Ο γνωστός τραγουδιστής συνδιαλέγεται μέσα από το «Παιδεύω» σαν καλλιτέχνης, αλλά και σαν γονιός
Παιδεύω: Περιγράψτε μας μερικές από τις έντονες παιδικές σας αναμνήσεις. Ξέρουμε ότι πολλές φορές συνοδεύατε στις περιοδείες τους καλλιτέχνες γονείς σας. Άραγε, η ζωή ενός καλλιτέχνη βιωμένη από τα μάτια του δικού του παιδιού είναι μόνο λαμπερή, πνιγμένη στα χειροκροτήματα και τα «ζήτω», ή κρύβει και άλλα συναισθήματα;
Χρ. Θηβαίος: Είχα την τύχη να έχω γονείς, παππούδες και θείους μέλη ενός περιοδεύοντος θιάσου. Έτσι, μεγάλωσα, ας πούμε, σαν παιδί του μπουλουκιού, δηλαδή των περιοδειών. Παιδί ενός περιοδεύοντος θιάσου. Οι παιδικές αναμνήσεις μου ξεκινάνε από τη μυρωδιά των καλλυντικών που είχαν όλοι οι ηθοποιοί, όταν βαφόντουσαν πριν βγούνε στη σκηνή. Αυτή η μπερδεμένη μυρωδιά του ιδρώτα με το προσωπείο των καλλυντικών, ήταν για μένα η στολή του σώματος, του δέρματος, πριν βγούνε στη σκηνή. Αμέσως μετά αυτό το προσωπείο μεταφραζόταν σε κινησιακή συμπεριφορά, με την διαφορετική κίνηση που είχαν οι γονείς μου δηλ. η οικογένειά μου, οι συγγενείς και οι φίλοι των γονιών μου στην σκηνή. Εντελώς διαφορετική συμπεριφορά από το τραπέζι που τρώγαμε. Έτσι μπόρεσα να αρχίσω να διακρίνω που ξεκινάει και που τελειώνει η επαγγελματική δουλειά. Μιλάμε για το σκηνικό επάγγελμα, τη μυρωδιά του σανιδιού, τους ανθρώπους που κάνουν μια δουλειά. Όλο αυτό που ζούσα συντελούσε στο να έχω και εγώ μια κοινοβιακή συμπεριφορά. Γιατί στο τραπέζι που τρώγαμε, ήμασταν όλοι μαζί. Όλοι όσοι δουλεύανε, τρώγανε και μαζί. Και πάντοτε ο καθένας είχε μια συγκεκριμένη δουλειά να κάνει. Ήμασταν όλοι μέρη μιας κοινότητας, ενός κοινοβίου. Ο καθένας μας έπρεπε να συμπεριφέρεται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Άλλος θα κοίταζε τα ηλεκτρικά, άλλος να στήσει τη σκηνή, άλλος να φροντίσει το μαγείρεμα. Σε αρκετά μικρή ηλικία, άρχισα να μαθαίνω τον σεβασμό απέναντι στη σεξουαλική διαφορά. Δεν διαχωρίζονταν αυτός που ήταν ομοφυλόφιλος από αυτόν που δεν ήταν. Για μένα ήταν κάτι πάρα πολύ φυσικό. Η κοινότητά μας δεν συμβιβαζόταν με κανενός είδους ρατσισμό – είτε αυτός ήτανε σεξουαλικός ρατσισμός – είτε σεξιστικός ρατσισμός – είτε αφορούσε σχέση παιδιού προς μεγάλους. Ζώντας τα παιδικά μου χρόνια μέσα σε μια τέτοια κοινωνία, ένιωσα τον ρατσισμό των άλλων απέναντί μου. Στο σχολείο από άλλα παιδιά αλλά και από γονείς. Ένιωσα το στίγμα, του ότι «αυτός είναι ηθοποιός». Ότι αυτός δεν είναι ο δικηγόρος, δεν είναι ο γιατρός, είναι ο άλλος. Πολλές φορές τα παιδιά συμπεριφέρονται βίαια μεταξύ τους. Τότε, όπως πολύ καλά ξέρετε, κάλλιστα κάποιος θα μπορούσε να πει ότι τη μάννα μου ανήθικη, ή τον πατέρα μου. Αυτό συνέβαινε. Είχα ακούσει παρόμοιες κρίσεις. Προς θεού, όχι τόσο άσχημες, αλλά το στίγμα του διαφορετικού οπωσδήποτε υπήρχε. Όλα αυτά τα ζούσα μέσα από ένα κοινόβιο, νιώθοντας ταυτόχρονα αγάπη για τον κόσμο. Γιατί νιώθαμε πως επειδή αγαπάμε τον κόσμο, γι’ αυτό πρέπει και να τον ψυχαγωγήσουμε. Θυμάμαι τα πρώτα χρόνια της χούντας, όταν περπατώντας στην οδό Αχιλλέως, στο Μεταξουργείο, να περνάγανε τα τανκς και ο πατέρας μου έλεγε: «τώρα δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει, αλλά να το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή πως είναι κακό όταν βλέπεις τανκς μέσα στην πόλη!». Γι’ αυτό, από τότε ακόμα και μέχρι σήμερα, έχω μια απέχθεια προς τις παρελάσεις. Γιατί μου θυμίζουνε εκείνες τις παρελάσεις. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας οι στρατιωτικοί απασχολούσαν ηθοποιούς καλώντας τους να κάνουν παραστάσεις μέσα σε στρατόπεδα για να ψυχαγωγούν τους στρατιώτες. Θυμάμαι πιο έντονα αυτή την περίοδο. Τότε σιγά – σιγά τότε άρχιζα να μεγαλώνω. Την Παρασκευή στις 17 Νοέμβρη του 1973, θυμάμαι ότι ήμασταν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Ξαφνικά, την ώρα που οι γονείς μου ήταν πάνω στη σκηνή, από τα μεγάφωνα έγινε μια ανακοίνωση: «Όσοι αξιωματικοί έχουν περίστροφο, να κατευθυνθούν στην πύλη, με προορισμό την οδό Πατησίων και το Πολυτεχνείο». Αμέσως από την σκηνή, όπου ήταν οι γονείς μου, άρχισαν να καταβαίνουν διάφοροι ένστολοι και ένοπλοι διακόπτοντας την παράσταση και άρχισαν να τρέχουν με κατεύθυνση την πύλη. Μας πήραν τότε κι εμάς με ένα στρατιωτικό μεταφορικό, που μας άφησε το απ’ έξω από το θέατρο Περοκέ. Κατευθυνθήκαμε στο σπίτι μας με τα πόδια (τότε ήταν στην οδό Κρήτης και Χίου στον Άγιο Παύλο). Για πρώτη φορά σε ηλικία 10 ετών – γιατί είμαι γεννημένος το 1963 – πρωτοανέπνευσα δακρυγόνα. Αυτός είναι ο κύκλος των παιδικών μου αναμνήσεων.
Παιδεύω: Τα παιδιά σήμερα, από το νηπιαγωγείο και τις πρώτες τάξεις του δημοτικού, μαθαίνουν να σφίγγουν το μολύβι και να ζωγραφίζουν, να τραγουδούν, να γράφουν στιχάκια, να κάνουν κατασκευές. Έχουν άραγε το δικαίωμα να πιστεύουν ότι μπορούν να γίνουν οι αυριανοί ζωγράφοι, συγγραφείς, μουσικοί. Μήπως αυτό είναι προνόμιο μόνο λίγων, που οι οικογένειές τους είναι ήδη γνωστές, με όσα πλεονεκτήματα αυτό συνεπάγεται;
