Αρθρογράφος: Χαράλαμπος Μπαλτάς
Η προβληματική μας αφορά τη δυνατότητα να μιλήσουμε μια ακόμη φορά για πολιτικές έννοιες, όπως είναι η κριτική παιδαγωγική, η δημόσια εκπαίδευση, τα δικαιώματα του παιδιού, η αποσχολειοποίηση [deschooling], η παιδική ηλικία, το παιχνίδι, η πολιτειότητα, [citizenship], η αρχιτεκτονική και το σχολείο της κοινότητας [Community School]. Ο ιστορικός χρόνος της περιόδου της ελληνικής κρίσης (2010-) είναι το πλαίσιο αυτής της προβληματικής, μαζί με τις αναλογίες του με την περίοδο του ελληνικού μεσοπολέμου. Στις ιστορικές αναλογίες του τότε με το τώρα είναι κοινή η αίσθηση της ιστορικότητας που έχουμε, αυτό το χάσμα της εμπειρίας με την προσδοκία.[1] Όπως και ο ανταγωνισμός κομουνισμού και φασισμού που δίνει τροφή για έναν ακόμη μεγαλύτερο προβληματισμό για το τι θεωρείται με νέα ανάγνωση συντηρητικό και τι προοδευτικό στη δημόσια εκπαίδευση.
Σήμερα η παιδική ηλικία βάλλεται, αλλά μια σειρά από πολιτικές οι οποίες εμπνέονται από την παιδαγωγική της αντίστασης[2] λαμβάνουν χώρα στα σχολεία μας. Αυτές αφορούν την διατροφή, τα συναισθήματα, την κοινωνική οικονομία, την προληπτική ιατρική, την πρόληψη κατά της χρήσης ουσιών, την προώθηση των δικαιωμάτων της ελευθερίας και του χώρου για τα παιδιά, την έξοδο του σχολείου στην κοινότητα, τη δημιουργία βιβλιοθηκών, την απόπειρα για τη δημιουργία συνεταιρισμών, το σχολικό κήπο και τις πρωτοβουλίες για τον πολιτισμό μέσα κι έξω από το σχολείο. Το δημόσιο σχολείο τελικά χρειάζεται υποστηρικτικούς θεσμούς Στο μεσοπόλεμο αυτές οι παιδαγωγικές πρωτοβουλίες πήραν το όνομα της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» κι αυτός που πρωτοστατεί είναι μια ακόμη φορά ο δάσκαλος Δημήτρης Γληνός. Μεταξύ των στόχων είναι η δημιουργία παιδικών κατασκηνώσεων για τα παιδιά των εργατών και αιτήματα για την αντιμετώπιση των ασθενειών που τα αποδεκάτιζαν.[3] Το υπαίθριο σχολείο, το οποίο πάλι ο Δημήτρης Γληνός το είχε εισηγηθεί το 1916 με την δημιουργία του πρώτου υπαίθρου σχολείου στο κτήμα Νομικού στα Πατήσια, ο σχολικός κήπος, οι κατασκηνώσεις, τα γεωργικά και τα μοντέρνα σχολεία, είναι η εκπαιδευτική πολιτική των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού που ενσωμάτωσε τα εργατικά αιτήματα. Οι διαφορετικοί τύποι σχολείων συνηγορούσαν στην απάντηση των προβλημάτων των παιδιών. Η νεολαία και τα παιδιά είναι μια προτεραιότητα σε μια χώρα που έβγαινε από τον πόλεμο. Υπαίθρια είναι επίσης μετά και τα σχολεία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Ελεύθερης Ελλάδας, λόγω της επίταξης ή της καταστροφής των υπαρχόντων σχολείων.[4] Όμως όλα αυτά τα πειράματα αναστέλλονται μέσα από μια πολιτική διαδικασία που ξεκινά με το «Παιδομάζωμα» και συνεχίστηκε με τον αντικομουνισμό της «Αγωγής του Πολίτη», την έξοδο της πολιτικής από το σχολείο και την αυταρχική επιβολή της έδρας του δασκάλου. Θα χρειαστεί αρκετός καιρός να φτάσουμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης για να μιλήσουμε εκ νέου για ένα κίνημα αντιαυταρχικής παιδαγωγικής που θα βάλει στόχο του την παιδική ηλικία.
