Γράφει ο Λάζαρος Τεντόμας*
Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την αναπηρία, καθώς και ο βαθμός αξιολόγησης του τι είναι αναπηρία, εξαρτώνται από το πληροφοριακό υλικό που διαθέτουμε. Tα επίπεδα δηλαδή επικοινωνίας παίζουν μεγάλο ρόλο στην κατανόηση της αναπηρίας (Hedlund 2000). Η επικοινωνία μπορεί να ξεκινήσει από την παρατήρηση ενός αντικειμένου, από μια δική μας σκέψη, ένα συναίσθημα, ένα κοινωνικό φαινόμενο (αναπηρία) ή ένα φυσικό φαινόμενο (βλάβη) (Derrida 1982). Οι επικοινωνιακές αφορμές αποτελούν αντικείμενο διαλόγου σε διάφορους δημόσιους χώρους (πολιτική, πολιτικοί, μέσα μαζικής ενημέρωσης, επαγγελματικοί σύλλογοι και σωματεία-συνδικαλιστικά όργανα αναπήρων). Στο πλαίσιο της επικοινωνίας, το αντικείμενο της αναπηρίας αποδομείται, για να γίνουν αντιληπτές οι σχέσεις βλάβης και αναπηρίας στα διάφορα επίπεδα του δημόσιου λόγου. Ποια είναι η θέση των ανάπηρων μαθητών και του σχολείου τους σε αυτό το επικοινωνιακό παιχνίδι;
Οι τρόποι με τους οποίους κατασκευάζεται η επικοινωνιακή λογική της αναπηρίας είναι ένα θέμα που απασχόλησε πολλούς θεωρητικούς της αναπηρίας [*]. Η θεωρητική ανάλυση του γενικότερου κοινωνικού διαλόγου για θέματα αναπηρίας κατευθύνθηκε προς την κοινωνική κατασκευή του φαινομένου, το οποίο είναι, σύμφωνα με τον Michael Oliver (1990, 1996), αποτέλεσμα του πολιτισμού της ικανότητας, όπως διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της καπιταλιστικής δυτικής κοινωνίας. Η προσέγγιση αυτή, επηρεασμένη τόσο από τον ιστορικό υλισμό όσο και από τον μεταδομισμό, επικέντρωσε την προσοχή της στην πολιτισμική απόκριση απέναντι στη βλάβη. Δίνοντας έμφαση στις συλλογικές πολιτισμικές αναπαραστάσεις του δημόσιου λόγου περί αναπηρίας, η προσέγγιση αυτή του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας απομακρύνθηκε από την ερμηνευτική διάσταση του σώματος, υποβιβάζοντας τη σημασία του σώματος ως στοιχείου της ανάλυσης (βλ, Hughes 1999:160).
Στην πορεία της διανοητικής αυτής προσπάθειας, η αναπηρία ως φαινόμενο εμπλουτίστηκε σιγά-σιγά από μεταδομιστικές θεωρήσεις, οι οποίες προσανατόλισαν την έρευνα της αναπηρίας σε μια σύνθεση του ιστορικού υλισμού με τη φαινομενολογική και μεταδομιστική προσέγγιση και έγινε προσπάθεια να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην εμπειρία του ανάπηρου σώματος (Hughes & Parsons 1997). Οδηγηθήκαμε έτσι στον εμπλουτισμό της κοινωνικής θεωρίας με απόψεις που αντιπαρατίθενται προς τις αρχές της καπιταλιστικής κοινωνίας ως το απόλυτο μοντέλο εξήγησης, και δόθηκε χώρος στις ερμηνευτικές λογικές, οι οποίες υποβαθμίζουν το ρόλο των εξωτερικών συνθηκών (υλικών εμποδίων) στη διαμόρφωση της κατάστασης που βιώνουν τα ανάπηρα άτομα. Η διασταύρωση του μαρξισμού (ιστορικός υλισμός) -όπως αποτυπώνεται στα πρώτα έργα του Micheal Oliver (1983)- με τη συλλογική συνείδηση του ατόμου στο έργο του Durkheim (1963) και τη μεταδομιστική προσέγγιση του Jοdelet (1991) και του Foucault (1972, 1973a, 1973b, 1983, 1988) ανοίγει τους ορίζοντες του κοινωνικού μοντέλου και το ανάπηρο άτομο αποτελεί πλέον μέρος της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής νοημάτων. Από τη μία, αναγνωρίζεται ότι τα άτομα-μέλη είναι γέννημα της κοινωνίας τους (Jodelet 1991, Oliver 1990) και από την άλλη, το έργο του Foucault (ό.π.) στρέφει την προσοχή μας στο πώς εμφανίζεται στα ίδια τα ανάπηρα άτομα ο κυρίαρχος λόγος περί κατηγοριοποιήσεων της αναπηρίας, ως αποτέλεσμα των εξουσιαστικών μηχανισμών της καταπίεσης, μια οπτική γωνία η οποία επέδρασε καταλυτικά στην κοινωνική κατασκευή της αναπηρίας όπως την ερμήνευσαν οι θεωρητικοί του κοινωνικού μοντέλου στη μετακαπιταλιστική εποχή (Corker & Shakespeare 2001).
