Γράφει ο Φώτης Ρήνας
Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η θρησκευτική μουσική παρουσιάζει σε όλες τις Εκκλησίες ένα μάλλον ενιαίο χαρακτήρα. Με την πάροδο του χρόνου όμως δημιουργούνται διαφοροποιήσεις, οι οποίες οδηγούν στη διαμόρφωση δύο μεγάλων ρευμάτων: του Ανατολικού και του Δυτικού. Τον 11° αιώνα μάλιστα, γίνεται και η οριστική διαίρεση [«σχίσμα»] των Εκκλησιών. Με τον όρο βυζαντινή μουσική [ή βυζαντινό μέλος] εννοούμε τη μουσική της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που δημιουργήθηκε κι αναπτύχθηκε στο Βυζάντιο.
Η βυζαντινή μουσική αποτελεί μια υπέροχη σύζευξη αρχαίων ελληνικών στοιχείων και ανατολικών επιδράσεων, ενώ αρχικά οι χριστιανοί χρησιμοποίησαν για τις λειτουργικές τους ανάγκες ψαλμούς και ύμνους παρμένους απ΄την εβραϊκή θρησκευτική μουσική, αλλάζοντας, όπου χρειαζόταν το κείμενο, κατά τα νέα χριστιανικά δόγματα.
Άνθισε στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Εφέσου. Το σπουδαιότερο όμως κέντρο καλλιέργειας ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Η βυζαντινή μουσική ακολούθησε τη γενική πνευματική ανέλιξη του βυζαντινού κράτους, τόσο κατά την άνοδο, όσο και κατά την πτώση του και όπως και οι άλλες τέχνες [ποίηση, αρχιτεκτονική, ζωγραφική], χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει και να λαμπρίνει την Εκκλησία.
Οι πρώτοι εκκλησιαστικοί ύμνοι ήταν πολύ απλοί και ψάλλονταν κατά κανόνα από όλο το εκκλησίασμα ή καθ΄υπακοήν προς έναν ψάλτη, όπου το πλήθος τραγουδούσε μαζί του μόνο το τέλος, τα ακροτελεύτια, όπως λέγονταν.
Αυτή είναι η εικόνα της βυζαντινής μουσικής στα πρώτα της βήματα μέχρι τον 4° μ. Χ. αιώνα.
Η γλώσσα της βυζαντινής μουσικής είναι η ελληνική και υπήρξε πάντα μονοφωνική, ενώ δε χρησιμοποιούσε καθόλου μουσικά όργανα. Η εκτέλεση δηλαδή ήταν καθαρά φωνητική.
Το ίσο, που συνοδεύει την κύρια φωνή, άλλοτε σε όγδοη κι άλλοτε σε πέμπτη ή τέταρτη, δεν αλλοιώνει καθόλου το μονόφωνο χαρακτήρα της. Το ίσο ψέλνουν οι ισοκράτες.
Με το διάταγμα των Μεδιολάνων [313μ. Χ.] του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Χριστιανισμός γίνεται επίσημη θρησκεία του κράτους, σταματούν οι διωγμοί των χριστιανών και η εκκλησιαστική μουσική αναπτύσσεται ιδιαίτερα, μαζί με το τελετουργικό τυπικό. Με την εξάπλωση όμως του Χριστιανισμού η βυζαντινή μουσική γίνεται μελωδικώτερη, με τεχνικώτερους ύμνους με σκοπό να αντισταθεί στις διάφορες αιρέσεις, που χρησιμοποιούν ελκυστική μουσική κυρίως χρωματικού γένους, προς προσηλυτισμό οπαδών. Τώρα όμως δεν είναι πια εύκολο τα λειτουργικά μέλη να ψάλλονται απ’ όλο το εκκλησίασμα, γι’ αυτό άρχισαν σιγά – σιγά να τα εμπιστεύονται σε ειδικά εκπαιδευμένους ψάλτες.
Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού παρουσιάζεται επίσης η αντιφωνία, ο χωρισμός δηλαδή των ψαλτών σε αριστερό και δεξιό χορό, που ο καθένας ψέλνει ύστερα από τον άλλον, το ίδιο μέλος, (επίδραση από το χορό της αρχαίας τραγωδίας). Ο ρυθμός είναι ελεύθερος και εξαρτάται από την προσωδία [δηλ. από το ρυθμό και το μέτρο] του κειμένου. Η σύνδεση μουσικής και λόγου γίνεται με δύο τρόπους: Συλλαβικά [ανά συλλαβή ένας ή το πολύ δύο φθόγγοι της μελωδίας] ή μελισματικά [ανά συλλαβή μιά ομάδα από φθόγγους – ένα «μέλισμα»]. Τα ζωηρότερα στο ρυθμό μέλη είναι συλλαβικά [τα «Ειρμολογικά»], ενώ τα πιο αργά και εκφραστικά είναι μελισματικά [τα «Στιχηραρικά»] κι ακόμα περισσότερο τα «Παπαδικά».