Ας επιστρέψουμε στο μεσοπόλεμο στο κέντρο της Αθήνας. Τα πλανόδια παιδιά, αυτά που έβρισκαν στέγη για παράδειγμα στη σχολή του «Παρνασσού», είναι αυτά που στερούνται την παιδική τους ηλικία στο όνομα της παιδικής εργασίας και της πρόωρης ενηλικίωσής τους. Τα παιδιά αυτά τύχαιναν εκμετάλλευσης από τους μαστόρους, στοιβάζονταν σ’ ένα δωμάτιο και αναπαρήγαγαν τα πλανόδια επαγγέλματα, όπως αυτά του λούστρου ή του εφημεριδοπώλη. Ο ρόλος του «Παρνασσού» στη Πλατεία Κάνιγγος ήταν να προσφέρει ένα κατάλυμα, εσπερινά μαθήματα και προστασία. Τα παιδιά μεταναστεύουν από πόλεις και χωριά της Ελλάδας και φτάνουν στην Αθήνα. Στα χρόνια που ακολουθούν τα παιδιά είναι αυτά που δεν πληρώνουν εισιτήριο στα τραμ και κρέμονται από πίσω τους για να μετακινηθούν.[5] Είναι αυτά που αποζητούν το γάλα ως ιατρική οδηγία για τους πνεύμονές τους.[6] Οι παιδαγωγικοί πειραματισμοί όμως του ελληνικού μεσοπολέμου δημιουργούν ένα πλαίσιο κίνησης, ελευθερίας και σχολικής ζωής. Τα παιδιά κάνουν αισθητή την δημόσια παρουσία τους μέσα από τις συλλογικές δράσεις που αναπτύσσουν, την παιδική εργασία, τα θεάματα, το συνδυασμό σχολείου και δουλειάς, αλλά και μέσα από την συνεύρεσή τους με τα παραδοσιακά πλανόδια επαγγέλματα.[7] Η γενιά του ’30 μπορεί να διαβαστεί έτσι και με διαφορετικό τρόπο μέσα από την ματιά των παιδιών, σε βαθμό που να ίδια διαψεύδουν την εικόνα που δημιούργησε η γενιά για τον εαυτό της.[8] Τα παιδιά του κέντρου είναι αυτά που μεγαλώνουν στην Πλατεία Βικτωρίας, στην πλατεία Αμερικής και στην πλατεία Άγιου Γεωργίου στην Κυψέλη, είναι αυτά που μεγαλώνουν στα Εξάρχεια ή είναι αυτά που πηγαίνουν στη σχολή της Μίνας Αηδονοπούλου και παίζουν στο Πεδίο του Άρεως. Ή, είναι αυτά που πάνε να καταθέσουν ένα στεφάνι για τους ήρωες της επανάστασης στο Πεδίο του Άρεως, όπως κάνει ο Ναπολέων Λαπαθιώτης μαθητής ακόμα στις αρχές του 20ου αιώνα.[9] Μπορούμε λοιπόν να γενεαλογήσουμε το παρελθόν μέσα από μια μεγάλη γκάμα αφηγήσεων για την παιδική ηλικία, από τα παιδικά χρόνια του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη μέχρι αυτά της Άλκης Ζέη, των παιδιών του «Παρνασσού», των παιδιών των γειτονικών σχολείων στο Πεδίο του Άρεως, των παιδιών που αγαπούν την τέχνη του Καραγκιόζη, είναι εφημεριδοπώλες ή περνούν τον χρόνο τους στους κινηματογράφους.[10]