Χρ. Θηβαίος: Πολύ ωραία ερώτηση! Νομίζω ότι μπορούν να γίνουν μεγάλοι ζωγράφοι. Μπορούν να γίνουν μεγάλοι ποιητές ή μεγάλοι συνθέτες. Δε μιλάω για τραγουδιστές. Το τραγούδι είναι κάτι άλλο, διαφορετικό, που δεν έχει βέβαια, καμία σχέση με τα ρεάλιτι σόου. Αυτό σας το λέω εγώ, που πλέον μπορώ να μιλήσω για τέτοια θέματα, από θέση ισχύος. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Εγώ δεν θεώρησα σκόπιμο ότι ο γιός μου πρέπει να πάει σε ιδιωτικό σχολείο. Τον έχω στείλει σε δημόσιο. Μόνο αφού εκδήλωσε ο ίδιος από μόνος του ενδιαφέρον, κάποια στιγμή άρχισε να μαθαίνει πιάνο. Ξανατονίζω, μετά από δικό του ενδιαφέρον. Τυχαίνει ο γιός μου να είναι γόνος ενός ευκατάστατου καλλιτέχνη. Ωστόσο, δεν θέλω να αισθάνεται διαφορετικός από τον Αλβανό που κάθεται δίπλα του. Γιατί κι αυτά τα παιδιά είναι πλέον παιδιά μας. Και θέλω να ξέρει ότι ακόμα και η διαφορετικότητα της γλώσσας είναι κάτι σημαντικό, έτσι όπως εγώ γνώρισα, την διαφορετικότητα της σωματικής γλώσσας κάποτε. Θέλω να ξέρει ότι πρέπει να είναι ίσος εκεί που δεν είναι ίδιος. Είναι πολύ σημαντικό αυτό για τον γιό μου. Εγώ σαν μικρό παιδί δεν είχα πολλές δυνατότητες. Για παράδειγμα, οι δικοί μου δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια που έχει ο γιός μου από τον πατέρα του. Προσπαθώ να του μεταδώσω αυτό που μου μετέδωσαν οι δικοί μου. Θα σας πω ένα παράδειγμα: Ήμουνα 12 ετών – σχεδόν 13 όταν είχα δει και μου άρεσε πολύ μια κιθάρα. Μάλιστα η κιθάρα που μου άρεσε, πουλιόταν σε ένα μαγαζί που δούλευε ένας συνάδελφος του πατέρα μου. Δηλαδή, θα μπορούσαμε πιθανόν να την πάρουμε στο σπίτι. Εγώ νόμιζα ότι είναι εύκολο πράγμα. Πήγα, λοιπόν στον πατέρα μου και του λέω: «Μπαμπά, μου αρέσει πολύ αυτή η κιθάρα. Θέλω να μου την πάρεις.» «Ποια κιθάρα;», μου λέει. Του λέω «Αυτή τη συγκεκριμένη». «Σύμφωνοι!» μου λέει. «Άμα σου αρέσει αυτή η κιθάρα, τότε να πας να δουλέψεις και να την πάρεις». Δεκατριών ετών, λοιπόν, πήγα σε ένα φούρνο τα καλοκαίρια και δούλευα, ενώ οι συμμαθητές μου πηγαίνανε διακοπές. Ο συγκεκριμένος φούρνος, θυμάμαι μάλιστα πως ήταν του θείου του Πέτρου του Φιλιππίδη. Ήμασταν οικογενειακοί φίλοι. Με τον Πέτρο γνωριζόμαστε από την ημέρα που γεννηθήκαμε. Δούλευε και ο Πέτρος ο Φιλιππίδης. Εμείς. λοιπόν, γίναμε αυτό που γίναμε, χωρίς να έχουμε αυτή την οικονομική ευχέρεια από τους δικούς μας. Είχαμε. όμως, την πνευματική ευχέρεια. Θυμάμαι με καμάρι την στιγμή που αισθάνθηκα άντρας. Ήταν όταν πήγα στο ταμείο, άφησα τα χρήματα και είπα: «Θέλω αυτή την κιθάρα». Την πλήρωσα με χρήματα που δούλεψα. Έτσι, λοιπόν και τα παιδιά που οι οικογένειές τους δεν βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση, έχουν την δυνατότητα να δουλέψουν και να κάνουν αυτό που θέλουν.
