: Το άρθρο της κυρίας Σοφίας Αυγέρη, «Τι σημαίνει Φασισμός; Το διδάξαμε στα παιδιά μας;», που διάβασα στοv ιστότοπο tvxs.gr, καθώς και τις σκέψεις της κυρίας Έφης Χατζηκώστα, «Σκέψεις με αφορμή την άνοδο του φασισμού και τους τρόπους αντιμετώπισής του», που διάβασα στην τοπική περιοδική έκδοση της Βέροιας «Η Άλλη Άποψη». Ευκαιρίας δοθείσης ανέτρεξα για λίγο (μετά από πάρα-πάρα πολύ καιρό) στο «Φασισμός και Δικτατορία» και στο «Προβλήματα του Σύγχρονου Κράτους και του Φασιστικού Φαινομένου», του αξέχαστου Νίκου Πουλαντζά.
Εμείς
Τα κυρίαρχα τηλεοπτικά μέσα «ενημέρωσης» (ο ρόλος των οποίων στην ανάπτυξη του φαινομένου φασισμός φαντάζομαι πως κάποτε θα διερευνηθεί από σχετικούς με τα θέματα συντοπίτες μας μελετητές) προωθούν την εικόνα της παροχής βοήθειας, ως κύριο στοιχείο της φασιστικής δράσης, έστω και συμπληρώνεται με την αναφορά της ρατσιστικής λογικής της. Ένα άλλο στοιχείο που προβάλλουν είναι αυτό της βίας με τη χρήση της οποίας επιχειρείται η οποιαδήποτε πράξη, η λογική του «τσαμπουκά», που δε διαφέρει από αυτό που ακούς πολλές φορές να λένε διάφοροι στα καφενεία και στις «υπόγειες τις ταβέρνες». Η εικόνα συμπληρώνεται -φυσικό είναι- με το πλήθος που θα σταθεί στην ουρά για να τροφοδοτηθεί, θα χειροκροτήσει τους αρχηγούς, πολλές φορές θα βρίσει και θα χτυπήσει τους «αντιπάλους».
Εδώ γίνεται εμφανής ο παράγοντας ο οποίος με απασχολεί χρόνια τώρα και θα αποτελέσει το κύριο στοιχείο του προβληματισμού μου στο άρθρο αυτό: Ο παράγοντας «Εμείς»!
Οι περισσότεροι αναλυτές αφήνουν αυτόν τον παράγοντα έξω από τον προβληματισμό τους, με τη σκέψη πως «εμείς δε φταίμε» ή «εμείς τυφλωθήκαμε από την κρίση» ή «εμείς ακολουθήσαμε το δρόμο που η συμπεριφορά και οι επιλογές των πολιτικών άνοιξαν» (αν και αυτό το τελευταίο έχει δόση αληθείας, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που συνήθως αναφέρεται). «Εμείς», λοιπόν! Δηλαδή τα πλάσματα που παρασυρθήκαμε και προωθούμε (δημοσκοπικά προς το παρόν) το φασισμό, είτε επειδή δεν μας δίδαξαν την ιστορία «σωστά», είτε επειδή «δεν υπάρχει πραγματική, αλλά μια άρρωστη δημοκρατία».
Το κύριο στοιχείο όμως, δεν είναι άλλο από την συμπεριφορά αυτής της κοινωνικής οντότητας που αναφέρω ως «Εμείς». Αυτό που με προβληματίζει είναι ότι δεν υπάρχει συνειδητή δράση των μερών του «Εμείς», αλλά αγελαία αποδοχή χωρίς κρίση, δεν υπάρχει αγώνας επίλυσης προβλημάτων, αλλά αναζήτησης της «έτοιμης λύσης», δεν υπάρχει διάθεση συν-μετοχής και κατά συνέπεια συν-αποδοχής της ευθύνης των μερών του «Εμείς», αλλά ανάθεση σε άλλους και της τροφοδότησης, αλλά και της διαμαρτυρίας.
Είναι φανερό πως αυτή η στάση συνδέεται τόσο με τη γενικότερη κουλτούρα του νεοέλληνα, που σχετίζεται με τον τρόπο συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους, όσο και με την αποδυνάμωση-συνειδητή-των εννοιών «δημόσιος χώρος» και «κοινωνία». Αυτό, παρά την κυριαρχία της ορθόδοξης άποψης του χριστιανισμού και έχει σημασία αυτό για τον τρόπο που αυτή η άποψη εγκιβωτίστηκε στην νεοελληνική κρατική λογική. Ένα από τα κύρια στοιχεία της «κοινωνικής» λειτουργίας είναι η τάση των «πολιτών» να αναθέτουν σε εκπροσώπους τους την ευθύνη της δράσης, επομένως και του ελέγχου των αποτελεσμάτων.