Το Πεδίο του Άρεως είναι μέρος της ζωής τους και αποτελεί τον χώρο της συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας. Με αφορμή τα εκατό χρόνια από την εθνική επανάσταση, το 1934, πιο καθυστερημένα λόγω της μικρασιατικής καταστροφής, ο Νικόλαος Μητσάκης κατασκευάζει την Λεωφόρο των Ηρώων, κάνοντας ακόμα πιο επίσημη την συνεισφορά του πάρκου στην συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Είχαν προηγηθεί το αστικό παρελθόν του πάρκου στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα, οι στάβλοι των αλόγων του βασιλιά, η παρουσία της μπάντας που έπαιζε εμβατήρια και ο περίπατος των γυναικών της αστικής κοινωνίας όλο τον προηγούμενο αιώνα. Σ’ αυτό τον χώρο, λίγα χρόνια πιο πριν, έλαβαν χώρα τα αποκαλούμενα «σκιαδικά», η αντιπαράθεση των μαθητών με τους υπαλλήλους των εμπορικών καταστημάτων και την αστυνομία. Η εξέλιξη των γεγονότων ήταν κωμικοτραγική. Με λίγα λόγια ο εσωτερικός κανονισμός των γυμνασίων που είχε ψηφιστεί το 1857 πρόβλεπε να μην φορούν κάτι στο κεφάλι τους οι μαθητές. Όπως πολλοί εκ των μαθητών το 1859 φόρεσαν ευτελή καπέλα από τη Σίφνο, τα σκιάδια, και κάνοντας τον περίπατό τους στο Πολύγωνο, ήρθαν σε αντιπαράθεση με την αστυνομία [11] «Μουσική», «περίπατος» ή «πολύγωνο» είναι τα πρώτα ονόματα του Πεδίου του Άρεως. Το Πεδίο του Άρεως γίνεται ένας τόπος διάλογου του πολέμου και της ειρήνης, μετά ιδιαιτέρως και από την μεταφορά της στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, ο οποίος παραδίνεται στο αθηναϊκό κοινό. Το Πεδίο του Άρεως είναι ένας χώρος όπου παίζεται μουσική, έχουμε βόλτες των ανθρώπων της αστικής κοινωνίας, αλλά και έχουμε και ασκήσεις σκοποβολής, όπως για παράδειγμα των μαθητών της Βαρβακείου Σχολής. Το 1924 σ’ αυτό το χώρο εκφωνείται από τον στρατηγό Οθωναίο ο λόγος για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και την έξωση του βασιλικού θρόνου.[12] Το 1924 είναι επίσης η χρονιά της πρώτης χάρτας των δικαιωμάτων του παιδιού κι έχουμε πρωτοβουλίες αρκετές για την προστασία των παιδιών. Με την παρουσία των προσφύγων στο Πολύγωνο δίνεται η δυνατότητα στο πάρκο να αποκτήσει λαϊκά χαρακτηριστικά. Το δεύτερο υπαίθριο σχολείο γίνεται στο Πεδίο του Άρεως το 1930.[13] Ο φωτογράφος στην είσοδο περιμένει τους περαστικούς και τα παιδιά για μια φωτογράφηση. Αλλά και τα γειτονικά σχολεία είναι αυτά που βρίσκουν την ευκαιρία να αξιοποιήσουν τον χώρο, τόσο για λόγους εθνικιστικούς όσο και για λόγους περιπάτου ή γυμναστικής.[14] Ωστόσο τα παιδιά που είναι στα σχολεία είναι λίγα, καθώς η παιδική εργασία είναι μεγάλη και ο λαός δεν δίνει αξία στο σχολείο, αλλά στη δουλειά.[15] Όπως επίσης, η μεταρρύθμιση του 1929 δίνοντας έμφαση στην πρακτική, συνέτεινε δια της πολιτικής του Υπουργού Παιδείας Γεωργίου Παπανδρέου, σε ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση της μακρόχρονης εκπαίδευσης.[16]
