Το φασιστικό φονικό της 17ης Σεπτέμβρη έφερε στο προσκήνιο μια σειρά ζητημάτων που καλλιέργησαν και άνδρωσαν το νεοφασισμό στη χώρα μας. Ένας από τους λόγους που καταγράφηκαν -και παράλληλα προτείνεται ως λύση- είναι η εκπαίδευση.
Οι κεντρικές ευθύνες του σχολείου στην ανάπτυξη του φασισμού μπορούν να συνοψιστούν στην απουσία πολιτικής διαπαιδαγώγησης (όχι κομματικής, αλλά κριτικά πολιτικής) σε συνδυασμό με τον κομφορμιστικό του χαρακτήρα και τη μη καλλιέργεια κριτικής σκέψης και στην εθνοκεντρική διάσταση της εκπαίδευσης.
Πολιτική μπούρκα καλύπτει το προσωπείο του δημοκρατικού σχολείου.
Ένα βασικό ζήτημα που αξίζει να δούμε μέσα στο σχολικό περιβάλλον και όλη την μαθησιακή διαδικασία είναι ο κομφορμισμός που επιβάλλεται στους μαθητές. Ο μαθητής δεν έχει δικαιώματα, δεν έχει δυνατότητα αξιολόγησης του εκπαιδευτικού (μόνο ο ίδιος βαθμολογείται και καταδικάζεται -όπως το βιώνει/αισθάνεται), δε συμμετέχει βιωματικά στο μάθημα, αλλά υποβάλλεται στην αυθεντία του βιβλίου και του εκπαιδευτικού.
Ο δασκαλοκεντρισμός και η αυθεντία του διευθυντή, που επιβλήθηκε και νομικά πια, καλλιεργεί τη λογική της υποταγής και της παραίτησης στη μάζα. Καθώς όμως η εκπαίδευση αποτελεί το πρώτο μέσο κοινωνικοποίησης, όχι μόνο αναπτύσσει το μίσος του για το σχολείο, αλλά και για την κοινωνία όπως τη βιώνει μέσα στο σχολείο.
Αξίζει, παράλληλα, να σημειώσουμε ότι παρατηρείται μία ιδιότυπη φοβία -όχι απλά αποφυγή ή αδυναμία- για την πολιτική. Εκπαιδευτικοί και Πολιτεία φοβούνται τις πολιτικές προσεγγίσεις και αναλύσεις στο σχολείο με ελεύθερο/ανοιχτό διάλογο. Και ενώ κάποιοι διανοούμενοι φοβούνται το διάλογο στο σχολείο, παραβλέπουν ότι είναι το κύριο μέσο που επιτρέπει την κριτική ανάπτυξη και επί τόπια αντιμετώπιση αποριών χωρίς να διαιωνίζονται ή να αντιμετωπίζονται με μύθους. Η πολιτική ανάλυση ταυτίζεται με την κομματική τοποθέτηση και την προπαγάνδα, ξεχνώντας ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα προπαγανδίζει και μεταφέρει τις αρχές και τις αξίες της κυρίαρχης πολιτικής και κοινωνικής ιδεολογίας (βασική αρχή της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης που συνεχώς ξεχνάμε).
Κι ενώ το μάθημα της Πολιτικής Αγωγής θα μπορούσε να αποτελεί έναν από τους παιδευτικούς πυλώνες (μαζί με την Ιστορία, την Κοινωνιολογία, τη Φυσική και τα γλωσσικά μαθήματα -νέα ελληνική γλώσσα και ξενόγλωσσα αντικείμενα), εμείς παρατηρούμε ότι το σχολείο κινείται γύρω μαθήματα που δεν προάγουν την κρίση, αλλά τη στείρα προσέγγιση της γνώσης. Αντί να οριστούν ως παιδευτικοί κορμοί αντικείμενα που από μόνα τους είναι διαθεματικά και που δίνουν πολλές αφορμές για πολιτικές συζητήσεις, εμείς επιλέγουμε τα αρχαία ελληνικά ως γλωσσικό μάθημα (όχι ως πολιτισμό ή μέσο μεταφοράς ανθρωπιστικών αξιών) και τα μαθηματικά με τα θρησκευτικά. Αντί να συζητάμε για τα δικαιώματα, επιβάλλουμε υποχρεώσεις και τις χρεώνουμε σε παιδιά. Αντί να βλέπουμε το άτομο ως μέλος μιας ομάδας, βλέπουμε το σύνολο και εντάσσουμε αυτομάτως το άτομο μέσα σε αυτό (χωρίς τη δική του συγκατάθεση). Ακόμα και το λυκειακό μάθημα της Έκφρασης-Έκθεσης που είναι τόσο πολιτικό (ουχί κομματικό) γίνεται ως αποκλειστικά γλωσσικό.