Αυτό θα πρέπει να μας οδηγήσει σε προβληματισμό. Είναι φανερό πως αυτή η στάση του «Εμείς» είναι που διευρύνει το φαινόμενο της αύξησης της (δημοσκοπικής έστω) φασιστικής «πρότασης». Όταν η «επίθεση» της «πρότασης» αυτής άρχισε, δεν υπήρχαν πλέον ούτε δομές κοινωνίας, ούτε πολλοί υπερασπιστές τους, πολύ -δε- περισσότερο δεν υπήρχαν σχεδιαστές μιας πορείας ενός κοινωνικού μέλλοντος. Έτσι ο μόνος τομέας δράσης που έμεινε είναι αυτός της διαμαρτυρίας και αυτός πάλι στη λογική της υποστήριξης-υποταγής σε μια άποψη στη διαμόρφωση της οποίας καθόλου δεν συνέβαλε.
Είναι λάθος να αφήνουμε τον παράγοντα «Εμείς» έξω από την εξίσωση, επειδή αυτή η κοινωνική οντότητα μπορεί να εντοπιστεί σε όλες τις κομματικές προτάσεις που υπάρχουν. Φαίνεται πως αυτή η συμπεριφορά του «Εμείς» αποτελεί ένα μάλλον εγγενές χαρακτηριστικό του, το οποίο εκδηλώνεται «θετικά» προς την εμφανώς πιο καθαρή μορφή φασισμού, ιδίως όταν η κοινωνική αυτή οντότητα βρεθεί σε ασταθή κατάσταση. Αν είναι έτσι, αυτό το χαρακτηριστικό θα πρέπει να ανιχνεύεται στις συμπεριφορές των μερών του «Εμείς» και σε περιόδους που προηγούνται των καταστάσεων μη-σταθερότητας.
Πρόδρομα φαινόμενα
Οπότε, η διερεύνηση του θέματος θα πρέπει να στραφεί αφενός σε προηγούμενες συμπεριφορές, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομα φαινόμενα και αφετέρου στην αναζήτηση της (πιθανής) αιτίας διαμόρφωσης αυτού του εγγενούς χαρακτηριστικού. Ο εντοπισμός, ίσως, θα μπορούσε να οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας διαδρομής μέσα από την οποία η κοινωνική οντότητα «Εμείς» να μπορέσει να απαλλοτριώσει το επίκτητο αυτό χαρακτηριστικό της, αναπτύσσοντας άλλο ή άλλα, με τη χρήση των οποίων να συμβάλλει δυναμικότερα και ουσιαστικότερα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, οικοδομώντας έτσι μια σταθερή κοινωνική δομή.
Μια εικόνα της πολιτικο-κοινωνικής πραγματικότητας που είχε κυριαρχήσει στην περίοδο πριν από αυτή της αστάθειας, ήταν (και είναι χαραγμένη στη μνήμη μας) αυτή των μηχανισμών της καπιταλιστικής κυριαρχίας, των τραπεζών, να εκμαυλίζουν σωρηδόν τα μέλη της κοινότητας και να δημιουργούν καταστάσεις εθισμού και αγελαίας συμπεριφοράς. Τα διαφόρων ονομάτων δάνεια λειτούργησαν σαν τις σειρήνες της Οδύσσειας. Μόνο που ο «πολίτης» που δεχόταν την «επίθεση», αφενός δεν είχε την διάθεση να αντισταθεί και αφετέρου δεν είχε (τουλάχιστον) την προνοητικότητα του Οδυσσέα να δεθεί σε ένα κατάρτι ελέγχου.
Ο νεοέλληνας αφού πέρασε την «επαναστατική» του διέγερση, αλλοτριώθηκε και οδηγήθηκε στην ανάθεση των ευθυνών στους «ειδήμονες». «Τώρα», ειδικά τη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, αφού του είχαν λύσει μια σειρά από ζητήματα, «μπορούσε να αναπαυθεί». Τόσο οι δεξιάς, όσο και οι αριστερής σκέψης δυνάμεις με τις δράσεις τους (παρά τα «εγερτήρια» που σάλπιζαν κατά καιρούς) συνεισέφεραν προς την κατεύθυνση της μεγιστοποίησης της αδράνειας. Η περίοδος, κατά τη διάρκεια της οποίας η ανάθεση των πάντων στους «ειδικούς» και η χρηματοδότηση της ανάπαυσης του σώματος (κατά συνέπεια και της σκέψης), επιβλήθηκε από τους οικονομικούς μηχανισμούς του καπιταλιστικού κράτους και άρχισε να διαμορφώνει την κοινωνική οντότητα του «Εμείς» με εγγενές στοιχείο το επίκτητο χαρακτηριστικό. Αυτό, που τώρα οδηγεί σε συμπεριφορές που αναφέρθηκαν προηγουμένως, συμβάλλοντας στην διεύρυνση του φαινομένου του φασισμού.