Όμως η εκπαίδευση, είτε μέσω του Σχολείου Εργασίας είτε μέσω άλλων παιδαγωγικών πειραματισμών, όπως είναι τα ιδιωτικά σχολεία, τα υπαίθρια, τα γεωργικά ή τα μοντέρνα σχολεία κι αυτά που εισάγουν τις τεχνικές του Celestin Freinet, γνωρίζει νέες κατευθύνσεις Ένα από τα σχολεία κοντά στο Πεδίο του Άρεως είναι αυτό του Κάρολου Μπερζάν. Στη γωνία Μαυροματαίων και Λεωφόρου Αλεξάνδρας έχουμε από το 1936 την ιδιωτική «Σχολή Μπερζάν», ή με τον επίσημο τίτλο του το «Πρότυπον Λύκειον Αθηνών», την διεύθυνση του οποίου είχαν ο Κάρολος και η Φλώρα Μπερζάν. Η διεύθυνση είχε αποφασίσει να μεταφέρει στην Ελλάδα τις αρχές της προοδευτικής Νέας Αγωγής, σύμφωνα με το πρότυπο του Ινστιτούτου της Γενεύης J. J. Rousseau και του ιδρυτή του E. Claparede, κυρίως στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένων. Κύρια επίσης γνωρίσματα αυτού του σχολείου αποτελούν η μεικτή φοίτηση, η έκδοση μαθητικών περιοδικών, το εβδομαδιαίο δελτίο για την συνεργασία με τους γονείς, η σχολή γονέων, ο εσωτερικός κανονισμός, η αυστηρότητα, η παιδιατρική, η έμφαση στην υγιεινή, όπως επίσης και στην εξατομικευμένη διδασκαλία. Η παιδαγωγική του Claparede είναι ταιριαστή με το πνεύμα της εποχής και την ιατρική βοήθεια στο παιδί. Ο παιδαγωγικός πειραματισμός λαμβάνει χώρα μέσα κι έξω από το σχολείο.[17] Γράφει πιο συγκεκριμένα ο Αλέξης Δημαράς για το Πεδίο του Άρεως και τη Σχολή «Μπερζάν» στα χρόνια που ακολούθησαν στην κατοχή: «Όλα αυτά τα χρόνια, κοντά στις τόσες αιτίες δυστυχία και ανωμαλίας, προστέθηκαν για το Σχολείο και οι συνέπειες των αλλεπάλληλων επιτάξεων του κτηρίου της οδού Μαυρομματαίων – επτά είχε συγκρατήσει στη μνήμη του ο κυρ – Γιώργης (Σταυρίδης), ο επιστάτης. Κατά τη διάρκειά τους, μαρτυρείται ότι για να γίνονται μαθήματα χρησιμοποιούνταν κάθε είδους διαθέσιμοι χώροι, όπως η σοφίτα του οικοτροφείου που λειτουργούσε τότε σε ένα σπίτι της οδού Αντωνιάδου κοντά στο σχολείο, δωμάτια και καταφύγια σε γειτονικά σπίτια μαθητών. Τις ζεστές μέρες (τα αναστατωμένα διδακτικά έτη συχνά περιλάμβαναν και τους θερινούς μήνες) οι «τάξεις» μεταφέρονταν στο Πεδίο του Άρεως, το «Πάρκο» κατά την κοινή ονομασία. Η διαδικασία είχε θεσμοθετηθεί την πρώτη κατοχική παιδαγωγική συνεδρίαση, όπου είχε αποφασιστεί για τα μαθήματα ‘να γίνεται χρήσης [και]του υπαίθρου με σκαμνάκια’».[18] Η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά κι ο Εμφύλιος, όπου στο χώρο βρίσκουν καταφύγιο οι πληγέντες των συρράξεων, κλείνουν αυτή την ταραγμένη δεκαετία. Ο αθλητισμός, τα φυτέματα των λουλουδιών με την άνοιξη, η έκθεση του βιβλίου και οι αγώνες των κατοίκων, ιδιαίτερα μετά το 2003 για την βελτίωσή του, καθώς και ο σκεπτικισμός για τη ανάπλαση του πεδίου λίγο πριν το 2010 και η πρόσφατη εκτεταμένη χρήση ουσιών, είναι η κύρια σήμανση του χώρου στα χρόνια που ακολουθούν.
