Tου Χρήστου Κάτσικα
Αλλάζει ριζικά το τοπίο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με στόχο τη μείωση του μαθητικού πληθυσμού στα Λύκεια, που συνδέεται με τη δραστική μείωση των εισακτέων στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ και τη στροφή των μαθητών στις μεταγυμνασιακές σχολές κατάρτισης (ΙΕΚ, ΚΕΚ κ.λπ.) δημόσιες ή ιδιωτικές.
O σκοπός της επαγγελματικής εκπαίδευσης δεν είναι η ολόπλευρη γνώση μιας τέχνης, αλλά η εκπαίδευση πάνω σε μια συγκεκριμένη θέση εργασίας
Οβιδιακές αλλαγές στον χώρο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (Γενικά Λύκεια – ΕΠΑΛ – ΕΠΑΣ) επιχειρεί το υπουργείο Παιδείας με στόχο την οργανωτική αναδιάρθρωση της μεταγυμνασιακής εκπαίδευσης, την ανακατανομή του μαθητικού πληθυσμού και τη στροφή από την εκπαίδευση στην κατάρτιση. Ολα τα στοιχεία αλλά και οι ίδιες οι διακηρύξεις του υπουργείου Παιδείας φανερώνουν ότι επιλέγεται ένα εξεταστικοκεντρικό Λύκειο για λίγους, ένα Τεχνικό Λύκειο με καθολική εφαρμογή του θεσμού της μαθητείας και μεταγυμνασιακές σχολές κατάρτισης (ΙΕΚ) που θα στοχεύουν προοπτικά να απορροφήσουν ένα μέρος του μαθητικού πληθυσμού μετά το τέλος της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Το νήμα που διαπερνά τις νέες ρυθμίσεις στη μεταγυμνασιακή εκπαίδευση είναι η έμφαση στις εξεταστικές δοκιμασίες στο Γενικό Λύκειο και το στένεμα των διόδων, η μαθητεία στο Τεχνικό Λύκειο, η απλήρωτη εργασία μέσα από μορφές «πρακτικής άσκησης» και η εναλλαγή από την απασχόληση στην ανεργία μέσα από τα λεγόμενα προγράμματα απασχόλησης ορισμένου χρόνου τα οποία ουσιαστικά και τυπικά προσφέρουν δωρεάν εργατικό δυναμικό στους εργοδότες. Αλλά ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά για να κατανοήσουμε τους σχεδιασμούς του υπουργείου Παιδείας.
Λύκειο για λιγότερους
Το υπουργείο Παιδείας επιλέγει ένα Γενικό Λύκειο με περισσότερες και καθοριστικότερες εξετάσεις. Αυτές φαίνεται να αποτελούν το «παιδαγωγικό ευαγγέλιο» και τη «γραμματική» του και πριμοδοτεί, χωρίς να το δηλώνει, την «παλινόρθωση» μιας εξεταστικοκεντρικής οργάνωσης του Λυκείου. Οι λόγοι και οι αιτίες ενός τέτοιου προσανατολισμού δεν κρύβονται. Είναι το κλείσιμο των «διόδων» για το πιο αδύναμο κοινωνικά και οικονομικά τμήμα του μαθητικού πληθυσμού, η ρύθμιση των ροών και η προώθηση στην κατάρτιση ή και στην έξοδο από τις σπουδές.
Η νέα «εκπαιδευτική ηθική»; Η έχει κανείς «τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες» να σπουδάσει με στόχο ένα επιστημονικό επάγγελμα ή δεν τις έχει οπότε δε χρειάζεται «να προχωρήσει στα γράμματα». Ετσι η μέχρι σήμερα υποεκπαίδευση θα μεταμορφωθεί, όχι πολύ αργά, σε μεθοδευμένη στροφή ενός τμήματος του μαθητικού πληθυσμού στην κατάρτιση ή σε επίσημη και μαζική αποφοίτηση.
Η μείωση του μαθητικού πληθυσμού των Γενικών Λυκείων συνδέεται με την προοπτική δραστικής μείωσης των εισακτέων στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Το υπουργείο Παιδείας «υφαίνει» μεθοδικά σε τρεις μεθοδεύσεις για να πετύχει τον σκοπό του.
Η πρώτη μεθόδευση αφορά στην παραπέρα συρρίκνωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη συγχώνευση ή και το κλείσιμο και άλλων τμημάτων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ. Η δεύτερη μεθόδευση αφορά τη μείωση του αριθμού των εισακτέων. Η τρίτη αφορά την επαναφορά μιας μορφής της βάσης του 10 η οποία, με τους «κατάλληλους» ελιγμούς στον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων μπορεί να κόψει την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση χιλιάδων υποψηφίων.