Οι σπουδαιότεροι υμνογράφοι τον 4° και 5° αιώνα είναι: οι τρεις μεγάλοι ιεράρχες, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζινός και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Εφραίμ ο Σύριος, Αθανάσιος ο Μέγας, ο Κύριλος Ιεροσολύμων, κ.ά. Όλοι αυτοί έγραψαν ύμνους και τροπάρια, που ανάλογα με το περιεχόμενό τους ονομάζονταν: μεγαλυνάρια, απολυτίκια, ευλογητάρια, κεκραγάρια, κλπ.
Από τον 6° ως τον 10° αιώνα, η βυζαντινή μουσική γνωρίζει τη μεγαλύτερή της ακμή. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός [527-565], που έγραφε και ο ίδιος λειτουργικά μέλη, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την οργάνωσή της, δίνοντας τίτλους και αξιώματα στους ψάλτες της εκκλησίας. Στον 6° αιώνα έζησε κι ο Ρωμανός ο Μελωδός, που χάρισε στη βυζαντινή μουσική τους ωραιότερους ύμνους και τροπάρια. Σ΄αυτόν αποδίδεται και το κοντάκιο «Η Παρθένος σήμερον», που ακούμε κάθε χρόνο τη νύχτα των Χριστουγέννων.
Η μεγάλη όμως μορφή της βυζαντινής μουσικής είναι ο Ιωάννης ο Δαμασκινός [676-756], διάσιμος θεολόγος, φιλόσοφος και υμνογράφος. Σπουδαιότερο έργο του η οκτώηχος, που είναι η κωδικοποίηση των λειτουργικών μελών όλου του χρόνου και τον απασχόλησε σχεδόν σε όλη του τη ζωή. Έγραψε επίσης και θεωρητικά έργα για το σχηματισμό των ήχων και τις σχέσεις τους με τους αρχαίους ελληνικούς τρόπους.
Άλλοι υμνογράφοι την ίδια εποχή ήταν: ο Κοσμάς ο Μελωδός, ο Θεοφάνης ο Γραπτός, μοναχοί της περίφημης σχολής του Στουδίου της Κωνσταντινούπολης, όπως οι αδερφοί Θεόδωρος και Ιωσήφ Στουδίτης [9ος αι.], ο πατριάρχης Φώτιος, ο Λέων ο Σοφός και η μοναχή Κασσιανή με το ωραίο τροπάριο της Μ. Τρίτης «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή».
Από τον 10° με 11° αιώνα αρχίζει η παρακμή της βυζαντινής μουσικής, η οποία κρατάει ως την πτώση του Βυζαντίου και χαρακτηρίζεται απ΄τη θεωρητική μελέτη και τη συστηματοποίηση των μουσικών γνώσεων του παρελθόντος, καθώς και τη δημιουργία ονομαστών σχολών για την καλύτερη μελέτη κι ερμηνεία του λειτουργικού μέλους. Απ΄τους θεωρητικούς και υμνογράφους ξεχωρίζει ο Ιωάννης Μαΐστωρ Κουκουζέλης [13ος αι.], αλλά και η περίφημη Σχολή του Κουκουζέλη, όπου οι μαθητές της λέγονταν μελουργοί, μαΐστορες ή καλλωπιστές και μάθαιναν περισσότερο να ερμηνεύουν και να καλλωπίζουν τα παλιά λειτουργικά μέλη, παρά να δημιουργούν νέα. Αυτή η θεωρητική και πρακτική μελέτη των περασμένων εποχών γίνεται η κύρια απασχόληση των ειδικών και κατά την Οθωμανική περίοδο, που ονομάζεται συχνά και μεταβυζαντινή.
Η βυζαντινή μουσική σημειογραφία πέρασε από πολλά στάδια μέχρι να κατορθώσει να εκφράσει καθαρά την απόλυτη οξύτητα των φθόγγων, τις χρονικές αξίες, το ρυθμό κ.ά. Μέχρι τον 8° αιώνα η μουσική του Βυζαντινού Μέλους διατηρείται μόνο με την προφορική παράδοση [δηλαδή είναι γραπτά μόνο τα ποιητικά κείμενα, χωρίς να σημειώνονται οι μουσικοί φθόγγοι]. Απ΄τον 8° αιώνα αρχίζει να διαμορφώνεται ένας νέος τύπος μουσικής σημειογραφίας, [που αργότερα ονομάστηκε «βυζαντινή παρασημαντική»], η οποία βασίστηκε στα σημεία στίξης της ελληνικής γλώσσας [οξεία – βαρεία – περισπωμένη]. Η σημειογραφία αυτή προϋποθέτει τη γνώση της μελωδίας και απλά υπενθυμίζει την πορεία της. Με τα χρόνια για να γίνει ακριβέστερη εμπλουτίζεται με όλο και περισσότερο νέα σύμβολα. Τον 13° αιώνα και περισσότερο τον 14° η βυζαντινή παρασημαντική αποτελεί μια πολυσύνθετη, αλλά σχετικά σαφή μουσική σημειογραφία. Τα σύμβολά της, που γράφονται πάνω απ΄το κείμενο ονομάζονται γενικά νεύματα. Σήμερα είναι δυνατή η ανάγνωση των νευμάτων από τον 12° αιώνα κι΄ εδώ.