Παιδεύω: Πόσο η κοινωνία μας και οι θεσμοί της σήμερα διαχειρίζονται σωστά αυτό το κεφάλαιο που λέγεται παιδική δύναμη, παιδική φαντασία, παιδική ικανότητα;
Χρ. Θηβαίος: Σε δουλειές, όπως αυτή που κάνετε εσείς, πιστεύω με τον πιο όμορφο τρόπο. Γιατί εσείς δίνετε βήμα στα παιδιά. Αν θέλουμε λίγο να το συνδέσουμε και με την προηγούμενή σας ερώτηση, πρέπει να πούμε ότι εμείς μεγαλώνοντας, ακόμα και με την πιο θετική μας πλευρά, γινόμαστε μέρος της εξουσίας. Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί ότι ταξικά εγώ είμαι μέρος της εξουσίας. Ταξικά είμαι ένας ευκατάστατος μεγαλοαστός. Το έργο μου, όμως είναι αντιεξουσιαστικό. Κι εσάς το έργο σας οφείλει να είναι αντιεξουσιαστικό, με την έννοια ότι η εξουσία περιορίζει την φαντασία των παιδιών.
Παιδεύω: Πόσο η σημερινή κοινωνία των μεγάλων στη χώρα μας, αλλά και παγκόσμια, μπορεί να ακούσει, να καταλάβει, αλλά και να μιλήσει, να επικοινωνήσει, να συνεννοηθεί με τα παιδιά και τους νέους; Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό το χάσμα που πολλές φορές βλέπουμε να παίρνει πραγματικά εκρηκτικές διαστάσεις;
Χρ. Θηβαίος: Στη λήθη. Στο γεγονός ότι ξεχνάμε πως ήμασταν όταν ήμασταν δώδεκα χρονών. Πως ήμασταν δεκαέξι χρονών; Tο ξεχνάμε. Ας μιλήσουμε για τα γεγονότα των τελευταίων μηνών που ήταν μια σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Όλοι μάθαμε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ποιο είναι το όνομα του εικοσάχρονου αστυφύλακα που χτυπήθηκε πρόσφατα. Δηλαδή, όλοι ξέρουμε το όνομα του Διαμαντή Ματζούνη, όλοι ξέρουμε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, πολλοί λίγοι ξέρουμε το όνομα του Επαμεινώνδα Κορωνέα. Κανένας δεν αναφέρει το όνομα αυτού που στην συνείδηση όλων φταίει. Φυσικά και ο Επαμεινώνδας Κορωνέας που σκότωσε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο, ήταν κι αυτός κάποτε δώδεκα χρονών. Έχει κι αυτός τρία παιδιά τα οποία θα γίνουν κάποτε δεκάξι χρονών. Έχει κι αυτός μια γυναίκα. Ερωτεύτηκε κι αυτός. Όλοι ξεκινάμε από το ότι δεν είμαστε ίδιοι. Πρέπει όμως να είμαστε ίσοι. Στην πορεία ξεχνάμε. Αυτός ο άνθρωπος έγινε ένας τύραννος, ένα σιδερικό, ένας ράμπο. Εγώ δεν θα ήθελα να τον συναντήσει το παιδί μου. Στις διαδηλώσεις που γίνανε, οι διαδηλωτές, τα παιδιά μας, εκδήλωσαν την οργή τους. Αυτά που λέγονται για τις κουκούλες είναι αστεία πράγματα. Είναι για ανθρώπους που δεν έχουν την στοιχειώδη γνώση. Κουκούλα δεν σημαίνει κρύβω την ταυτότητά μου. Αξίζει να θυμίσουμε ότι παλιότερα δεν φοράγανε κουκούλες, γιατί δεν υπήρχαν κάμερες. Το να σηκώσω την κουκούλα, που είναι και η κίνηση ας πούμε του ράπερ, της μουσικής που ακούν σήμερα οι νέοι μας, σημαίνει ότι εντάσσομαι σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό σύνολο και όχι ότι κρύβω την ταυτότητά μου. Το χαρακτηριστικό της κουκούλας έχει χρησιμοποιηθεί, από το ίδιο το καθεστώς, για λόγους προβοκάτσιας, πράγμα που έζησα και εγώ προσωπικά όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών στα Εξάρχεια, τότε που οι περισσότεροι αστυνομικοί είχαν μακριά μαλλιά και ήταν ντυμένοι σαν νεαροί έφηβοι. Ανατριχιάζω όταν βλέπω ότι βγαίνουν στις τηλεοράσεις και μιλάνε μ’ αυτόν τον τρόπο για σύμβολα.