Υπήρχαν, λοιπόν, πρόδρομα φαινόμενα που έδειχναν πώς διαμορφωνόταν η αλλοτριωμένη κοινωνική οντότητα, του «Εμείς», που έμαθε να «λειτουργεί» μέσω αντιπροσώπων. Μόνο που δεν τα βλέπαμε και όσοι τολμούσαμε να διατυπώσουμε άποψη εγρήγορσης, τοποθετούμασταν στο χώρο των γκρινιάρηδων που χαλούσαν την «πιάτσα» και ως βοήθεια, δεχόμασταν περιπαιχτικά από «φίλους», την πρόταση να πάρουμε ένα δάνειο για να πάμε διακοπές στο Dubai για να ηρεμήσουμε. Τώρα βέβαια, τα πράγματα άλλαξαν και πολλά κεφάλια σκύβουν με ντροπή, αλλά η κοινωνική οντότητα που συμβάλει στην εικόνα του φασισμού στην Ελλάδα, έχει πλέον διαμορφωθεί.
Όσο το «Εμείς» αναθέτει δικές του υποχρεώσεις σε άλλους, όσο εκχωρεί κομμάτια της ύπαρξής του σε εκπροσώπους, τόσο υποτάσσεται. Άμεση συνέπεια αυτής της εκχώρησης είναι ότι δε δρα υπεύθυνα, δε δρα μετά από επίγνωση των καταστάσεων, αλλά συμμορφώνεται σε μια άποψη που του επιβάλλεται. Από την άλλη μεριά η δράση του είναι περισσότερο συνδεδεμένη με την κάλυψη πρόσκαιρων επιδιώξεων, χωρίς να μπορεί να τις εντάξει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε ένα όραμα κοινωνικό. Έτσι δρα αυθόρμητα ατομικά και εντασσόμενο σε μια ομάδα-αγέλη στο πλαίσιο της οποίας αισθάνεται πως αποκτά ρόλο. Αυτό το ρόλο που του τον στέρησε η διαλυμένη κοινωνική πραγματικότητα. Διαμορφώνεται, λοιπόν, μια κατάσταση αγελαίου κομφορμισμού.
Το σχολείο
Στο βαθμό που οι διαχειριστές της εξουσίας δεν φροντίζουν να διαμορφώνονται συνθήκες που θα οδηγούν σε γνωστική απελευθέρωση, στο βαθμό που δεν συγκροτούνται δομές μέσα από τις οποίες τα άτομα ολοκληρώνονται σε δυναμικές αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, η έννοια «κοινωνία» υποχωρεί. Μετασχηματίζεται σε σύνολα-αγέλες που πολεμά και κατασπαράζει η μια την άλλη με φυσικό επακόλουθο την επικράτηση της λογικής του φασισμού. Η αναζήτηση μιας περισσότερο θεμελιώδους διεργασίας, που η ίδια η κρατική υπόσταση προωθεί, οδηγεί σχετικά εύκολα σε θεσμούς-θεμέλια, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν τη δική τους συνεισφορά στη διαμόρφωση συνθηκών κατάλληλων για την επικράτηση φασιστικών λογικών.
Δυο μηχανισμοί, η οικογένεια και το σχολείο, αυτό το δεύτερο με τη γενικότερη σημασία του ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, έχουν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία κοινωνικής αλλοτρίωσης. Ειδικότερα το σχολείο, όχι μόνο ως μηχανισμός μέσα από τον οποίο οι διαχειριστές της εξουσίας προωθούσαν, με έντεχνο αλήθεια τρόπο, τις «αναγκαιότητες» που θα οδηγούσαν στην ενσωμάτωση του νέου χαρακτηριστικού, αλλά ακόμη και ως «οθόνη» προβολής της αλλοτριωμένης (πλέον) έκφρασης της νέας κοινωνικής οντότητας που διαμορφώθηκε.