Το ενδιαφέρον μετατοπίζεται όχι μόνο στα δομικά χαρακτηριστικά του δημόσιου λόγου (πολιτικού, δημοσιογραφικού, συνδικαλιστικού), αλλά και στις επιδράσεις του πάνω στη ζωή των ανάπηρων ατόμων. Το ζήτημα της συμπερίληψης των ανάπηρων μαθητών και του προσανατολισμού της ειδικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου διαλόγου για το ποιες είναι οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις της αναπηρίας (Zoniou-Sideri et al 2006). Στην πορεία δημιουργήθηκαν πόλοι αναπηρικού λόγου, όπως είναι η διαδικτυακή πύλη του περιοδικού «Αναπηρία Τώρα», με έναν διευρυμένο κατάλογο θεμάτων αναφορικά με τα καθημερινά «προβλήματα» της αναπηρίας. Η ιστοσελίδα αυτή, ενώ παρέχει έναν πλούτο διαφορετικών μεταξύ τους πηγών (νομοθεσία, αποδελτίωση θεμάτων αναπηρίας από τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, επιστολές αναγνωστών κ.ά.), κάτι το οποίο σε μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται ότι διασφαλίζει τον πλουραλισμό, εντούτοις χρησιμοποιεί και προωθεί κυρίως έναν καταγγελτικό λόγο για τις υλικοτεχνικές ελλείψεις και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα ανάπηρα άτομα στην Ελλάδα. Η επιρροή του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας στα newsletters του «Αναπηρία Τώρα» είναι εμφανής, κυρίως όσον αφορά τη διάδοση των πρακτικών χειραφέτησης και αυτοσυνηγορίας, δίνοντας παράλληλα έμφαση στη διάδοση ιατρικών θεμάτων.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2008 σε newsletter του «Αναπηρία Τώρα» γράφτηκε το εξής: «Στην Ελλάδα η αναπηρία ως εμπειρία και ως διαφορά συνθηκών και όρων ζωής έχει παραστρατήσει βαθιά. Δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε και το κυριότερο δεν ξέρουμε πού πάμε. Χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε τα πάντα πέριξ της αναπηρίας (της δικής μας προσωπικής αναπηρίας) και να σκεφτούμε καθαρά μακριά από παραμορφώσεις και θολές παραστάσεις».
Λίγες μέρες πριν από τη δημοσίευση αυτού του newsletter, είχε αρχίσει η σχολική χρονιά. Φεύγοντας από το ειδικό σχολείο στο οποίο δίδασκα τότε και παράλληλα πραγματοποιούσα την ανθρωπολογική μου μελέτη, μέσα στο ταξί, άκουσα στο ραδιόφωνο έναν πατέρα μαθητή του σχολείου να εκφράζει την αγανάκτησή του για τις ελλείψεις που παρατηρούνται σ’ αυτό. Αρχικά μίλησε για την έλλειψη ικανού αριθμού σχολικών λεωφορείων για τη μεταφορά των μαθητών, πρόβλημα το οποίο δεν φαινόταν να επιλύεται σύντομα, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι μαθητές να μην μπορούν να προσέλθουν στα μαθήματά τους. Ο πατέρας έδινε συνέντευξη σε γνωστό δημοσιογράφο και με θυμό ξέσπασε, συνδέοντας τα προβλήματα του σχολείου με τη γενικότερη οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. «Αντί να βρουν λύσεις στα προβλήματα των παιδιών μας, ασχολούνται με την επιβολή φόρων και τις παράνομες αγορές ακινήτων», ανέφερε, εννοώντας τους πολιτικούς. Ο δημοσιογράφος τον σταμάτησε και του είπε ότι θα επιληφθεί του θέματος.