Παιδεύω: Υπάρχει άραγε, καλός και κακός πόλεμος ή δίκαιη και άδικη εισβολή, όπως ακούμε να λέγεται από τα χείλη αρκετών – κυρίως πολιτικών ηγετών της Ευρώπης και του κόσμου και που να δικαιολογεί μάλιστα μαζικές δολοφονίες γυναικόπαιδων;
Χρ. Θηβαίος: Η βία, δυστυχώς είναι φλέγον ζήτημα. Σίγουρα είμαι αντίθετος με τον πόλεμο. Αυτό ούτε καν πρέπει να το συζητάμε. Όλα αυτά τα χρόνια όμως, δυστυχώς έχει φανεί ότι οι μειονότητες αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν την βία για να ακουστούν. Αυτό το είδαμε και στα Εξάρχεια και το Κολωνάκι, όπως το βλέπουμε και στη Γάζα. Η καταστροφή είναι η πίεση του απελπισμένου. Όπως έλεγε ο Νίκος ο Καρούζος, και το έβαλε στο στόμα της Μήδειας: «Θεέ μου σκοτώνω τα παιδιά μου για να φτάσει στ’ αυτιά σου η οργή μου». Δυστυχώς, έχουμε φτάσει σε τέτοια σημεία. Γι’ αυτό μιλάω για την λήθη. Ο λαός ο οποίος σκοτώνει αυτή τη στιγμή τα γυναικόπαιδα στη Γάζα, ξέχασε πως κάποτε κάποιοι άλλοι τον έκαναν σαπούνι. Καταλάβατε σε ποιο σημείο βρισκόμαστε; Οποιασδήποτε μορφής βία πρωτ’ απ’ όλα χρησιμοποιείται από την υπάρχουσα εξουσία. Γίνεται όπλο στα χέρια της εξουσίας. Και οι Ισραηλινοί έχουν παιδιά και δεν θα θέλανε ποτέ να τα δούνε να μένουν στην Γάζα. Παρόλα αυτά κρατάνε με νύχια και με δόντια τα υψώματα του Γκολάν και τα χρησιμοποιούνε, όπως χρησιμοποιούνε και την Γάζα γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Γιατί πρέπει οι ΗΠΑ να έχουν πυρηνικές κεφαλές σ’ εκείνα τα σημεία της Μέσης Ανατολής.
Παιδεύω: Τι θα θέλατε να πείτε στα παιδιά για τις γεμάτες βία εικόνες που κατακλύζουν τα μέσα ενημέρωσης και ιδιαίτερα την τηλεόραση αυτόν τον καιρό;
Χρ. Θηβαίος: Καταρχήν θέλω να πω στα παιδιά, πως έτσι όπως παρακολουθούν αυτές τις εικόνες βίας στις ειδήσεις, να θυμούνται πως τις ίδιες εικόνες χρησιμοποιεί και ο Μπάτμαν και ο Σπάϊντερμαν. τις ίδιες εικόνες χρησιμοποιούν τα Ζέτιξ και όλα αυτά τα κόμικ. Προσπαθούν να περάσουν με αυτόν τον τρόπο την αντίληψη ότι αυτές οι εικόνες που βλέπουμε στην Γάζα είναι πολύ φυσικές. Ότι οι εικόνες στα πλέι–στέϊσον σιγά – σιγά γίνονται πραγματικότητα. Ότι οι εικόνες που βλέπουνε στην Γάζα σιγά – σιγά είναι σαν εικόνες του πλέι – στέϊσον. Γίνονται καταστροφές, καίγονται στ’ αλήθεια άνθρωποι, αλλά δυστυχώς τα παιδιά μας μαθαίνουν ότι αυτό είναι σαν ένα παιχνίδι.
