Του Χρήστου Κάτσικα
Το θέμα της ταξικότητας της εκπαίδευσης παίρνει νέα χαρακτηριστικά καθώς περίπου 30 χιλιάδες έγραψαν κάτω από τη βάση.
Μεγάλο τμήμα των μαθητών αδυνατούν να αρθρώνουν συνεχή λόγο, να ελέγχουν και να λογικοποιούν τις σκέψεις τους ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη
Τα υψηλά ποσοστά χαμηλών βαθμολογιών που καταγράφηκαν και φέτος στις πανελλαδικές εξετάσεις, όπου περίπου το 1/3 των εξετασθέντων (περίπου 30 χιλιάδες) έγραψαν κάτω από τη βάση, όσο και τα βαθμολογικά «ναυάγια» (10 χιλιάδες εξετασθέντες έδωσαν σχεδόν λευκή κόλλα) πριμοδοτούν την ανάπτυξη μιας δημόσιας συζήτησης γύρω από την εξήγηση του φαινομένου, η οποία «φορτώνει» την αποτυχία αποκλειστικά στους ώμους των μαθητών, «που είναι τενεκέδες ξεγάνωτοι», και των εκπαιδευτικών, που είναι «άσχετοι» ή «τεμπέληδες».
Είναι φανερό ότι όλη η συζήτηση για τα αποτελέσματα των εξετάσεων που προσπαθεί να τα συνδέσει με το επίπεδο του εκπαιδευτικού έργου, έχει στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους. Παράλληλα αποκρύπτει, μέσα σ’ ένα σύννεφο επικοινωνιακής σκόνης για τις «δυνατότητες και τις ευκαιρίες των «υπερλεωφόρων» της πληροφορίας», τις πραγματικές αιτίες που μεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Τι πραγματικά, λοιπόν, συμβαίνει στο σχολείο τα τελευταία χρόνια;
Αναφερόμαστε σ’ ένα ολοένα και αυξανόμενο τμήμα μαθητών μας που αδυνατούν να αρθρώνουν συνεχή λόγο, να ελέγχουν και να λογικοποιούν τις σκέψεις τους χωρίς χάσματα και αντιφάσεις, να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη, που σκοντάφτουν σε ερωτήσεις που απαιτούν κρίση. Το ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό, καθώς στη γενίκευση του φαινομένου μπορούμε να μιλήσουμε για την εφιαλτική προοπτική μιας τεχνολογικώς υπεραναπτυγμένης και παράλληλα πειθαρχημένης κοινωνίας «κατακερματισμένων ανθρώπων»-υπηκόων, ένα είδος «προσοντούχων αγραμμάτων» και αργότερα «σοφών άσχετων».
Οι σημερινές μορφωτικές απαιτήσεις της «νέας οικονομίας»
O πυρήνας της αντίληψης της κυρίαρχης πολιτικής για την εκπαίδευση, το σχολείο, τη μόρφωση, στην εποχή των Μνημονίων, είναι ότι αυτή πρέπει να είναι άμεσα συμβατή με την αγορά και να αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία ενός εργαζόμενου, ο οποίος θα γνωρίζει κάποιες πληροφορίες και εφαρμογές, θα μπορεί να επανεκπαιδεύεται σε νέες δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας και να εντάσσεται έτσι στη διά βίου εκπαίδευση, η οποία είναι στην πραγματικότητα διά βίου κατάρτιση και επανακατάρτιση.
Το ζητούμενο για τη μορφωτική αντίληψη της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης δεν είναι η σύνθεση των γνώσεων, η κατανόηση της κοινωνίας και του κόσμου, πολύ περισσότερο δεν είναι η ανάπτυξη δυνατοτήτων για την αλλαγή της κοινωνίας. Το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη της «εκμάθησης της μάθησης», με στόχο την επιλεκτική αξιοποίηση τεμαχισμένων γνώσεων σε συνθήκες εργασίας που αλλάζουν. Μιλάμε για την εξοικείωση του μαθητή με δεξιότητες απαραίτητες στην αγορά εργασίας, τον εφοδιασμό του με ένα «κουτί πρώτων βοηθειών» γεμάτο από βασικές γνώσεις/δεξιότητες, με τις οποίες θα βγει στην αγορά εργασίας.
H κρατούσα αντίληψη για την παιδεία προσπαθεί να πείσει ότι η μόνιμη και σταθερή απασχόληση ανήκει στο παρελθόν και καλεί σε συμφιλίωση με την απασχολησιμότητα. H αντίληψη αυτή επιβαρύνεται με την πρόσδοση ενός εργαλειακού χαρακτήρα στη γνώση, καθώς ταυτίζει τις έννοιες «μόρφωση» και «επανεκπαίδευση» με την παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων χρηστικού χαρακτήρα, δηλαδή άμεσα εφαρμόσιμων στην αγορά εργασίας. Nα η ιδέα που «ξύνει» τη γνώση ως συλλογικό εργαλείο ερμηνείας και αλλαγής του κόσμου και τη μεταλλάσσει σε γνώση ως στενή εφαρμογή για την επίτευξη του ατομικού στόχου που στοιχίζεται με τις έννοιες «κόστος»-«κέρδος». Eδώ η γνώση έχει εφαρμοσμένη και μονοδιάστατη και μετατρέπεται σε «δεξιότητα», ενώ η σχολική ύλη είναι εξ αρχής προορισμένη για τον «σκουπιδοτενεκέ» της μνήμης την επομένη των εξετάσεων.