Το βράδυ της ίδιας μέρας διάβασα στην κεντρική σελίδα της διαδικτυακής πύλης του «Αναπηρία Τώρα» επιστολή του προέδρου του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων του σχολείου. Η επιστολή δημοσιεύτηκε την επόμενη μέρα και σε απογευματινή εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Στην επιστολή, μεταξύ άλλων, γράφτηκε:
«Ως Σύλλογος Γονέων και Κηδεμόνων των Μαθητών του Ειδικού Γυμνασίου – Λυκείου […] νιώθουμε χρέος μας να αντιτάξουμε στη σαθρή κυβερνητική ρητορεία την αλήθεια των Παιδιών με Αναπηρίες, τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις που βιώνουμε, με στόχο την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των συμπολιτών μας για μια ιδιαιτέρως ευαίσθητη κοινωνική ομάδα. […] Τo Ειδικό Γυμνάσιο και Ειδικό Ενιαίο Λύκειο, που λειτουργεί εδώ και δύο δεκαετίες, τα τελευταία 4 χρόνια αγωνίζεται ΜΟΝΟ του να επιβιώσει, ενώ η Πολιτεία εμφανίζεται τραγικά ασυνεπής στις δεσμεύσεις και τις αυτονόητες υποχρεώσεις της…
Είμαστε αντιμέτωποι με μια ανεξήγητη αδιαφορία της Πολιτείας. […] Αγωνιζόμαστε χρόνια για την ανάδειξη των προβλημάτων, την ενημέρωση του συνόλου των πολιτών και την ευαισθητοποίησή τους και χρειαζόμαστε κάθε δυνατή στήριξη από την Πολιτεία, τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους. Στόχος μας είναι να δικαιωθεί τελικά ο διαρκής αγώνας των ατόμων αυτών για τις ίσες ευκαιρίες και το σεβασμό που τους αξίζει στα πλαίσια σχεδιασμού κοινωνικής πολιτικής και κράτους προνοίας. Είμαστε μια μειοψηφία με δίκαιες διεκδικήσεις, που χωρίς την ευαισθησία της πλειοψηφίας δύσκολα θα πετύχουμε τη δικαίωσή μας. Σε αυτή την πλειοψηφία, με το παρόν Δελτίο Τύπου, αλλά και τη σημερινή μας κινητοποίηση επ’ ευκαιρία της έναρξης της σχολικής χρονιάς, παρουσιάζουμε την αλήθεια της εγκατάλειψης που βιώνουμε».
Ο Κωνσταντίνος (ψευδώνυμο), απόφοιτος του σχολείου, διάβασε την επιστολή του προέδρου γονέων και κηδεμόνων στο διαδίκτυο και σε τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε, μου είπε: «Μου φάνηκε ότι επικεντρώθηκε πολύ στο ειδικό σχολείο και έδωσε έμφαση του στυλ: Αυτά τα ανάπηρα θέλουν το σχολείο τους. Δεν μ΄ άρεσε καθόλου αυτή η επιστολή».