Γύρω και μέσα στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα λοιπόν έχουμε μια διάχυτη κοινωνική και πολιτισμική εμπειρία, η οποία είναι εναργή ακόμη και σήμερα κι αφορά την παρουσία των παιδιών στο δημόσιο χώρο, παίζοντας, κάνοντας ποδήλατο, αθλητισμό, περιπάτους ή σχολικές εκδρομές. Αρκετά σχολεία έδωσαν το παράδειγμα της αποσχολειοποίησης [deschooling]. Όμως το «βρώμικο» και το «καθαρό»[19] είναι το λεξιλόγιο που χαρακτηρίζει την ανάγνωση του χώρου, τη χρήση ουσιών, την παιδική πορνεία και τη συνεύρεση ντόπιων και μεταναστών. Το αίτημα για λίγο ήλιο, για λίγη υγεία, για μια παιδική χαρά, για μια αναπλήρωση της απουσίας της αυλής στα σχολεία και για μια συνάντηση των ανθρώπων, καθώς τα σπίτια τους είναι μικρά, είναι ορατό. Έτσι, το ζήτημα που τίθεται είναι αν μπορούμε τελικά να μιλήσουμε ξανά για ένα θερινό υπαίθριο σχολείο [SummerSchool] στο Πεδίο του Άρεως. Τα ερωτήματα είναι πολλά. Μπορούμε να μεταφέρουμε τη Λοξή Τάξη (2015) του Ζάφου Ξαγοράρη από το Μουσείο Μπενάκη στο Πεδίο του Άρεως και να ξεκινήσουμε μια συνομιλία του έργου τέχνης με το κοινό για την πρόσληψη του άλσους; Μπορούμε να φανταστούμε τα θρανία στο χώρο απλωμένα σαν μπουγάδα; Μπορεί η Λοξή Τάξη (2015) να είναι ο νέος τρόπος διδασκαλίας; [20] Μπορούν όλες οι οργανώσεις για το παιδί που είναι πλησίον του Πεδίου του Άρεως, από τον Συνήγορο του Παιδιού και τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά μέχρι το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, το Πανελλήνιο Δίκτυο για το Θέατρο στην Εκπαίδευση και την Ποδηλατική Κοινότητα, να δουν τον χώρο ως αυλή τους; Μπορούμε το Greenpark να το φανταστούμε ως ένα σύγχρονο Σπήλαιο του Πλάτωνα για εκπαιδευτική χρήση; Μπορούμε να φανταστούμε το Πεδίο του Άρεως ως Πάρκο Κυκλοφοριακής Αγωγής με πολλά ποδήλατα; Μπορούμε να φανταστούμε την συνεργασία των γεωπόνων του άλσους με το σχολείο – οι οποίοι πρωτοστατούν στις δημοσιεύεις για το κόκκινο σκαθάρι που προσβάλλει τους φοίνικες – ως πρότυπο περιβαλλοντικής εκπαίδευσης; Μπορούμε να φανταστούμε ένα διαρκές project για τα πουλιά με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία; Μπορούμε να φανταστούμε τα παιδιά να παίζουν παιχνίδια αυλής που στερούνται σε άλλους χώρους να παίξουν; Μπορούμε να φανταστούμε τη σύμπραξη των δυο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης[21] για το πάρκο ως δυνατότητα να ξεπεραστούν οι ανταποδώσεις ευθυνών για τη λειτουργία του; Μπορούμε να φανταστούμε αυτό το υπαίθριο σχολείο να είναι επισκέψιμο όλο το χρόνο από άλλα σχολεία; Μπορούμε να φανταστούμε μια νέα συνομιλία των σχέσεων αρχιτεκτονικής και παιδαγωγικής στην πόλη με γνώμονα την διαπλάτυνση των οδών για πρόσβαση στο Πεδίο και με τον συμμετοχικό σχεδιασμό των παιδιών και τη συμβολή του Πολυτεχνείου; Μπορούμε να φανταστούμε μια διαρκή συνομιλία του πολέμου με την ειρήνη σ’ αυτό το χώρο ως ένα εκπαιδευτικό project; Μπορούμε να φανταστούμε σ’ αυτό το χώρο τις μουσικές εποχές, από τα εμβατήρια και το θέατρο Οικονομίδη με τις επιθεωρήσεις μέχρι το Νέο Κύμα της δεκαετίας του ’60; Μπορούμε να συνδυάσουμε εκ νέου την υγεία, με τον πολιτισμό και την πολιτειότητα για να έχουμε το παιδί – πολίτη; Μπορούμε!;
—
Ο Χαράλαμπος Μπαλτάς είναι δάσκαλος στο 35ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, υποψήφιος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και επιμελείται το σχολικό έντυπο «Οι φιλίες των παιδιών» (2008 – 2014). Είναι μέλος της Παιδαγωγικής Ομάδας «Το Σκασιαρχείο».Την περίοδο 2010/2012 ήταν Υπεύθυνος Αγωγής Υγείας στην Α΄ Διεύθυνση Π. Ε. Αθηνών. babisbaltas@gmail.com
—
[1] Αυτή είναι η προβληματική για το πώς καταλαβαίνουμε την ιστορία του R. Koselleck. Δες Francois Hartog, Καθεστώτα ιστορικότητας, Παροντισμός και εμπειρίες του χρόνου, μετάφραση Δημήτρης Κουσουρής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σελ. 34.