«Ο στόχος είναι το μυαλό», από το δημοτικό μέχρι το λύκειο
Aς έρθουμε σε όσα επιχειρεί αυτή την περίοδο το υπουργείο Παιδείας στον χώρο της εκπαίδευσης και ας ρίξουμε μια ματιά μέσα από την «κλειδαρότρυπα» της μελλοντικής σχολικής αίθουσας, όπως πασχίζει να τη διαμορφώσει η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική που παίρνει σάρκα και οστά με το σχέδιο νόμου που θα φέρει στη Βουλή το υπουργείο Παιδείας την επόμενη περίοδο.
Στο σχέδιο του υπουργείου Παιδείας, το λύκειο θα έχει ιδιαίτερα αναβαθμισμένη την επιλεκτική λειτουργία σε βάρος της μορφωτικής. H εντατικοποίηση των σπουδών μέσα από την εξετασιομανία θα διαπερνά όλο το σχολικό πρόγραμμα και δεν θα αποτελεί παρά τη νεκρολογία της επαφής του μαθητή με την ουσία της γνώσης. Γιατί, βέβαια, αν εξετάσει κανείς τη σχέση του περιεχομένου των μαθημάτων (τι), της μεθόδου (πώς) και των πρακτικών ελέγχου (εξεταστικές δοκιμασίες), θα διαπιστώσει εύκολα ότι η σύνθεσή τους, την ίδια στιγμή που μεταλλάσσει τη μαθησιακή διαδικασία σε μεθοδολογική εκγύμναση, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί και να αναστείλει ακόμη και μορφές προσαρμοστικότητας στη μάθηση.
Ακόμη χειρότερα θα είναι τα πράγματα στην τεχνική εκπαίδευση, καθώς εκεί η κατάρτιση σε συνδυασμό με τη μαθητεία (δωρεάν εργασία για τις επιχειρήσεις) θα οικοδομήσει ένα φονικό συνδυασμό για τη γνώση στην πιο κρίσιμη ηλικία.
Η «προεργασία» έχει γίνει τα τελευταία χρόνια στην υποχρεωτική εκπαίδευση και στο δημοστικό σχολείο. Και αυτό το έχουν αντιληφθεί όσοι αναπνέουν την κιμωλία στις σχολικές τάξεις, αλλά και οι γονείς που έχουν παιδιά σε αυτή τη βαθμίδα.
Για παράδειγμα, από τα αποτελέσματα των πρώτων ερευνών που έγιναν από δασκάλους για τα νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία των Μαθηματικών προκύπτει ότι η μεγάλη πλειονότητα των δασκάλων θεωρεί ότι τα νέα βιβλία Μαθηματικών αποτυγχάνουν να υλοποιήσουν τους στόχους τους. Παράλληλα, στο ζήτημα των εκπαιδευτικών ανισοτήτων, το 67% των δασκάλων πιστεύει ότι η ψαλίδα μεταξύ μαθητών υψηλής επίδοσης και μαθητών χαμηλής επίδοσης ανοίγει ακόμη περισσότερο, ενώ το 76% πιστεύει ότι τα βιβλία ευνοούν αποκλειστικά τους μαθητές με υψηλή επίδοση.
Ανάλογες ήταν οι κριτικές παρατηρήσεις και για τα βιβλία των θεωρητικών μαθημάτων. Π.χ. στα περισσότερα νέα βιβλία Ιστορίας του δημοτικού και του γυμνασίου απουσιάζει ο συνεκτικός ιστός, απουσιάζουν τα ιστορικά πλαίσια, ο ιστορικός χρόνος δεν υπάρχει, η συνολική αφήγηση σφαγιάζεται σε πληροφορίες, εικόνες, αριθμούς και πηγές. Απομένει η τμηματική πληροφορία, η αποσπασματική είδηση, το απομονωμένο γεγονός, χωρίς την ιστορική και κοινωνική του πλαισίωση. Το «πώς» και το «γιατί» έχουν εξαφανιστεί.
Πρόκειται για σπαράγματα-θραύσματα γεγονότων χωρίς συνέχεια. Μπορούμε να μιλήσουμε για αποθέωση της αποσπασματικότητας, όπου σκόρπιες γνώσεις-πληροφορίες «ατάκτως ερριμμένες» προσφέρονται προς «κατανάλωση», ένας σωστός τσελεμεντές, όπου χάνεται η σχέση αιτίας και αποτελέσματος, καθώς και το νόημα της κάθε γνώσης.
Η διάρθρωση της «ύλης» εγκαταλείπει τη συστηματικότητα που επιβάλλουν η επιστημονική δομή των αντικειμένων και η διδακτική επεξεργασία τους. Οι εκπαιδευτικοί επισημαίνουν ότι αποτελούν ευθεία βολή κατά της εσωτερικής λογικής και της ιστορικής αλληλουχίας των γεγονότων, κατά της εμβάθυνσης στις αιτίες των γεγονότων και της σχέσης αιτίας–αποτελέσματος, τελικά ευθεία βολή κατά της συγκροτημένης σκέψης.
(πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών)