της Σίας Αναγνωστοπούλου
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, με μια παράδοση 180 –εντός ολίγου– χρόνων, διένυσε μια δύσκολη και επώδυνη κάποτε πορεία εκδημοκρατισμού, την ίδια που, τηρουμένων των αναλογιών, διένυσε η ελληνική κοινωνία αλλά και το ελληνικό κράτος. Καταρχάς, το ελληνικό Πανεπιστήμιο, θεσμικά και επιστημονικά, αποτέλεσε τον απαραίτητο συνοδοιπόρο του ελληνικού κράτους στην πορεία του προς αναζήτηση ταυτότητας, κυρίως εθνικής αλλά και κοινωνικής.
Το ελληνικό κράτος, από ιδρύσεώς του, επένδυσε στο Πανεπιστήμιο, γιατί είχε εν πρώτοις ανάγκη για εθνική συνοχή, συγχρόνως είχε ανάγκη για κρατικές ελίτ, αλλά και για μια αστική τάξη μορφωμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων, αφοσιωμένων στις δικές του επιλογές. Η αυστηρή πανεπιστημιακή ιεραρχία (έδρα, περιορισμένος αριθμός φοιτητών κλπ.) αντανακλούσαν την αντίληψη του ίδιου του κράτους περί δημοκρατίας, την αντίληψη περί μιας ταξικά ιεραρχημένης κοινωνίας. Μια αντίληψη που οδηγούσε, σε δύσκολες εποχές, σε σφιχτό μέχρι πνιγμού εναγκαλισμό του κράτους με το Πανεπιστήμιο, έναν εναγκαλισμό που σκοπό είχε τη διασφάλιση της εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής καθαρότητας του Πανεπιστημίου από επικίνδυνους πολιτικά, καθηγητές αλλά και φοιτητές. Βεβαίως το ελληνικό Πανεπιστήμιο, όπως κάθε Πανεπιστήμιο τέκνο του Διαφωτισμού, διέγραφε τη δική του υπόγεια πορεία, αφού ως παραγωγός σκέψης αλλά και ως δημόσιο αγαθό δημιουργούσε ανατροπές: η ενασχόληση με την έρευνα, έστω και περιορισμένα, καθώς και η πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο φοιτητών από διαφορετικές τάξεις δημιουργούσαν μη προβλέψιμες ρωγμές, τέτοιες που το καθιστούσαν δυνητικά πρωτοπόρο στην κοινωνία. Ως δημόσιο αγαθό μάλιστα, συνιστούσε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και κοινωνικών συγκρούσεων, πεδίο εν ολίγοις διεκδίκησης της δημοκρατίας.
Η μακρά πορεία προς τον εκδημοκρατισμό και ο νόμος-πλαίσιο
Αυτές οι ρωγμές, σημαντικές σε διάφορες φάσεις της ελληνικής ιστορίας, εκδηλώθηκαν δυναμικά το 1973 με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν το Πανεπιστήμιο έγινε το συμβολικό και ουσιαστικό έμβλημα του γενικού αιτήματος για εκδημοκρατισμό. Έτσι, στον νόμο-πλαίσιο του 1982 εκφράστηκε, σε ένα νέο πλαίσιο, η επώδυνη και μακρά πορεία της κοινωνίας προς τον εκδημοκρατισμό, ενώ συγχρόνως συναντήθηκαν οι ανάγκες τριών πρωταγωνιστών: α) οι ανάγκες του Πανεπιστημίου για τη θεσμική διασφάλιση της δημοκρατικής λειτουργίας του, η οποία αφορούσε τόσο την εξουδετέρωση του αυταρχισμού, μέσω της κατάργησης της έδρας, όσο και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, μέσω της θέσπισης του ασύλου, αλλά και μέσω της θεσμοθέτησης νέων επιστημονικών Τμημάτων και πεδίων έρευνας, β) οι ανάγκες της κοινωνίας, όπως εκφράστηκαν από τα πολιτικά κόμματα, για τη διασφάλιση του δημοκρατικού Πανεπιστημίου, μέσα από την εξάλειψη του κινδύνου ιδιοποίησης και εκμετάλλευσης του δημόσιου αγαθού προς όφελος μιας κυβέρνησης ή καθεστώτος ή προς όφελος μιας τάξης, γ) οι ανάγκες του δημοκρατικού κράτους για την εμπέδωση της εθνικής και κοινωνικής συμφιλίωσης, πολύ περισσότερο που η αναπαραγωγή της εξουσίας του δεν εξαρτιόταν πλέον από μια περιορισμένη αστική τάξη αλλά από μια ευρεία μεσοαστική τάξη.
Η σύγκλιση των αναγκών, αλλά και των αγώνων, των τριών αυτών πρωταγωνιστών αποτυπώθηκε θεσμικά στην εσωτερική δομή του Πανεπιστημίου (κατάργηση της έδρας), αποτυπώθηκε ωστόσο και στην πνευματική ζωή του Πανεπιστημίου: δημιουργία Τμημάτων, άμεση σύνδεση της διδασκαλίας με την έρευνα κλπ. Το Πανεπιστήμιο μαζικοποιήθηκε και η νέα ακαδημαϊκή δομή (Τμήματα) επέτρεψε κυρίως σε μια νέα φουρνιά επιστημόνων να διευρύνουν τον κατεξοχήν ρόλο του Πανεπιστημίου: τον ρόλο του κέντρου έρευνας, σκέψης και γνώσης. Μια πρόχειρη ματιά στην ελληνική και τη διεθνή βιβλιογραφία αποδεικνύει του λόγου το ασφαλές: στη μακρά του πορεία, το ελληνικό Πανεπιστήμιο κατόρθωσε όχι μόνο να μεταδίδει τη διεθνή σκέψη στα καθ’ ημάς αλλά να παράγει σκέψη με αφετηρία τις ελληνικές πραγματικότητες και να την εντάσσει προς συζήτηση στη διεθνή βιβλιογραφία.
Οι αντιφάσεις: δημόσιο, πελατειακό και κομματικό αγαθό
Βεβαίως, αυτή η παράδοση του δημοκρατικού, δημόσιου αγαθού είχε αντιφάσεις, τις ίδιες αντιφάσεις που έχει κάθε δημόσιο αγαθό στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο εύκολα ταυτίζεται με το πελατειακό και το κομματικό αγαθό. Η κατά καιρούς ταύτιση του εκδημοκρατισμού με τον πιο χυδαίο κομματισμό διαμόρφωνε εκφυλιστικές καταστάσεις σε όλα τα επίπεδα, που υπονόμευαν την έννοια του δημοκρατικού Πανεπιστημίου. Το Πανεπιστήμιο εντασσόταν, κατά τη βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης, στο πλέγμα των πελατειακών σχέσεων που επεδίωκε να συνάψει (με τοπικούς άρχοντες και τοπικές κοινωνίες), ένα πλέγμα στο οποίο εμπλέκονταν πανεπιστημιακοί και φοιτητικές παρατάξεις. Αυτή η λογική της οικειοποίησης του δημόσιου αγαθού για πελατειακές σχέσεις κατάτρωγε τα σωθικά του Πανεπιστημίου και ενίσχυε μια άλλη, παράλληλη παράδοση που, και αυτή, δεν ήταν νέα ούτε αποκλειστικά πανεπιστημιακή: ο εναγκαλισμός του Πανεπιστημίου από το κράτος επέτρεπε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πελατειακή εκμετάλλευση του Πανεπιστημίου με το λιγότερο δυνατό κόστος και οδηγούσε στην κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος (νέα ΤΕΙ ή Πανεπιστήμια στη μέση του πουθενά) και στην υποχρηματοδότηση του Πανεπιστημίου γενικότερα. Συγχρόνως, σε κάποια ιδρύματα αναπτύσσονταν, από κάποιους πανεπιστημιακούς, μορφές ιδιωτικοποίησης υπό τις ευλογίες ή την ανοχή του κράτους. Το τελευταίο, προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των χαμηλών μισθών των πανεπιστημιακών (η σύγκριση με τους μισθούς πανεπιστημιακών της Ευρώπης καταρρίπτει εύκολα τον μύθο των «καλοπληρωμένων, τεμπέληδων» πανεπιστημιακών), έκλεινε τα μάτια στις έμμεσες μορφές ιδιωτικοποίησης που κάποιοι «αετονύχηδες» εντός Πανεπιστημίου πετύχαιναν, όπως άλλωστε και στα νοσοκομεία. Ωστόσο, το κράτος, αντί να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα εξάλειφαν τα φαινόμενα διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων κλπ., άρχισε να καταφέρεται συλλήβδην κατά του Πανεπιστημίου, να επιζητεί τον στιγματισμό της πανεπιστημιακής κοινότητας, και μάλιστα του σημαντικότερου αριθμητικά και του εντιμότερου τμήματος αυτής της κοινότητας. Το Πανεπιστήμιο υποδεικνυόταν σταδιακά, μαζί με το άλλο μεγάλο δημόσιο αγαθό –την υγεία– ως μέρος της ελληνικής κρίσης.
Η εξουδετέρωση της έννοιας του δημοκρατικού δημόσιου αγαθού
Με την αμέριστη συμπαράσταση των ΜΜΕ, το κράτος ανέδειξε με κάθε τρόπο τις στρεβλώσεις του Πανεπιστημίου και αποφάσισε, στο όνομα των εκφυλιστικών τάσεων, να ξεχαρβαλώσει τη μακρά παράδοσή του, δηλαδή να εξουδετερώσει την έννοια του δημοκρατικού, δημόσιου αγαθού: το πνεύμα που διέπει το «προσχέδιο νόμου Διαμαντοπούλου» συνιστά μια βίαιη ρήξη με την παράδοση του ελληνικού Πανεπιστημίου, ως δημοκρατικού, μαζικού, δημόσιου αγαθού, παραγωγού σκέψης και γνώσης. Το προσχέδιο προτείνει ένα άλλο Πανεπιστήμιο που φαίνεται σαν να προκύπτει από παρθενογένεση. Ασφαλώς χρειάζονται μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στο νόμο-πλαίσιο, αλλαγές που αφορούν τη διοικητική δομή του Πανεπιστημίου, τη σταθμισμένη ψήφο των φοιτητών στα όργανα, το «άνοιγμα» του στην κοινωνία και την αγορά, όπως και τη «διεθνοποίησή» του — με την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα έπληττε την ουσία του δημοκρατικού, δημόσιου Πανεπιστημίου. Υπάρχουν πράγματι πανεπιστήμια (Κύπρου) στα οποία προβλέπεται θεσμική σύνδεση του Πανεπιστημίου με την κοινωνία και την αγορά, μέσω της δημιουργίας ενός Συμβουλίου «προσωπικοτήτων», το οποίο ωστόσο λειτουργεί παράλληλα με τη Σύγκλητο, η οποία, αυτή και μόνο αυτή, έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα για τα ακαδημαϊκά θέματα. Το Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχει ο πρύτανης και πανεπιστημιακοί, και το οποίο απαρτίζεται από «προσωπικότητες της κοινωνίας», ελέγχει τη νομιμότητα των αποφάσεων της Συγκλήτου, ελέγχει επίσης την κατανομή του προϋπολογισμού του Πανεπιστημίου, καθώς και τη διαφάνεια των οικονομικών συναλλαγών του Πανεπιστημίου. Τα Τμήματα με τις Συνελεύσεις τους (Συμβούλια Τμημάτων λέγονται) λειτουργούν κανονικά, όπως και όλα τα πανεπιστημιακά όργανα, όπως περίπου τα ξέρουμε στο ελληνικό Πανεπιστήμιο. Γιατί το Υπουργείο δεν έλαβε υπόψη του το κυπριακό μοντέλο, που θα του επέτρεπε να εκσυγχρονίσει και να εξυγιάνει την παράδοση του δημοκρατικού Πανεπιστημίου, εντάσσοντάς τη σε μια νέα αντίληψη σύνδεσης του Πανεπιστημίου με την κοινωνία και με την αγορά, υπό την αιγίδα του όμως; Από την άλλη, στο νομοσχέδιο προβλέπεται «διεθνοποίηση» του Πανεπιστημίου. Κι εδώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στοιχεία του κυπριακού μοντέλου (συμμετοχή στις εισηγητικές επιτροπές για εκλογές πανεπιστημιακών ή για υποστηρίξεις διδακτορικών διατριβών), στο οποίο ωστόσο η εκλογή γίνεται από τα εκλεκτορικά που συγκροτούνται στο πλαίσιο του Τμήματος και της Σχολής.
Ένα κράτος που δεν θέλει πια να είναι κράτος
Αυτά τα δύο απλά παραδείγματα μας υποδεικνύουν ότι η βίαιη κατάργηση των κατεξοχήν δημοκρατικών αλλά και ακαδημαϊκών δομών του Πανεπιστημίου (Σύγκλητος, Τμήματα) συνιστά βίαιη ρήξη όχι μόνο με την παράδοση του Πανεπιστημίου, αλλά και με την παράδοση του ίδιου του ελληνικού κράτους, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από συνεχείς διεκδικήσεις της κοινωνίας. Το θέμα δεν είναι αν το προσχέδιο νόμου εμπνέεται από νεοφιλελευθερισμό ή από ολιγαρχισμό· το θέμα είναι ότι το ελληνικό κράτος φαίνεται να μη θέλει πια να είναι «κράτος», έτσι όπως αυτό διαμορφώθηκε από το 19ο αιώνα και μετά. Δεν θέλει να έχει την ευθύνη της ιδεολογίας του, την ευθύνη της ταυτότητάς του, την ευθύνη της κοινωνικής και εθνικής συνοχής. Το ελληνικό κράτος αποποιείται το ίδιο την παράδοσή του. Θέλει να είναι ένα κράτος αποϊδεολογικοποιημένο («θέλουμε συναίνεση», «είμαστε αντιεξουσιαστές», ο πρωθυπουργός), παραδομένο στην ιδεολογία που οι διεθνείς αγορές υπαγορεύουν. Το «νομοσχέδιο» για τα Πανεπιστήμια θεωρώ ότι εντάσσεται σε αυτή τη λογική. Αν το ελληνικό (και όχι μόνο) Πανεπιστήμιο, η εκπαίδευση γενικότερα, αποτέλεσε πάντα τη μεγάλη επένδυση του κράτους –αυταρχικού και δημοκρατικού– ήταν γιατί το τελευταίο είχε ανάγκη για αναπαραγωγή της ιδεολογίας του, της εξουσίας του και της συνοχής της κοινωνίας. Το ελληνικό κράτος ελάχιστα ενδιαφέρθηκε για την έρευνα και για την παραγωγή σκέψης στο Πανεπιστήμιο (μια σύγκριση των κονδυλίων για έρευνα ανάμεσα στο ελληνικό και το κυπριακό Πανεπιστήμιο την τελευταία εικοσαετία το αποδεικνύει), ενδιαφερόταν όμως για τα προηγούμενα. Από τη στιγμή που πλέον δεν έχει ανάγκη από αυτά, δεν έχει ανάγκη το δημοκρατικό, το δημόσιο αγαθό, το ελληνικό Πανεπιστήμιο. Κι αν το δημοκρατικό Πανεπιστήμιο άφηνε τα περιθώρια για παραγωγή σκέψης και για έρευνα μέσω των Τμημάτων, με το νέο Πανεπιστήμιο στενεύουν ασφυκτικά¬. Κι εδώ το ελληνικό κράτος είναι συνεπέστατο με την παλιά παράδοσή του: πάντοτε θεωρούσε απειλή τη διαμόρφωση σκεπτόμενων πολιτών έξω από τον έλεγχό του, καθώς και τη συγκρότηση μηχανισμών αλληλεγγύης που αναπτύσσονται στο πλαίσιο κάθε δημόσιου αγαθού, όσο διεφθαρμένο κι αν είναι.
Σε μια εποχή ανατροπών, όπως αυτές που ζει η ελληνική κοινωνία τον τελευταίο καιρό, το προσχέδιο νόμου δεν προβλέπει μεταρρυθμίσεις. Εισηγείται ρήξεις, και μάλιστα τέτοιες που ξεπερνούν το Πανεπιστήμιο — άλλωστε το ζούμε σχεδόν καθημερινά σε αυτή τη χώρα. Σε μια εποχή που το κράτος θεωρεί τα δημόσια αγαθά «βαρίδια», η αντίσταση στην καταρράκωση του δημόσιου, δημοκρατικού Πανεπιστήμιου αποτελεί, θεωρώ, καθήκον του κάθε έντιμου πολίτη.
Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι καθηγήτρια του Πάντειου Πανεπιστημίου
(πηγή: fititis.gr)