Παιδεύω: Αρκετές γειτονιές της χώρας μας, όπως για παράδειγμα το κέντρο της Αθήνας, είναι πλέον πολύχρωμες, πολύγλωσσες, πολυ-πολιτισμικές. Τα παιδιά στην πολυ-πολιτισμική τάξη του σχολείου φωνάζουν τους φίλους τους με το όποιο όνομα έχουν, ξεχνώντας τη χώρα προέλευσης. Οι μεγάλοι, συχνά αντιδρούν αντίστροφα. Εσείς τι πιστεύετε για το σύγχρονο αυτό φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη ζωή μας;
Χρ. Θηβαίος: Εμένα μου αρέσει. Μου αρέσει πολύ. Μια από τις αγαπημένες μου πόλεις είναι το Παρίσι και το Λονδίνο. Εκτός από την Ιταλία όπου έχω ζήσει αρκετά χρόνια, γιατί εκεί σπούδασα, έχω ζήσει και στις πόλεις αυτές. Ακριβώς επειδή σπούδασα κιόλας σε μια ξένη χώρα, θέλω να σας πω, ότι εγώ έτρωγα στο ίδιο τραπέζι στη φοιτητική εστία με Παλαιστίνιους και Εβραίους. Έτρωγα στο ίδιο τραπέζι. Γι’ αυτό και είμαι πολύ ευαίσθητος γι’ αυτά τα θέματα. Έτυχε να μάθω εβραϊκά. Έτυχε ν’ ασχοληθώ και με την Αραβική γραφή. Εμένα μ’ αρέσει να περπατάω στους δρόμους του Παρισιού και του Λονδίνου και να βλέπω τις νέες γενιές, που είναι πλέον μιγάδες. Δεν έχουν ένα χρώμα. Έχουν πολλά χρώματα μέσα τους. Και γι’ αυτό τον λόγο χαίρομαι όταν πηγαίνω στο πάρτι του γιου μου, στην γιορτή του και βλέπω ότι ένας φίλος του λέγεται ‘Αλφρεντ, ένας άλλος λέγεται Χασάν. Μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Ποτέ δεν ήμουνα λάτρης μιας ιδεολογίας φασιστικής και ρατσιστικής για το αμιγές αίμα, την αμιγή προέλευση. Δυστυχώς, υπάρχουν στο κοινοβούλιο άνθρωποι που χρησιμοποιούν τέτοιου είδους προσχήματα για να μιλήσουν για την πνευματική καθαρότητα αυτού του τόπου.
Παιδεύω: Λένε ότι η μουσική ενώνει τους ανθρώπους. Εσείς, ένας σύγχρονος δημιουργός, πώς εκτιμάτε τη συμβολή της μουσικής στην καλλιέργεια της παιδικής ψυχής και μάλιστα στις μέρες μας;
Χρ. Θηβαίος: Υπάρχει βέβαια και μουσική που χωρίζει τους ανθρώπους. ας μην το ξεχνάμε αυτό, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε κάποια ρεύματα στα οποία υπάρχουν κάποιοι φανατικοί, όπως υπάρχουν και στα γήπεδα. Εγώ σίγουρα ονειρεύομαι πάντα αυτή τη μουσική που ενώνει τους ανθρώπους. Έχω συγκινηθεί αφάνταστα, πολλές φορές, πρόσφατα αλλά και πιο παλιά, όταν με πλησίασαν αλλοεθνείς, αλλόθρησκοι, αλλόχρωμοι και γενικά διαφορετικοί, πολύ διαφορετικοί άνθρωποι από μένα, για να μου σφίξουν το χέρι, για να μ’ αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν, με μοναδική αφορμή το γεγονός μόνο ότι παίζω μουσική. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό. Όντως μας ενώνει η μουσική αυτής της ιδεολογίας.
Παιδεύω: Περιγράψτε μας την διαδικασία γέννησης, τα «γεννητούρια» ενός τραγουδιού από την πλευρά του δημιουργού.