Είναι εμφανής η αλυσιδωτή αντίδραση ενός διαρκώς τροφοδοτούμενου φαύλου κύκλου. Τον παρακολουθούμε με τη βοήθεια μιας σειράς από στοιχεία που συνδέονται τόσο με την οικογένεια, όσο και το σχολείο:
Όταν το νέο μέλος της οικογένειας βρίσκεται στην πολύ νεανική του περίοδο, οι γονείς του αγοράζουν -με την καθοδήγηση της τηλεόρασης- τα παιχνίδια τα οποία στην καλύτερη περίπτωση τα παίζουν μαζί γονείς και παιδιά. Με μια διαφορά: η παρουσία του γονιού δεν επιτρέπει το νέο βλαστάρι της οικογένειας να προσπαθήσει να λύσει το όποιο πρόβλημα παρουσιάζεται, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, μόνο του. Συνήθως το βοηθούν, του παρέχουν τη λύση έτοιμη(!), για να «κερδίσουν» χρόνο για άλλες δραστηριότητες. Μετά το καθηλώνουν σε μια τηλεόραση για να παρακολουθήσει κάποια κόμικς ή οτιδήποτε άλλο. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η παροχή έτοιμης της λύσης στο μικρό παιδί.
Όταν το μικρό πάει στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, ο γονιός θα το βοηθήσει να κάνει τις εργασίες του, ώστε να εντυπωσιάσει τη δασκάλα. Πρέπει να κερδίσει το Α και φυσικά δε θα πρέπει να κάνει κανένα λάθος. Το λάθος εξοβελίζεται, θεωρείται εχθρός, πρέπει να πολεμηθεί, πρέπει να αποφευχθεί με κάθε θυσία. Λίγο αργότερα, προς το τέλος της περιόδου φοίτησης στο δημοτικό, είτε επειδή ο γονιός δεν έχει χρόνο, είτε επειδή για ορισμένους γονείς αυξάνει η δυσκολία των μαθημάτων, το παιδί θα παραδοθεί σε ένα δάσκαλο, εκτός σχολείου, για να υποστηριχθεί στα μαθήματά του, αυτά δηλαδή που θα έπρεπε να κάνει μόνο του. Δε θα πρέπει να κάνει λάθος σε κάποια λύση, γιατί τότε θα τον περάσουν οι άλλοι και αυτό ο γονιός δεν μπορεί να το ανεχθεί.
Τέλος του δημοτικού και ο μαθητής που σε λίγο θα αρχίσει να φοιτά στο γυμνάσιο, θα οδηγηθεί σε κάποια φροντιστήριο ή κάποιος καθηγητής-πλέον-θα κληθεί για ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι. Το παιδί θα πρέπει να προετοιμαστεί, πρέπει να είναι έτοιμο για τα μαθήματα που θα κάνει λίγο αργότερα στο σχολείο. Δεν πρέπει να το περάσουν τα άλλα παιδιά και οι καθηγητές του σχολείου του να σχηματίσουν άσχημη εντύπωση για αυτό. Ο μαθητής αρχίζει να ενσωματώνει την αντίληψη της συνεχούς υποστήριξης σε κάθε μάθημα χωριστά. Εργάζεται για να λύσει πολλές ασκήσεις, αλλά δεν μπορεί να λύσει το Ένα πρόβλημα. Ο πνευματικός ευνουχισμός του αρχίζει να λειτουργεί.
Η φοίτηση στο λύκειο θα κάνει τα πράγματα πιο άγρια. Τώρα υπάρχει και η δικαιολογία: Ο μαθητής πρέπει να πάρει μεγάλο βαθμό και να προετοιμαστεί για τις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Το φροντιστήριο και το ιδιαίτερο, πολλές φορές και ο συνδυασμός τους, είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ για τη φοίτηση στο λύκειο, ακόμη και από την πρώτη τάξη. Ο μαθητής εξακολουθεί να προπονείται σκληρά, ώστε να προηγείται από αυτά που θα τους μάθουν λίγο αργότερα στο σχολείο. Πρέπει να είναι έτοιμος. Φυσικά η διαδικασία ευνουχισμού του συνεχίζεται και πλέον είναι δύσκολο ακόμη και να σκεφτεί χωρίς βοήθεια κάποιου. Θέλει πάντα επιβεβαίωση της κάθε του κίνησης.