Δυο μήνες αργότερα ο Κωνσταντίνος δημοσίευσε κείμενό του στη σχολική εφημερίδα του ειδικού σχολείου. Στο άρθρο του με τίτλο «Οι Ανάπηροι είναι Stars!», έγραψε:
«Μην κάθεσαι σπίτι, βγες μια βόλτα να πάρεις και λίγο αέρα… σε έπρηξε και ο άλλος, ευκαιρία είναι να του κάνεις το χατίρι. Άσε που μόλις βγεις, θα δεις ότι είσαι μεγάλος star! Τι γιατί; Δεν το ξέρεις ότι στην Ελλάδα εμείς οι ανάπηροι είμαστε κάτι σαν stars; Ναι, αμέ! Πρόσεξέ με: Όταν βγαίνεις έξω, σε κοιτάνε όλοι (ή OK, σχεδόν όλοι); Ναι! Το ίδιο δεν γίνεται και με τις διασημότητες; Ναι! Επίσης, όταν πας κάπου, π.χ. στο σινεμά, και περιμένεις στην ουρά για εισιτήριο, εκτός του ότι όλοι σε έχουν προσέξει, έχεις παρατηρήσει ότι είτε α) οι υπεύθυνοι του σινεμά σε έχουν εντοπίσει και αμέσως βρίσκεται κάποιος δίπλα σου και σε εξυπηρετεί στο τσακ μπαμ, ζητώντας σου να προσπεράσεις την ουρά και σε 5 λεπτάκια έχεις ήδη τα εισιτήρια στο τσεπάκι σου, οπότε προλαβαίνεις να πας και για ένα ποτάκι στα γρήγορα (πολλές φορές το ποτό είναι δώρο του «καταστήματος»!). Είτε β), το πλήθος που βρίσκεται εκεί και περιμένει, όταν σε δει, σου ζητάει (όχι όλοι πάντα όμως, υπάρχουν και οι αγενείς-σνομπ) να προσπεράσεις για να μην ταλαιπωρείσαι για αρκετή ώρα; Ναι! Το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους stars; Ναι! Τέλος, πόσες φορές έξω σου έχουν μιλήσει ή έστω γλυκοχαμογελάσει άγνωστα άτομα; Πολλές φορές! Το ίδιο δεν γίνεται και με τις διασημότητες; Μα φυσικά. Ναι! Άρα πού καταλήγουμε; Ότι είσαι σταρ! Άλλωστε το επιβεβαιώνει και η μεταβατική ιδιότητα: Το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνόμος επίσης είναι όργανο, άρα τελικά ο αστυνόμος είναι μπουζούκι!».
Όταν ανακοίνωσα στους μαθητές ότι το «Αναπηρία Τώρα» δημοσίευσε τη σχολική τους εφημερίδα, ο Κωνσταντίνος σχολίασε: «Εμ βέβαια, πού αλλού θα γινόταν διαφήμιση της εφημερίδας μας, μόνο οι ανάπηροι ασχολούνται με τους ανάπηρους». Την ίδια χρονιά, μεγάλος δημοσιογραφικός οργανισμός, ο οποίος κάθε χρόνο διεξάγει διαγωνισμό καλύτερου μαθητικού εντύπου, βράβευσε την εκδοτική προσπάθεια των μαθητών του ειδικού σχολείου. Η τότε λυκειάρχης αποφάσισε να παραστούν όλοι οι μαθητές στην τελετή της βράβευσης. Οι μαθητές έλαβαν «ειδικό» έπαινο και χρηματικό έπαθλο μαζί με άλλες δύο «ειδικές» κατηγορίες σχολείων, ένα σχολείο φυλακών και ένα διαπολιτισμικό σχολείο. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, με πλησίασε η Λώρα (ψευδώνυμο), η οποία συμμετείχε ενεργά στη συντακτική ομάδα της σχολικής εφημερίδας, και μου είπε: «Τελικά μας βράβευσαν γιατί μάλλον είμαστε το μοναδικό ειδικό σχολείο που έλαβε μέρος στο διαγωνισμό. Τι είναι αυτά τα πράγματα με τα ειδικά βραβεία για ειδικές κατηγορίες! Νομίζαμε ότι θα συμμετείχαμε μαζί με τα υπόλοιπα σχολεία…».