Την τελική της όμως μορφή στη βυζαντινή μουσική σημειογραφία έδωσαν το 1814 οι τρεις μεγάλοι μουσικοδιδάσκαλοι: Γρηγόριος ο Πρωτοψάλτης, Χουρμούζιος ο Χαρτοφύλαξ και Χρύσανθος ο Προύσης [ή της Μαδύτου]. Σ΄αυτούς οφείλεται η σημερινή απλοποιημένη σημειογραφία, η οποία αποδίδει καθαρά κάθε φωνητική κίνηση με κάθε ρυθμική λεπτομέρεια. Στον μητροπολίτη Χρύσανθο οφείλονται επίσης κι οι ονομασίες των επτά φθόγγων της βυζαντινής μουσικής: πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη.
Οι βυζαντινές κλίμακες πλησιάζουν περισσότερο προς τη φυσική κλίμακα και όχι τη συγκερασμένη μείζονα ή ελάσσονα. Αποτελούν δε ιστορική συνέχεια των αρχαίων ελληνικών Τρόπων.
Κατά την περίοδο λοιπόν, που αρχίζει η παρακμή της βυζαντινής μουσικής [10ος – 11ος αι.], στην υπόλοιπη Ευρώπη ξεκινά η εποχή της πολυφωνίας και αργότερα η εποχή Μπαρόκ [1600-1750], που γεννά την όπερα, το ορατόριο και τη μελωδία με συνοδεία. Και στη συνέχεια η Κλασική Εποχή [1750-1827], όπου δημιουργούνται αριστουργήματα, με μουσικούς όπως ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και τόσοι ακόμα, ενώ εμείς – οι Έλληνες, πρασπαθούμε [μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης] να επιβιώσουμε υπό το καθεστώς της Τουρκοκρατίας. Γι΄αυτό ο γνωστός μας τραγουδιστής της παράδοσης Χρόνης Αηδονίδης, [ο οποίος είναι γνώστης της βυζαντινής μουσικής], σε συνέντευξή του στην διαδυκτιακή έκδοση του »Εκ-Παιδεύω» [Κατηγορία: ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ & ΑΛΛΑ], μας λέει: «Πράγματι, στο σύνολό της η βυζαντινή μουσική, τόσο η εκκλησιαστική, η οποία και επικρατεί, όσο και η πάλαι ποτέ κοσμική, συνθέτουν ένα μουσικό θησαυρό, απομεινάρι και συνεχιστή της αρχαίας μας ελληνικής μουσικής ταυτότητας και δικαίως πρέπει να αποκαλείται ως «κλασική μουσική της Ελλάδας»».
Αν όμως η βυζαντινή μουσική δε μας κληροδότησε, όπως η Δύση, μια πολυφωνική μουσική, μας άφησε ένα μελωδικό θησαυρό ασύγκριτο σε εκφραστική δύναμη και ρυθμική ποικιλία, που μαζί με το δημοτικό τραγούδι θ΄αποτελέσουν, τις δύο πηγές της νεοελληνικής μουσικής.
Μετά την απελευθέρωση η βυζαντινή μουσική δε διδασκόταν συστηματικά σε μουσικές σχολές, αλλά ιδιωτικά από διάφορους πρωτοψάλτες και άλλους γνώστες της μουσικής. Σιγά σιγά όμως άρχισε να ενδιαφέρεται και το επίσημο κράτος για την καλλιέργεια της βυζαντινής μουσικής. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την καλλιέργεια και ανάπτυξη της βυζαντινής μουσικής έγινε το 1904 με την ίδρυση στην Αθήνα της Σχολής της Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής του Ωδείου Αθηνών. Επίσης άλλες Σχολές βυζαντινής μουσικής ιδρύθηκαν στα Ωδεία Εθνικό και Ελληνικό. Σήμερα υπάρχουν αρκετές Σχολές και σε άλλα Ωδεία της πρωτεύουσας, αλλά και σε πολλά επαρχιακά κέντρα υπό την προστασία και ηθική συμπαράσταση των Μητροπολιτών.
Μεγάλη συλλογή Βυζαντινών Ύμνων μπορούμε να βρούμε και στο «You Tube». Ενδεικτικά παραθέτω δύο:
(πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ KARL NEF, ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, ΜΟΥΣΙΚΗ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ ΙΩΑΝΝ. Δ. ΜΑΡΓΑΖΙΩΤΗ – ΑΝΔΡ. Θ. ΒΟΥΤΣΙΝΑ – ΝΙΚ. Π. ΤΣΙΓΚΟΥΛΗ)