Όταν βρεθεί να εξετάζεται μόνος του και τα πράγματα δεν πάνε καλά, δεν θα αναζητηθούν τα αίτια, αλλά θα περισσέψουν οι δικαιολογίες. Το ήξερε το θέμα, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσε. Τα θέματα ήταν δύσκολα και για αυτό το λόγο οι μέσοι όροι βρίσκονται κάτω από τη βάση κ.ο.κ.. Το θέμα είναι πως ο μαθητής -έφηβος πλέον- έχει μάθει να βρίσκεται υπό συνεχή υποστήριξη, είναι εξαρτημένος από κάποιον άλλο.
Δεν πειράζει θα αντιτείνουν κάποιοι, το θέμα είναι ότι θα περάσει στο πανεπιστήμιο και μετά όλα να προχωρήσουν ομαλά και ήρεμα. Δυστυχώς όμως η υποστήριξη είναι έτοιμη και σε αυτό το πλαίσιο. Εξω-πανεπιστημιακά φροντιστήρια, στα οποία απομνημονεύονται έτοιμα θέματα για να γράψει κάποιος στις εξετάσεις των διαφόρων μαθημάτων, εργασίες που τις κάνουν άλλοι, διατριβές που τις συγγράφουν εργαζόμενοι σε ομίλους φροντιστηρίων. Μετά το πτυχίο και η έξοδος στην «κοινωνία». Έτοιμος να ζητάει πάντα κάποια βοήθεια.
Ο φασισμός
Σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο: Ο νεοέλληνας νέος λειτουργεί σε ένα σχήμα στο πλαίσιο του οποίου βρίσκεται συνεχώς κάτω από συνεχή υποστήριξη, στοιχείο στο οποίο μέγιστη ευθύνη έχει και η νεοελληνική οικογένεια και (φυσικά) το αποτέλεσμα είναι ο πνευματικός του ευνουχισμός. Το κράτος, από την άλλη μεριά, κάνει ότι είναι δυνατόν για να αναπαράγει τις ευνοϊκές συνθήκες για αυτό, διαμορφώνοντας με τα νομοθετήματά του ένα σχολείο βιαστή.
Οικογένεια και σχολείο συμμέτοχοι σε μια συνωμοσία κατά τη Γνώσης και τελικά κατά του ίδιου του μέλλοντος, δρουν έτσι ώστε να ευδοκιμούν οι συνθήκες εκείνες που θα οδηγήσουν σε άτομα που δεν θα μπορούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα γύρω τους. Άτομα που δεν μπορούν να αντιληφθούν ένα πρόβλημα, να εντοπίσουν τα στοιχεία που υπάρχουν και να τα αξιοποιήσουν για να απαντήσουν στο πρόβλημα. Άτομα που παρατηρούν αμήχανα τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτιστικές διεργασίες και περιμένουν από άλλους να τους δείξουν το δρόμο.
Το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ, έστω και, ορισμένων σταθερών παραμέτρων του κοινωνικού γίγνεσθαι, καθώς και το πλαίσιο που δημιουργείται και του οποίου η «αξία» είναι σαφώς πολλαπλάσια των συστατικών του, τρομάζει. Δεν τους ετοίμασε κανένας μηχανισμός έτσι ώστε να μπορούν να το αντιληφθούν και να το διαχειριστούν. Η εκπαίδευση, το σχολείο, δεν οδηγεί στη συγκρότηση μια γνωστικής κατάστασης η οποία να επιτρέπει να προσλαμβάνεται η (κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτιστική) πραγματικότητα. Έτσι είναι δύσκολο να τη γνωρίσει και να αλληλεπιδράσει μαζί της, συμμετέχοντας στη διαμόρφωση του μέλλοντος.
Το άτομο μένει μετέωρο. Η άγνοια ή η περιορισμένη γνώση, το καθιστά ανάπηρο να αντιληφθεί και έτσι στρέφεται σε ότι το «αναπαύει». Στρέφεται στο απλό, σε αυτό που μπορεί εύκολα να διαχειριστεί, στρέφεται στο λαϊκίστικο και λειτουργεί απλά εκτελώντας εντολές, μέσα σε ένα πλαίσιο συμμόρφωσης, συνήθως χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία με μια αγελαία συμπεριφορά και αναθέτει σε άλλους, στους «ειδικούς», τα σύνθετα. Η πόρτα στο φασισμό άνοιξε και δεν την άνοιξε καμιά κρίση, την άνοιξε το ίδιο το σχολείο, την άνοιξε το ίδιο το σύστημα στο οποίο «Εμείς» υπάρχουμε ως ένα από τα συστατικά του.
(πηγή: egnonews.blogspot.gr)