Αν αποδεχτούμε την τοποθέτηση ότι ο λόγος είναι ένα σύστημα γνώσης των ιδανικών που δεν εφαρμόζονται (Andersen & Kjær 1996), μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την αποδομητική προσέγγιση για να κατανοήσουμε το χαρακτήρα του δημόσιου λόγου για έννοιες όπως «σχολείο», «παιδικότητα», «αναπηρία» στην Ελλάδα. Ακολουθώντας την άρθρωση του δημόσιου λόγου, που πότε επικαλείται τις «ειδικές ανάγκες» των «ειδικών κατηγοριών ή ευαίσθητων ομάδων» και πότε τα «δικαιώματα των αναπήρων», αποκαλύπτεται ένα παιχνίδι της γλώσσας με τη δημόσια εικόνα, το οποίο χρησιμοποιεί δικούς του κανόνες, έχοντας μια εσωτερική λογική (Anderssen & Kjær 1996:10). Είναι δηλαδή το φαινόμενο (της αναπηρίας στην περίπτωσή μας) το οποίο περιγράφεται ή η περιγραφική τάξη (Foucault 1973a) δίνει την «αλήθεια» για το τι είναι αναπηρία ως φαινόμενο;
Η περιγραφική τάξη εγκαθιδρύει τα κριτήρια κατανόησης του φαινομένου. Στον δημόσιο λόγο ο όρος «άτομα με ειδικές ανάγκες» χάνει έδαφος για να αντικατασταθεί από τον όρο «άτομα με αναπηρίες», με αρκετές διαφοροποιήσεις πάνω στο ίδιο μοτίβο, όπως για παράδειγμα στα επίσημα έγγραφα του εκπαιδευτικού κόσμου, όπου ο όρος «μαθητές με αναπηρίες» αντικαθίσταται από τον όρο «μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» ή «μαθησιακές δυσκολίες». Οι «ειδικές ανάγκες» δίνουν τη θέση τους σε μια αναπηρία η οποία δεν έχει κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο, αλλά ατομικό. Το άτομο προσδιορίζεται από τη βλάβη που έχει (άτομα με αναπηρία/ες) και δεν υπάρχει ο όρος «ανάπηρο άτομο», ο οποίος υποδηλώνει μια συλλογική κατασκευή της αναπηρίας. Στην Ελλάδα η αναπηρία είναι βλάβη, όπως ακριβώς οι ανάπηροι μαθητές θεωρείται ότι έχουν «ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες» ή ότι είναι «ειδική κατηγορία» ή «ευαίσθητη κοινωνική ομάδα», δηλαδή η βλάβη τους είναι ατομική τους υπόθεση.
Σημείωση [*]:Ο Paul Hunt (1966) ανέφερε ότι το πρόβλημα της αναπηρίας δεν βρίσκεται μόνο σε κάποιο λειτουργικό περιορισμό του ατόμου, αλλά, κυρίως, στο επίπεδο της σχέσης των ανάπηρων με τα μη ανάπηρα άτομα, υποστηρίζοντας ότι τα ανάπηρα άτομα «προκαλούν» στις κοινωνικές τους σχέσεις εξαιτίας της ειδικής θέσης που βρίσκονται. Αυτή η «πρόκληση», κατά τον Hunt, συνήθως ερμηνεύεται με τους ακόλουθους προσδιορισμούς: Άτυχοι, άχρηστοι, διαφορετικοί, μέλη μειονοτικής ομάδας και άρρωστοι. (1966:3).
Ο Colin Barnes (1992), μελετώντας το ζήτημα των αναπαραστάσεων της αναπηρίας, διέκρινε δέκα τύπους ανάπηρων ατόμων, όπως εμφανίζονται στα βρετανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης: Αξιολύπητοι και παθητικοί, θύματα βίαιης συμπεριφοράς, μοχθηροί και σατανικοί, αξιοπερίεργοι, σούπερ-ανάπηροι, υποκείμενα εμπαιγμού και γελοιοποίησης, εχθρικοί, φορτικοί, σεξουαλικά ανώμαλοι, ανίκανοι να συμμετέχουν πλήρως στην κοινοτική ζωή, και τέλος υπήρχαν περιπτώσεις που εμφανίστηκαν ως «κανονικοί». Κατά τον Barnes, οι μονοδιάστατες αυτές απεικονίσεις είναι στερεότυπα που ιατρικοποιούν, πατρονάρουν, ποινικοποιούν και απανθρωπίζουν τα ανάπηρα άτομα, διαμορφώνοντας τη βάση πάνω στην οποία στηρίζονται οι στάσεις, οι υποθέσεις και οι προσδοκίες απέναντι στα άτομα αυτά. Είναι θεμελιώδη στις διακρίσεις και στην εκμετάλλευση που υφίστανται καθημερινά τα ανάπηρα άτομα και συμβάλλουν σημαντικά στον συστηματικό αποκλεισμό τους από τη γενικότερη πορεία της κοινοτικής ζωής (Barnes 1992:39).