Χρ. Θηβαίος: Είμαι υποστηρικτής της άποψης ότι και το ταλέντο και η έμπνευση είναι κάτι που καλλιεργείται. Μια από τις πιο όμορφες κουβέντες που μου είχε πει κάποτε η Αρλέτα ήταν: «Παιδί μου δε με νοιάζει αν έχεις ή όχι ταλέντο. Με νοιάζει το τι θα το κάνεις!». Η έμπνευση είναι το ένα τοις εκατό. Το υπόλοιπο ενενήντα εννέα είναι το πώς θα το καλλιεργήσεις το ταλέντο σου. Το πόσο θα μελετήσεις για να φτιάξεις κάτι που να φαίνεται τόσο αγνό σαν να μην το είχες μελετήσει καθόλου.Πιστεύω πάρα πολύ στις σπουδές και τις γνώσεις. Για μένα είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα. Την γνώση και τη συνεχή καλλιέργεια προσπαθώ από τώρα να εμφυσήσω στον γιό μου. Του λέω, για παράδειγμα, ότι προτιμώ να διαβάζει παρά να βλέπει τηλεόραση. Υπάρχει κάτι πάρα πολύ σημαντικό σ’ αυτό. Όχι πως δεν υπάρχει καλή τηλεόραση. Αναμφισβήτητα, υπάρχει. Στα κρατικά κανάλια, για παράδειγμα, βλέπω πάρα πολλές φορές τις ειδήσεις ή ντοκιμαντέρ, καθώς και σε κάποια άλλα κανάλια ξένα, ακούμε μουσική, αυτό όμως πρέπει να έχει και κάποιο όριο. Γιατί όταν διαβάζουμε, στη διαδικασία της ανάγνωσης, υπάρχει η δυνατότητα του διαλείμματος. Δηλαδή, μπορώ να σταματήσω, είτε από κούραση, είτε να κάνω κάποια κίνηση γιατί έχω μουδιάσει. Υπάρχει η διαδικασία του διαλείμματος ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντι–κείμενο. Αυτό συνδέεται και με τη διαδικασία της σκέψης. Με τη διαδικασία αντανάκλασης και ανάκλασης του κειμένου. Μπορώ να διαπιστώσω τι πραγματικά διάβασα. Μπορώ να δω, αν θυμάμαι τι διάβασα. Να ξανακοιτάξω, να καταλάβω, ποιο ήταν αυτό που ήθελε το κείμενο να μου πει. Αντίθετα, στις εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη, δεν έχουμε την δυνατότητα να σκεφτούμε το τι βλέπουμε. Σας θυμίζω χωρίς να θέλω να μειώσω την τέχνη της απεικόνισης, αλλά και την ζωγραφική, ότι περίπου το 1600, οι άνθρωποι του πνεύματος, υποστήριζαν ότι η ζωγραφική είναι η λογοτεχνία του αγράμματου. Αυτό δεν υπάρχει πλέον. Δίνουμε τη δυνατότητα σ’ αυτόν που έχει πολύ μειωμένες γνώσεις να νομίζει ότι ξέρει τα πάντα μέσα από αυτές τις πολλαπλές εικόνες. Να νομίζει ότι μπορεί να κρίνει τον κόσμο από τον καναπέ του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι όλων των εποχών ήτανε πληρωμένοι άνθρωποι από την εξουσία για να απεικονίζουν αυτό που η εξουσία ήθελε. Και το μεγαλείο και το ταλέντο τους ήταν το γεγονός, ότι μπορούσαν να περάσουν με την τέχνη τους αντιεξουσιαστικά μηνύματα.
Παιδεύω: Τι μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στα παιδιά, με την ευκαιρία της νέας χρονιάς που μόλις ανέτειλε;
Χρ. Θηβαίος: Να συγχωρήσουν τα λάθη μας. Μόνο αυτό. Γιατί κυρίως εμείς κάνουμε λάθη και όχι τα παιδιά. Σίγουρα μαθαίνοντας μέσα από τα δικά μας λάθη, δηλ. των μεγάλων, να προσπαθήσουν να μελετήσουν όλα αυτά που έχει κληρονομήσει η δικιά μας γενιά στα παιδιά. Έτσι όπως τους ζητάμε να μας συγχωρήσουν, πρέπει να τους ζητάμε και να μας ακούσουν. Το πέρασμα σε ένα λόγο από καθέδρας, αναμφίβολα δεν είναι μικρό, αλλά συνιστά ένα πολύ μεγάλο βήμα. Πρέπει σιγά – σιγά να δείξουμε στα παιδιά ότι έχουμε τη διάθεση να τους μάθουμε πολλά πράγματα.
–