Τα παιδιά μας δε διδάσκονται τον την αλληλεγγύη και τη συνεργασία. Οι ανθρωπιστικές αξίες του σεβασμού και της ελευθερίας είναι έννοιες αόριστες χωρίς βιωματική αναφορά στον οικείο τους χώρο, λέξεις μιας στείρας γλωσσικής μαθησιακής διδασκαλίας. Δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του πλουραλισμού (ούτε καν στη φύση) και την αξία της ποικιλίας (φυλεκτικής, ιδεολογικής, ζωικής και φυτικής) και συνδέει τη διαφορετικότητα με το φόβο και την απομόνωση, τον Άλλο και τον Ξένο του εκλαμβάνει ως εχθρούς.
Άλλο εθνισμός κι άλλο εθνικισμός
Ένα άλλο βασικό στοιχείο που διακρίνει την ελληνική εκπαίδευση είναι η εθνολάγνα εμμονή της. Και αυτή η εμμονή ξεπερνά κατά πολύ τις ανάγκες ενός εκπαιδευτικού συστήματος που προβάλει τα ξεχωριστά σημεία του έθνους και τις όποιες επιτυχίες του. Όλο το σχολικό περιβάλλον εντείνει όχι τον εθνισμό (προστασία και αίσθημα υπερηφάνειας για το Έθνος-πατρίδα) με τον εθνικισμό (ανωτερότητα Έθνους και υποβιβασμός των άλλων εθνοτήτων). Ο εθνικισμός, λοιπόν, προάγεται σε κεντρική ιδέα σε βάρος του εθνισμού ακόμα μέσα τον τρόπο που γιορτάζονται οι εθνικές επέτειοι, με τις φωτογραφίες που στολίζουν τους τοίχους στις τάξεις και τους σχολικούς διαδρόμους, από τον τρόπο προσέγγισης των ανθρωπιστικών ζητημάτων.
Ο εκπαιδευτικός εθνοκεντρισμός συνδέεται άμεσα με τον επιθετικό εθνικισμό και σαφέστατα ανέπτυξε εμπόδια στην κατανόηση των αναγκών των προσφύγων και των μεταναστών από τον αραβικό κόσμο στη χώρα μας. Οι ελλείψεις που καταγράφονται στην ελληνική εκπαίδευση, ακόμα και στην εθνική Ιστορία, είναι πάμπολλες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι δε διδάσκεται επαρκώς -έως καθόλου- η ελληνική μεταναστευτική ιστορία. Τα ελληνόπουλα δε μαθαίνουν για τα μεταναστευτικά κύματα του παρελθόντος (ήδη από το ΙΘ΄ αιώνα) ούτε τα προβλήματα εισόδου κι ένταξης των Ελλήνων σε χώρες υποδοχής. Τα μεσοπολεμικά μαρτύρια του Ellis Island είναι παντελώς άγνωστα στους Έλληνες (πλην του εξαίρετου ντοκιμαντέρ του Στ. Κούλογλου), ένα θέμα που στις ΗΠΑ αποτελεί βασικό σημείο εκπαίδευσης. Αντιθέτως, οι μαθητές μας μαθαίνουν εμφατικά για τους μεγάλους ευεργέτες και εμποτίζονται με τους μύθους των Ελλήνων που διαπρέπουν στο εξωτερικό και μεγαλουργούν, κάτι που πρακτικά καλλιεργεί όχι απλά μία άκριτη στάση, αλλά και μία μεσσιανική αντίληψη για τον ευεργέτη-σωτήρα.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι Έλληνες μαθητές δε διδάσκονται επαρκώς την Ιστορία του Μεσοπολέμου (πλην της Μικρασιατικής Καταστροφής που γίνεται αναλυτικά) ούτε κατανοούν και δεν προσεγγίζουν ερμηνευτικά τα ελατήρια της φασιστικής κυριαρχίας στην Ιταλία και τη Γερμανία. Ούτε βεβαίως προσεγγίζουν την εγκληματική φύση του φασισμού και του ναζισμού. Ακόμα και η Εθνική Αντίσταση διδάσκεται υπό τον ηρωολατρικό μανδύα που διδάσκεται η Επανάσταση του 1821 και οι στρατιωτικές επιτυχίες στους Περσικούς Πολέμου· στόχος δεν είναι η κατανόηση και η κρίση, αλλά ο θαυμασμός (που τάχα οδηγεί στη μίμηση). Και φυσικά για τον Εμφύλιο Πόλεμο και τα μεταπολεμικά χρόνια με τη χούντα δε γίνεται λόγος.