[2] Για την παιδαγωγική της αντίστασης δες Peter McLaren – Ramin Farahmandpur, Για μια παιδαγωγική της αντίστασης, Διδάσκοντας ενάντια στον παγκόσμιο καπιταλισμό και τον νέο ιμπεριαλισμό, μετάφραση Κώστας Θεριανός, επιμέλεια Κώστας Σκορδούλης, Τόπος, Αθήνα 2013, σελ. 345 – 361.
[3] Δες Κώστας Ευθυμίου, «Εργατική Βοήθεια» και «Κοινωνική Αλληλεγγύη»: Δύο παραδείγματα ταξικής αλληλέγγυας δράσης στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, Οι εκδόσεις των Συναδέλφων Αθήνα 2014, σελ. 125 – 159.
[4] Δες Χάρης Σακελλαρίου, Η παιδεία στην αντίσταση, Φιλιππότης, Αθήνα 1984, σελ. 32 – 56.
[5] Β. Α. Νεφελούδη, Μαρτυρίες 1906 – 1938, Ωκεανίδα, Αθήνα 1984, σελ. 82.
[6] Δες ένα κείμενο για το πώς μπαίνει η Ελληνική Βιομηχανία Γάλακτος (ΕΒΓΑ) στη ζωή των παιδιών στο Γιάννη Σιμενέτη, Η Αθήνα…κάποτε, Γειτονιές που χάθηκαν, Φιλιππότης, Αθήνα 2004, σελ. 17 – 25.
[7] Την ιστορία ενός μικρού πιτσιρίκου που καταφέρνει να γνωρίσει τον κόσμο, τις ανάγκες του, την τάξη του αλλά και την αγάπη που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο φύλα μπορούμε να τη δούμε σε μερικές σπάνιες στιγμές της παιδικής λογοτεχνίας. Δες; Πέτρος Πικρός, Ο πιτσιρίκος και η παρέα του, εικονογράφηση Εύη Τσακνιά, Δελφίνι, Αθήνα 1997.
[8] Για τον τρόπο που βλέπουν τα παιδιά την περίοδο της γενιάς του ’30 δες για παράδειγμα το βιβλίο του Δημήτρη Καζαμία, Στα φτωχά χρόνια της δεκαετίας του ’30, Καστανιώτης, Αθήνα 1997.
[9] Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης ερχόμενος στο οριστικό του σπίτι στην Οικονόμου στα Εξάρχεια περιγράφει το πώς με το σχολείο του πήγαν για κατάθεση στεφάνου στην εκκλησία των Τριών Ταξιαρχών στο Πεδίο του Άρεως. Δες Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η ζωή μου, Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Κέδρος, Αθήνα 2009, σελ. 108 – 109.
[10] Νίκος Θεοδοσίου, Τα παλιά τα σινεμά, Το χρονικό των κινηματογράφων στην Ελλάδα, Finatec, Αθήνα 2000, σελ. 176 – 191.