Συμπληρώνοντας, ο Tom Shakespeare (1997 [1994]) ανέφερε ότι οι πολιτισμικές αυτές αναπαραστάσεις δημιουργούν το συναίσθημα του οίκτου σε ένα κλίμα φιλανθρωπικού λόγου, στοιχείο των διαφημίσεων που αναφέρονται στην αναπηρία. Όπως σημείωσε η Jenny Morris στο Pride Against Prejudice (1991:85), οι πολιτισμικές αναπαραστάσεις της αναπηρίας στο χώρο της τηλεόρασης τοποθετούν τα ανάπηρα άτομα σε μια αμυντική θέση προκαθορισμένων αντιλήψεων, και η θέση τους ερμηνεύεται με βάση τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον πολιτισμό τα μη ανάπηρα άτομα. Στο σημείο αυτό οι Barnes et al (2003) υποστήριξαν ότι μ΄ αυτό τον τρόπο κατασκευάζεται η εναλλακτικότητα των ανάπηρων ατόμων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andersen Kerstrom, N. & Kjaer P. .1996. Institutional Construction and Change: an analytical strategy of Institutional History, COS rapport no 5 (Copenhagen, COS).
Barnes, C. 1992. Disabling Imagery and the Media: An Exploration of Media Representations of Disabled People, Belper: The British Council of Organisations of Disabled People.
Corker, M. & Shakespeare, T. (2002) Mapping the Terrain, in: M. Corker & T. Shakespeare (eds), Disability/Postmodernity: Embodying disability theory(London, Continuum), pp. 1–17.
Derrida, J. 1982. Signature event context, xxix, translated by ALAN BASS (Brighton, Harvester Press), in: Margins of Philosophy (Chicago, IL).
Durkheim, E. 1963. Primitive Classifications (Chicago, IL, University of Chicago Press).
Foucault,M. 1972. The Archeology of Knowledge (London, Routledge).
Fpucault,M. 1973a. The Birth of the Clinic (London, Tavistock).
Foucault,M. 1973b. The order of things: an archaeology of human sciences (New York, Vintage Books).
Foucault, M. (1983) The Subject and Power, in: H. L. Dreyfus & P. Rabinow, Michel Foucualt, Beyond structuralism and hermeneutics (Chicago, IL, The University of Chicago Press), pp. 208–228.
Foucault,M. 1988. Madness(New York, Vinage Book).
Hedlund, M. 2000. ‘Disability as a Phenomenon: a discourse of social and biological understanding’, Disability & Society, 15(5): 765 -780
Hughes S, P. 1999. The constitution of impairment: modernity and the aesthetic of oppression, Disability & Society, 14, pp. 155–172.
Hughes, B. & Paterson, K. 1997. The social model of disability and the disappearing body,
Disability & Society, 12, pp. 325–340.
Hunt P. 1966, Stigma: The Exoerience of Disability. London: Geoffrey Chapman.
Jodelet, D. 1991. Madness and Social Representation (New York, Hawester Weathsheaf).
Morris, J. 1991. Pride Against Prejudice: Transforming Attitudes to Disability, London: The Women’s Press.
Oliver, M. 1983. Social Work with Disabled People (Basingstoke, Macmillan).
Oliver, M. 1990. The Politics of Disablement (London, Macmillan).
Oliver, M. 1996. Understanding Disability: from theory to practice (Basingstoke, MacMillan).
Shakespeare, T. 1997, Cultural Representations of Disabled People: Dustbins for Disavowal , in: Barton, L. and Oliver, M. (eds) Disability Studies: Past, Present and Future, Leeds: The Disability Press. (first published 1994)
Zoniou-Sideri et al, 2006, Inclusive discourse in Greece: strong
voices, weak policies, International Journal of Inclusive Education, 10, No. 2–3: 279–291.
* ο Λάζαρος Τεντόμας είναι Εκπαιδευτικός, διδάκτωρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
(πηγή: Αυγή)