Έτσι, λοιπόν, τούτα τα κενά καλύπτονται υποχρεωτικά μέσα από διηγήσεις συγγενών (βασικός ο ρόλος της οικογένειας σε τούτο), και συμπληρώνονται συναισθηματικά από τον πολιτικό λαϊκισμό, την κομματική προπαγάνδα και πάσης φύσεως έντυπα και άρθρα χωρίς επιστημονική βάση που τελικά μόνο την κρίση δεν προάγουν, αλλά αντίθετα το φανατισμό γιατί δε γίνονται οργανωμένα με έμφαση στην παίδευση και την παιδική ψυχολογία, αλλά στη μεταφορά ηθών και την επιβολή απόψεων, μύθων και ανέξοδων συνθημάτων.
Επιλογικά,
Το παιδί μαθαίνει να προσεγγίζει τα πολιτικά ζητήματα ατομικά και δεν αναπτύσσει συλλογική πολιτική συνείδηση καθώς ο κομφορμισμός λειτουργεί αντίστροφα μέσω της βαθμοθηρίας και της νεανικής αντίδρασης. Πέφτει θύμα των διηγήσεων και των οικογενειακών προσεγγίσεων που φυσικά στερούνται παιδαγωγικής προσέγγισης και συχνότατα επιστημονικής τεκμηρίωσης ή ολιστικής προσέγγισης.
Χωρίς πολιτική κρίση και έρμαιο του πολιτικού λαϊκισμού, των στερεοτύπων και των επιφανειακών προσεγγίσεων και δεδομένης της προϋπάρχουσας αρνητικής στάσης απέναντι στο σχολείο (που συντηρείται κι ενισχύεται με τις θεωρίες συνωμοσίας και την ατομική ανευθυνότητα), εύκολα στρέφεται σε οτιδήποτε φαντάζει αντισυστημικό. Δεδομένης μάλιστα της συστημικής βίας που βιώνει από μικρή ηλικία και του τιμωρητικού κλίματος της κοινωνίας, ο φασισμός προσφέρει ένα εκδικητικό φως στο τούνελ της αναζήτησης ταυτότητας (ατομικής και συλλογικής).
Και ο φασισμός φυσικά πατά πάνω σε μία ήδη διαμορφωμένη εθνικιστική συνείδηση σε συνδυασμό με τις ιδεολογικές θέσεις για το τάχα ηρωικό κι ανώτερο έθνος (που δεν κάνει λάθη και όλοι το επιβουλεύονται) που αναπτύχθηκε από το σχολείο. Και ό,τι δεν κάλυψε το σχολείο, το συμπλήρωσαν εθνικοί μύθοι, απαξιωτικές ιστορίες για τους κακούς, τους Άλλους και μύθοι για το διαφορετικό.
Το σχολείο δεν μπορεί να απαντήσει στο φαινόμενο του νεοφασισμού ούτε στα εγκλήματά του. Μπορεί όμως να προσφέρει ευκαιρίες και να συμβάλει στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης των μελλοντικών πολιτών. Μπορεί να συμβάλει μέσα από το διάλογο και τις αναλύσεις πολιτικών φαινομένων στην καλλιέργεια αυτόνομης σκέψης των αυριανών πολιτών που να στηρίζονται σε επιστημονικά δεδομένα κι όχι σε μύθους, κομματικούς ή εθνικούς, και στερεότυπα. Το εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από ριζική αναθεώρηση των στόχων του μπορεί να προστατεύσει την μελλοντική κοινωνία.
Ωστόσο, ας δούμε και μία άλλη λειτουργία του σχολείου. Τούτο αποτελεί ένα βασικό σημείο, ένα από λίγα κοινά/συνδετικά στοιχεία, της κοινωνίας. Είναι ένας χώρος σχετικά οικείος σε όλους με μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ενηλίκων να συνδέεται με αυτό (γονείς, εκπαιδευτικοί, άμεσα αποφοιτήσαντες).
Έτσι, το άψυχο σχολικό κτίριο θα μπορούσε τα απογεύματα να αποτελέσει έναν τόπο, σε κάθε γειτονιά, πολιτικών αναλύσεων και επιμορφωτικών σεμιναρίων για ενήλικες. Ένα μέρος ζωντανό κύτταρο αντεγκληματικής δράσης και συλλογικής συνείδησης μπροστά στον κίνδυνο εκφασισμού της κοινωνίας.
–
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης σπούδασε ιστορία και εργάζεται ως φιλόλογος.
(πηγή: chldimos.blogspot.gr)