Παράλληλα τις επόμενες μέρες το υπουργείο Παιδείας φέρνει στη Βουλή το σχέδιο για το νέο Τεχνικό Λύκειο. Στο non paper που έδωσε στη δημοσιότητα, μετά την απόφαση του να θέσει σε διαθεσιμότητα- απόλυση σε μια νύκτα 2.000 καθηγητές με τη μέθοδο της κατάργησης των αντίστοιχων ειδικοτήτων στα ΕΠΑΛ- ΕΠΑΣ αναφέρει: «Σχεδιάζουμε μια Τεχνική Εκπαίδευση που στοχεύει στο να προσφέρει Ειδικότητες Επαγγελμάτων, που καλύπτουν τις επιλογές των μαθητών και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, και όχι τους κλάδους και τις ειδικότητες μονίμων καθηγητών, οι οποίοι διαμέσου ενός στρεβλού και νοθευμένου πλαισίου, “βρέθηκαν” να στελεχώνουν τα Επαγγελματικά Λύκεια και τις Επαγγελματικές Σχολές».
Ξαφνικά, λοιπόν, μαθαίνουμε ότι τους νόμους για την εκπαίδευση και τις ειδικότητες ή τα μαθήματα που διδάσκονται οι μαθητές τα αποφασίζουν κατά σχολείο οι εκπαιδευτικοί κι όχι οι εκάστοτε υπουργοί. Η εκπαιδευτικός Γεωργία Θάνου επισημαίνει ότι μόνο τα τελευταία 13 χρόνια έχουν ψηφιστεί 2 νόμοι για στην τεχνική εκπαίδευση και ετοιμάζεται τρίτος χωρίς κανείς απ’ τις κυβερνήσεις να μπορεί να απαντήσει στο γιατί απέτυχαν οι προηγούμενοι. Ο νόμος 2640/98που ίδρυσε τα ΤΕΕ και ο νόμος 3475/2066 που ίδρυσε τα ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ. Όλες οι εισηγητικές εκθέσεις αλλά και οι νόμοι 2640/98 και 3475/2006 όριζαν ότι οι ειδικότητες καθορίζονται με βάση τις ανάγκες της αγοράς εργασίας του νομού. Με ποια στοιχεία θα οριστούν οι νέες ειδικότητες; Και ποια είναι η αγορά εργασίας σε μια χώρα που ο παραγωγικός ιστός διαλύεται μέρα με τη μέρα εξ’ αιτίας του εξαρτημένου χαρακτήρα της οικονομίας; Ποιοι παράγοντες προσδιορίζουν τις ανάγκες αυτές;
Ωστόσο όσα πέπλα συσκότισης και να επιχειρούνται, το υπουργείο Παιδείας δεν μπορεί να κρύψει τα πραγματικά του σχέδια. Προωθούμε «ένα νέο Τεχνικό Λύκειο που θα παρέχει, θα μεταδίδει, θα εφοδιάζει τους σπουδαστές του με τις απαιτούμενες τεχνικές και επαγγελματικές γνώσεις και δεξιότητες, με καθολική εφαρμογή του θεσμού της μαθητείας» ανακοινώνει ο κ. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος στην τοποθέτησή του στη Βουλή (17/7) στη συζήτηση για το πολυνομοσχέδιο.
Την ίδια μέρα ο υφυπουργός Παιδείας Συμεών Κεδίκογλου στις 17/7 στην ομιλία του τονίζει ότι «Το υπουργείο Παιδείας έχει προαναγγείλει ότι το νομοσχέδιο που θα κατατεθεί για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περιλαμβάνει ένα Γενικό Λύκειο και έναν τύπο τεχνικού λυκείου, στο οποίο εφαρμόζεται καθολικά για όλους τους μαθητές ο θεσμός της μαθητείας, δηλαδή της πρακτικής άσκησης στην επιχείρηση».
Είναι φανερό λοιπόν ότι κέντρο βάρους στο νέο Τεχνικό Λύκειο αποτελεί η μαθητεία, δηλαδή με βάση το λεγόμενο «δυαδικό σύστημα» η εκπαίδευση δεν γίνεται μόνο στο σχολείο αλλά και στον χώρο εργασίας, δηλαδή στις επιχειρήσεις. Έτσι ο σκοπός της επαγγελματικής εκπαίδευσης δεν είναι η ολόπλευρη γνώση μιας τέχνης, αλλά η εκπαίδευση πάνω σε μια συγκεκριμένη θέση εργασίας.
Οι νέοι που εργάζονται αμείβονται στα πλαίσια της μαθητείας με μισθούς – φιλοδωρήματα, ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η φθηνή εργασία και καταρτίζεται το αυριανό εργατικό δυναμικό – λάστιχο που θα εναλλάσσεται απ’ την απασχόληση στην ανεργία μέσα απ’ τα προγράμματα «απασχόλησης» που παραχωρούν δωρεάν εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα στους εργοδότες κάτω από τον τίτλο της μαθητείας και της πρακτικής άσκησης.
