Της Λίνας Γιάνναρου
Μία μέρα, λίγο πριν από τις γιορτές, από το Β΄2 του δημοσίου γυμνασίου μιας συνοικίας των βορείων προαστίων της Αθήνας ακούστηκε φασαρία. Φωνές, γέλια και τσιρίδες ξεχύθηκαν με τέτοια ορμή στον διάδρομο, που έκαναν τους μαθητές και τους καθηγητές από τις υπόλοιπες τάξεις να σιωπήσουν προσπαθώντας να αντιληφθούν τι ακριβώς είχε συμβεί. Γρήγορα, όμως, το κύμα ενέργειας από το Β΄2 εξαπλώθηκε σε όλο το σχολείο, παιδιά και δάσκαλοι έσκασαν χαμόγελα που μετατράπηκαν σε δυνατά γέλια, λες και κάποιος είχε ανοίξει μια βαλβίδα απελευθερώνοντας αέρα.
Είχε καιρό να ελαφρύνει έτσι το κλίμα στο σχολείο. Το είχε πει ο ίδιος ο διευθυντής στην τελευταία συνάντηση γονέων και κηδεμόνων: «Προσοχή στο τι λέτε στα παιδιά σας. Είναι η πρώτη φορά στην επαγγελματική μου ζωή που βλέπω τόσο ήσυχες τάξεις, τους μαθητές τόσο σκεπτικούς. Τα παιδιά δεν έχουν κέφια, δεν κάνουν αταξίες. Είναι φανερό ότι έχουν επηρεαστεί από τη γενικότερη οικονομική ανασφάλεια, από τα προβλήματα στα σπίτια τα δικά τους και των φίλων τους. Όμως, τα παιδιά είναι παιδιά. Πρέπει να επιστρέψει η ανεμελιά τους, ειδάλλως οι επιπτώσεις θα είναι ακόμα χειρότερες. Κάθε φορά που γίνεται φασαρία σε μια τάξη, εμείς χαιρόμαστε περισσότερο από τα παιδιά».
«Τα λόγια του διευθυντή μάς προβλημάτισαν όλους», παραδέχεται στην «Κ» η κ. Κλεοπάτρα Λεφάκη, μητέρα δύο κοριτσιών της Α΄ και της Γ΄ Γυμνασίου. «Μπορεί να προσέχουμε πώς φερόμαστε μπροστά στα παιδιά μας, όμως εκείνα αντιλαμβάνονται τα πάντα, ακόμα και τον αδιόρατο φόβο σου. Οι κόρες μου έχουν συμμαθητές που έχουν όχι έναν, αλλά δύο άνεργους γονείς. Τα προβλήματα είναι μεγάλα και υπαρκτά και μας αφορούν όλους».
Στο πλαίσιο της δουλειάς της, η κλινική ψυχολόγος κ. Ελένη Κουλούτζου επισκέπτεται συχνά-πυκνά σχολικές τάξεις. Και η ίδια βεβαιώνει αυτό που εμπειρικά παρατηρούν καθηγητές και γονείς: «Τα παιδιά από το δημοτικό μέχρι και το λύκειο παρουσιάζουν το τελευταίο διάστημα μια διαφορετική ωριμότητα», λέει στην «Κ». «Τα παιδιά συζητούν πιο σοβαρά θέματα, μοιάζουν πιο συνειδητοποιημένα απ’ ό,τι στο παρελθόν». Όπως λέει, ωστόσο, αυτό έχει δύο πλευρές. «Το θετικό είναι ότι τα παιδιά δείχνουν να έχουν αντίληψη της πραγματικότητας, να βρίσκονται “μέσα” στην κατάσταση που ζει η χώρα, οι οικογένειές τους. Από την άλλη, είναι φανερό ότι έχει οξυνθεί το συναίσθημα του φόβου και της ανασφάλειας, με αποτέλεσμα να έχει περιοριστεί ο αυθορμητισμός τους». Θα πρέπει να υπάρξει ισορροπία, αναφέρουν οι ειδικοί, η παιδική ηλικία είναι καθοριστική για την εξέλιξη της ζωής τους.
Τη χρυσή αυτή τομή πρέπει να αναζητήσει κάθε γονιός ξεχωριστά, με τη βοήθεια φυσικά των δασκάλων και των καθηγητών. «Για εμάς, η λύση είναι η συζήτηση, το να μην αφήνουμε σκοτεινά σημεία ή ευκαιρίες ο φόβος να διογκώνεται στο μυαλό των παιδιών», λέει η κ. Λεφάκη. «Συζητάμε πολύ ούτως ώστε αφ’ ενός τα παιδιά να προετοιμάζονται για ένα δυσάρεστο ενδεχόμενο, την απώλεια μέρους του εισοδήματός μας για παράδειγμα, και αφ’ ετέρου να εκδηλώνουν τις απορίες τους με άνεση. Από την πλευρά μας, προσπαθούμε με τον άντρα μου να τους εμφυσήσουμε μια νέα νοοτροπία, να εκτιμούν αυτά που έχουν και να μη διαμαρτύρονται. Να μην είναι καταναλωτικές και να διαμαρτύρονται μπροστά στην αισχροκέρδεια. Φυσικά, έχουν κοπεί και τα πολλά-πολλά από το κυλικείο του σχολείου. Ένα καλό πρωινό μπορεί να τις κρατήσει ως το μεσημέρι που θα φάμε μαζί στο σπίτι».
Σχετικές έρευνες
Το γεγονός ότι η ανεμελιά έχει δώσει τη θέση της στο άγχος για τους Έλληνες μαθητές αποτυπώνεται και στις τελευταίες έρευνες. Πρόσφατη μελέτη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής αποκάλυψε ότι δύο στα τρία κορίτσια και ένα στα δύο αγόρια 15 έως 18 ετών αναφέρουν ότι τους τελευταίους έξι μήνες παρουσίασαν κάποιο ψυχοσωματικό σύμπτωμα με συχνότητα τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα.
Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων, τρεις στους πέντε εφήβους, κυρίως κορίτσια, καταφεύγουν σε φάρμακα. Τα συμπτώματα που αναφέρονται συχνότερα είναι θυμός και γκρίνια (32,3%), νευρικότητα (32%), ακεφιά (22,3%), δυσκολία συγκέντρωσης στο αντικείμενο εργασίας (21,7%), πονοκέφαλος (17,9%), δυσκολία στον ύπνο (13,6%), πόνος στη μέση (9,3%), πόνος στο στομάχι (7,6%) και ζαλάδα (7,6%).
(Αναδημοσίευση από την Καθημερινή)