[11] Η ιαχή των αστυνομικών ήταν «Χτυπάτε τους Κερατάδες» και τα επεισόδια έφτασαν μέχρι το παλάτι του βασιλιά και την Ερμού. Δες δημοσιεύματα του τύπου της εποχής στο Αλέξης Δημαράς (επιμέλεια), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, τ. Α, 1821 – 1894, Ερμής, Αθήνα 1987, σελ. 160 – 167.
[12] Βασίλης Ι. Τζανακάκης, Στο όνομα της προσφυγιάς, Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία το 1924, Μεταίχμιο, Αθήνα 2008, σελ. 508. Είχε προηγηθεί σ’ αυτόν τον χώρο το ανάθεμα στο Βενιζέλο το 1916, με πέτρες που φέρνανε οι αντίπαλοί του και τις έριχναν στο σημερινό σημείο του Ελαιώνα.
[13] Βασιλική Θεοδώρου – Δέσποινα Καρακατσάνη, «Υγιεινής Παραγγέλματα», Ιατρική επίβλεψη και κοινωνική πρόνοια για το παιδί τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, Διόνικος, Αθήνα 2010, σελ. 469 – 475.
[14] Για μια αναπαράσταση αυτής της προσφυγικής γειτονιάς του Πολυγώνου δες Γιάννης Τσατσίκας, Όταν το γέλιο στέγνωνε το δάκρυ, Μαρτυρείς και εικόνες, Μοντέρνοι καιροί, Αθήνα 2000, σελ. 25 – 35.
[15] Δες Ρόζα Ιμβριώτη, «Το σχολείο που χρειάζεται στο λαό» (1922), στο Χρύσα Χρονοπούλου – Πανταζή, Ρόζα Ιμβριώτη, Της ζωής και του σχολείου, Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2011, σελ. 196 – 198.
[16] Γρηγορίου Δαφνή, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923 – 1940, τ. 2, Κάκτος, Αθήνα 1997, σελ. 97 – 99.
[17] Για περισσότερα δες Αλέξης Δημαράς, Πρότυπον Λύκειον Αθηνών, Ξεφυλλίζοντας 70 χρόνια παιδείας 1936 – 2006, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 2007, σελ. 16 – 31. Για το πολιτικό κλίμα της εποχής για την εκπαίδευση δες Ελένη Μαχαίρα, Η νεολαία της 4ης Αυγούστου, Φωτογραφές, ΙΑΕΝ, Γ.Γ. Ν. Γ., Αθήνα 1987, σελ. 92 – 109.
[18] Αλέξης Δημαράς, Ό. π., σελ. 30.
[19] Για ένα στοχασμό σε τέτοια ζητήματα δες Zygmunt Bauman, Η μετανεωτερικότητα και τα δεινά της, μετάφραση Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, Ψυχογιός, Αθήνα 2002, σελ. 22 – 43.
[20] Χαράλαμπος Μπαλτάς, «Από την τάξη στην αυλή και στην κοινότητα: η παιδαγωγική της αυλής και η έξοδος από το σχολείο», περιοδικό Παιδεία και Κοινωνία, τχ. 96, Μάριος – Απρίλιος 2015, σελ. 5 – 6. Επίσης www.skasiarxeio.wordpress.com.
[21] Η πρόταση κατατέθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στην εκδήλωση που οργάνωσε το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού με θέμα «Η πόλη είμαστε εμείς» στις 31/3/2015, από την Παιδαγωγική Ομάδα «Το Σκασιαρχείο – Πειραματικοί Ψηλαφισμοί για ένα Σχολείο της Κοινότητας». Είχαν προηγηθεί συζητήσεις με τον φορέα ΚΑΝΕΠ της ΓΣΕΕ για την χρηματοδότηση του εγχειρήματος και με το Μουσείο Μπενάκη και τον Ζάφο Ξαγοράρη για να μεταφερθεί το έργο του στο χώρο του άλσους. Η πρόταση έγινε ασμένως δεκτή και μένει να την προχωρήσουμε.