Την ίδια ώρα πριμοδοτείται το υπάρχον σύστημα κατάρτισης (ΙΕΚ, ΚΕΚ κ.λπ.) με τη στρατολόγηση χιλιάδων μαθητών αποφοίτων Γυμνασίου. Για πρώτη φορά από τη Συνταγματική κατοχύρωση της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης πριν από περίπου 30 χρόνια, ωθούνται 15χρονοι μαθητές να εγκαταλείψουν τις σπουδές στο Λύκειο και να ενταχθούν στον αστερισμό της πρόωρης κατάρτισης που εκτός των άλλων έχει και δίδακτρα τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά ΙΕΚ. Και όσο κι αν ο υπουργός Παιδείας εξαγγέλλει επιδότηση των διδάκτρων για όλους τους σπουδαστές των δημοσίων ΙΕΚ, από τον Σεπτέμβρη του 2013 και έως το 2020, μέσω των Ευρωπαϊκών επιδοτήσεων είναι γνωστό ότι το πρόγραμμα της επιδότησης έχει ημερομηνία λήξης το 2015.
Κάτι τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό. Στον νόμο για τη διά βίου εκπαίδευση αντιστοιχίζεται η τυπική με τη μη τυπική και την άτυπη εκπαίδευση. Ανοίγει έτσι ο δρόμος να αποκτήσει κάποιος τα διάφορα πτυχία επιπέδου 2 και 3 κατ’ αρχήν και μέσα από άλλα μονοπάτια πέρα από τη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση. Με λίγα λόγια ωθούνται χιλιάδες νέοι στο κυνήγι σεμιναρίων ή πρακτικής εργασίας άνευ πληρωμής, προκειμένου να μαζέψουν πιστωτικές μονάδες, αντί να σπουδάσουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Μάθε το πόστο σου!»
Οι νέες ρυθμίσεις στον χώρο της εκπαίδευσης που στοχεύουν στην έξοδο των φτωχών από τα σχολεία, στην αναδιάρθρωση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και στην ιδιωτικοποίηση του Δημοσίου, σχετίζονται σαφώς με την πολιτική της φτώχειας, της ανεργίας και της υποτέλειας που έχει οδηγήσει σε περιθωριοποίηση μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού.
Είναι φανερό ότι σ΄ όλες τις περιπτώσεις, πάντα στο πνεύμα των νέων ρυθμίσεων, επιστρατεύεται, βέβαια, η γλώσσα της «κρίσης» του σχολείου, η «πτώση του επιπέδου σπουδών», η «αναντιστοιχία πτυχίου και αγοράς εργασίας», η «σχολική αποτυχία», η «αδιαφορία των μαθητών» κ.λπ. έτσι ώστε μέσα από υπεραπλουστεύσεις να «λιπανθούν» στο «έδαφος» της κοινής γνώμης, ως αναγκαίες και επείγουσες οι επιλογές εκείνες που η υλοποίησή τους δεν αποτελεί παρά μεθόδευση αυτών που διακαώς επιθυμούν να ξεφύγουν από τον κατάλογο των υπευθύνων της κρίσης.
Η έννοια «αγορά» αποτελεί το κεντρικό στοιχείο του νέου σχεδιασμού που επιχειρείται από το υπουργείο Παιδείας και είναι από αυτή την άποψη το «κλειδί» για να κατανοήσουμε το είδος της εκπαίδευσης, την ποιότητα των σχέσεών της με την κοινωνία και το νέο περιεχόμενό της. Η αγοραία παιδεία αφαιρεί από το λεξιλόγιό της ακόμη και την τυπική ισότητα των προηγούμενων χρόνων στις εκπαιδευτικές ευκαιρίες. Τώρα φέρνει πιο κοντά την ατομική βούληση στον κοινωνικό προσδιορισμό με στόχο η κοινωνική κατανομή μέσω του σχολείου να ανταποκρίνεται στις διαγραφόμενες προοπτικές μιας κοινωνίας με κατεστραμμένη παραγωγική βάση, διογκωμένη ανεργία, υποαπασχόληση, μαύρη εργασία για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Προφανώς πάνω από όλα ισχύουν τα λόγια που ακούστηκαν κάμποσα χρόνια πριν στην αγγλική Βουλή από το στόμα συντηρητικού βουλευτή και «συμπύκνωναν» τις οδηγίες του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. : «Εάν έχουμε έναν ανώτερο και εκπαιδευμένο αλλά άνεργο πληθυσμό ίσως αντιμετωπίσουμε μεγαλύτερες κοινωνικές συγκρούσεις. Υπάρχει ανάγκη να αντιστοιχήσουμε ξανά την κοινωνική θέση και το εκπαιδευτικό επίπεδο. Επιτέλους οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν τη θέση τους στην κοινωνία»!
(πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών)