Γράφει ο Φώτης Ρήνας
Δυτικότροπο ή “ευρωπαϊκό” τραγούδι, παιδί ή ανίψι της καντάδας και της λαοφιλούς επιθεώρησης, ξαδέρφι της οπερέτας, το ελαφρό ή ελαφρύ τραγούδι τελικά δεν ήταν πάντα τόοοσο ελαφρύ… θα μου πείτε, τι εννοούμε με το όρο ελαφρό και ποιός είχε την έμπνευση να το βαφτίσει έτσι; “οι ελαφροί ας τα λέγουν ελαφρά”, θα έλεγε ο Καβάφης …
Ίσως τα πράγματα να είναι λιγότερο μπερδεμένα, αν προσεγγίσουμε το ελαφρό τραγούδι σαν την άλλη όψη του έργου τέχνης, π.χ. του κλασικού, ενώ παράλληλα, εκ του όρου και μόνον «ελαφρό», διαφοροποιείται αυτό το είδος από άλλα, όπως από το παραδοσιακό τραγούδι. Ασφαλώς δεν παραβλέπουμε ότι όπως το κλασικό δεν αρνήθηκε σε εκατοντάδες περιπτώσεις την επιρροή από τις παραδοσιακές μουσικές, έτσι και το ελαφρό δανείστηκε και υιοθέτησε στοιχεία για να δομήσει την εκφραστική του στόχευση. Με το ελαφρό τραγούδι ασχολήθηκαν δημιουργοί με μουσική παιδεία, μεγάλη ευαισθησία, επηρεασμένοι από ευρωπαϊκές αισθητικές σχολές, κυρίως από τη γαλλική και την ιταλική, (προσαρμόζεται συνήθως σε ρυθμούς όπως το βαλς ή το ταγκό), αλλά και τυχάρπαστοι.
Το ελαφρό τραγούδι είναι το ελληνικό τραγούδι μιας ελληνότροπης ετεροχρονισμένης παραλλαγής, (μάλλον χρήσιμης), της αυθεντικής μπελ-επόκ. Κυριάρχησε στην αστική διασκέδαση και την ψυχαγωγία, από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι τη δεκαετία του 1960.
Την εποχή εκείνη μεσουράνησαν συνθέτες όπως ο Κλέων Τριανταφύλλου, ο κοσμαγάπητος Αττίκ. Πρωτοπόρος για την εποχή του με ώριμη και μεστή μουσική γλώσσα, σπούδασε μουσική στο Παρίσι από όπου προέρχονται και οι μουσικές και συνθετικές του επιρροές. Τα ποιητικά κείμενα των τραγουδιών του γράφονται πάντοτε από τον ίδιο και είναι τόσο ξεχωριστά ώστε να μας δίνει το δικαίωμα να μιλήσουμε για έναν ολοκληρωμένο ποιητή και συνθέτη, ο οποίος ψυχαγωγεί με υψηλού κάλλους μουσική, στην περίφημη «Μάντρα» του. Ο χώρος αυτός αν και ο τίτλος παραπέμπει, απλά ιδωμένος, σε περιφραγμένο οικόπεδο, ήταν καλλιτεχνική ομάδα τραγουδιστών, παρουσιαστών, μίμων, του οποίου την καλλιτεχνική διεύθυνση, είχε η ψυχή του: ο Αττίκ. Την πρωτοβουλία της ίδρυσης της «Μάνδρας» είχε ο Αττίκ το 1931. Η δουλειά του πρωτοπαρουσιάσθηκε σε υπαίθριο θέατρο, επί της οδού Μεθώνης. Από τότε και για οκτώ χρόνια η Μάνδρα του Αττίκ κάθε καλοκαίρι ψυχαγωγούσε το κοινό στην Αθήνα (θέατρο Δελφοί της οδού Αχαρνών) και το χειμώνα περιόδευε στις επαρχίες, μέχρι που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην αθηναϊκή ταβέρνα Μονμάρτη, στη διασταύρωση Αχαρνών και Ηπείρου. Εκεί εμφανιζόταν ο Αττίκ και αποθεωνόταν σαν στιχουργός, πιανίστας και συνθέτης, μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Χαρακτηριστικές επιτυχίες του: Ζητάτε να σας πω, Παπαρούνα, Τρεχαντήρι, Την ώρα που περνούσε το οργανάκι, Άδικα πήγαν τα νιάτα μου, Είδα μάτια, Αν βγουν αλήθεια. Η «Μάνδρα του Αττίκ» διαλύθηκε μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, το 1944. Πολλοί προσπάθησαν να ιδρύσουν παρόμοιες ομάδες ακολούθως, αλλά χωρίς επιτυχία.
Ο Μιχάλης Σουγιούλ έχει συνδέσει ιδιαίτερα το όνομά του με τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Έπαιζε για τους στρατευμένους σε φυλάκια και συγκεντρώσεις του στρατού. Πολλά τραγούδια εμπνευσμένα από αυτή την περίοδο είναι δικά του. Το παιδιά της Ελλάδος παιδιά σε στίχους Μ. Τραϊφόρου είναι βασισμένο στη μελωδία του τραγουδιού «Ζεχρά» σε μουσική του Μιχάλη Σουγιούλ. Έγραψε και δύο πρωτότυπα τραγούδια με αφορμή τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο που σημείωσαν διαχρονική επιτυχία: «Δύο αγάπες» και «Μας χωρίζει ο πόλεμος».
‘’Ούτε ένα δάκρυ από τα μάτια ας μην κυλήσει στου χωρισμού μας το πικρό τώρα φιλί. Πρέπει ο καθείς μας τώρα πια να πολεμήσει αφού η γλυκιά μας η πατρίδα το καλεί. Μας χωρίζει ο πόλεμος μα θεριεύει η ελπίδα πως για τη γλυκιά πατρίδα φεύγω τώρα εκδικητής…’’
Μετά την Κατοχή ο Σουγιούλ κατορθώνει ώστε όλα σχεδόν τα τραγούδια του να γίνουν αγαπητά από τους Έλληνες. Στα χρόνια της δεκαετίας του 1950 εκλήθη να γράψει τραγούδια και για τον ανερχόμενο κινηματογράφο. Θα θυμηθούμε αυθόρμητα τα τραγούδια Aρχισαν τα όργανα από την ταινία «Σάντα Τσικίτα», ‘Aλα από την ταινία «Ένα βότσαλο στη λίμνη», Ο μήνας έχει εννιά (ή Μια ζωή την έχουμε) από την ταινία «Το σωφεράκι». Παράλληλα, ξεκινά και η ενασχόληση του με τα λεγόμενα αρχοντορεμπέτικα, δηλαδή τραγούδια που θύμιζαν τα λαϊκά της εποχής αλλά διατηρούσαν αρχές της «ελαφράς» μουσικής. Οι ρυθμοί καθώς και το ηχόχρωμα των φωνών προέρχονταν από τα ρεμπέτικα, ο συνδυασμός των οργάνων που χρησιμοποιούνταν και η λογική της ενορχήστρωσης παρέπεμπε στο ελαφρό τραγούδι.
Ρομαντικοί, ευαίσθητοι, ευφάνταστοι, εξαιρετικοί ενορχηστρωτές, σεμνές προσωπικότητες, στάθηκαν οι συνθέτες: Κώστας Γιαννίδης (που ασχολήθηκε και με την «λόγια» μουσική χρησιμοποιώντας το πραγματικό του όνομα: Γιάννης Κωνσταντινίδης), ο Μίμης Κατριβάνος, ο Σώσος Ιωαννίδης, ο Γιάννης Βέλλας, ο Γιάννης Σπάρτακος, ο Ζοζέφ Κορίνθιος, ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Γιώργος Μουζάκης, ο Τάκης Μωράκης, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης, ο Λυκούργος Μαρκέας, ο Ζακ Ιακωβίδης, ο Κώστας Καπνίσης κ.ά.
Τα ποιήματα του Ρίτσου που μελοποίησε ο Σπήλιος Μεντής, είναι ίσως ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει στιχουργικά το αποκαλούμενο “ελαφρό” τραγούδι. Κάποια νεανικά ποιήματα του Ρίτσου, από ανέκδοτες ποιητικές του συλλογές, που σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του γράφτηκαν στις αρχές τις δεκαετίας του 30. Τα ποιήματα αυτά μελοποιήθηκαν κατά την δεκαετία του ’60 από τον συνθέτη και προσωπικό φίλο του ποιητή, Σπήλιο Μεντή. Τα περισσότερα από αυτά κυκλοφόρησαν σε δίσκους 45 στροφών με την φωνή της Γιοβάννας. Μερικά από αυτά πήραν μέρος στον διαγωνισμό τραγουδιού της Θεσσαλονίκης το 1964 και 1965. Στίχοι γεμάτοι δροσιά και φρεσκάδα που γεννάνε στο μυαλό ολοζώντανες εικόνες. Ο νεανικός Ρίτσος των “ελαφρών” αυτών τραγουδιών είναι ήδη ώριμος ποιητικά, σε μέτρο, ομοιοκαταληξία και περιεχόμενο.Με υλικά απλά και καθημερινά (ο παγωτατζής, η νεραντζιά, το φεγγάρι, το εξοχικό κεντράκι) μας δίνει μικρά αριστουργήματα, την εποχή που κάποιοι άλλοι με τα ίδια ακριβώς υλικά πλημμύριζαν με σαχλοτράγουδα την πλάση. Το 1965 κυκλοφορούν σε δίσκους δύο ακόμα τραγούδια των Ρίτσου-Μεντή, με ερμηνεύτρια την Σούλα Μπιρμπίλη. Το αρτιότερο εκ των δύο έχει τίτλο: Κίτρινο Φθινόπωρο. Όλη η μελαγχολία του Φθινοπώρου σε κίτρινο χρώμα, και μια ελπίδα, που γεννιέται από τις πράσινες, ακόμα, ρίζες.
Στίχους επίσης έγραφαν ενδιαφέροντες, περισσότερο ή λιγότερο, άνθρωποι του χώρου της μαζικής κουλτούρας, όπως οι: Γιώργος Οικονομίδης, Αιμίλιος Σαββίδης, Μίμης Τραϊφόρος, Αλέκος Σακελλάριος, Μίνως Μάτσας, Πωλ Μενεστρέλ και πολλοί άλλοι.
Οι δίσκοι των 78 στροφών και το ραδιόφωνο συστήνουν στους έλληνες μερικές υπέροχες φωνές όπως: Σοφία Βέμπο, Δανάη (Στρατηγοπούλου), Πέτρο Επιτροπάκη, Νίκο Γούναρη, Νινή Ζαχά, Τώνη Μαρούδα, Μάγια Μελάγια, Σώτο Παναγόπουλο, Φώτη Πολυμέρη, Κάκια Μένδρη, Ζωή Κουρούκλη, Ορέστη Μακρή, Ρένα Βλαχοπούλου. Να μη παραλείψουμε να αναφέρουμε τα ντουέτα: Κορώνη-Φίλανδρου, Μουζά-Λιγνού κ.ά. καθώς και τα τρίο: Τρίο-Κιτάρα, Τρίο-Μπριλάντε κ.ά. Όλοι αυτοί φτιάχνουν μια νέα, πρωτοφανή για τον περισσότερο κόσμο των επαρχιών, επίπλαστη ίσως, αλλά χρήσιμη από αισθητικής πλευράς κουλτούρα. Μια νέα δράση, φιλική στην ελαφρά μουσική είναι αυτή των μουσικών παραγωγών, που έχουν ευθύνη όχι να εμπνεύσουν αλλά να εγγυηθούν την επιτυχία των δισκογραφικών εταιριών. Ο δημιουργός είναι πλέον και αυτός «κάτι άλλο». Γράφονται λοιπόν εκατοντάδες τραγούδια και οι λογικές τους μοιάζουν στο στόχο του… “να πιάσουν την καλή”.
Αυτή η μοντέρνα μαζική μουσική κουλτούρα συνέπλευσε πολύ γρήγορα με την δυναμική πρακτική στην ελληνική αγορά των αρχών της προσφοράς και της ζήτησης, που είχε σαν αποτέλεσμα την εμπορευματοποίηση, το κέρδος και την μετατόπιση του «μουσικού στόχου» στον ανταγωνισμό της οικονομικής επιτυχίας.
Η Κούλα Νικολαΐδου δισκογράφησε (για την εταιρία Odeon) πιθανότατα τα περισσότερα πολεμικά τραγούδια. Σχεδόν για… μόδα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε. Οι εταιρίες βρήκαν τρόπο να δουλεύουν παράγοντας δίσκους και να κερδίζουν από την ανάγκη του λαού να σταθεί ορθός μέσα από τη συντροφιά του τραγουδιού. Η Δανάη Στρατηγοπούλου, θαρραλέα και σαφής, όπως πάντα, χαρακτήρισε πατριδοκαπηλική την τάση αυτή των εταιριών, αλλά τραγούδησε ένα (ίσως δικαιολογημένα χαρακτηρισμένο ως το πλέον άρτιο) τραγούδι με πατριωτικό και πολεμικό υπόβαθρο στον στίχο: “Άντε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σου Άντε στο καλό κι η σκέψη μου δική σου. Σ’ αποχαιρετώ χωρίς καημό και πόνο κι ένα σου ζητώ να με θυμάσαι μόνο. Άντε στο καλό και μια αγκαλιά ανοιχτή θα σε περιμένει να σε σφίξει νικητή”.
Η Γιοβάννα (Ιωάννα Φάσσου Καλπαξή) αποτελεί φωνή – ορόσημο της ελαφράς μουσικής. Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα. Στα οχτώ της χρόνια άρχισε να μελετά πιάνο και να τραγουδά σαν μέλος παιδικής χορωδίας. Στα δεκατέσσερα άρχισε με πολλή προσοχή, (λόγω του νεαρού της ηλικίας της), μαθήματα όπερας, στο Ωδείο Αθηνών. Με το ψευδώνυμο Γιοβάννα, άρχισε να τραγουδά σε εκπομπές στο ελληνικό ραδιόφωνο συμπράττοντας με την ελαφρά ορχήστρα του ραδιοσταθμού, εν αγνοία μάλιστα του ωδείου, επειδή της είχε χορηγηθεί υποτροφία και κάτι τέτοιο ήτανε απαγορευμένο.
Σαν κλασική τραγουδίστρια και κατά τη διάρκεια των σπουδών της, έκανε πολλές εμφανίσεις σε κοντσέρτα μαθητικά. Πριν ακόμα πάρει το δίπλωμά της, εμφανίστηκε σαν πρωταγωνίστρια, στην οπερέτα «Κορυδαλλός » του Λέχαρ. Ένα χρόνο αργότερα κέρδισε την κρατική υποτροφία για ανώτερες σπουδές στη Ρώμη. Εκείνη την εποχή όμως, για άλλους έξω-μουσικούς λόγους, μπήκε επαγγελματικά στο ελαφρό τραγούδι.
Έλαβε μέρος σε όλα σχεδόν τα ελληνικά και ευρωπαϊκά φεστιβάλ του είδους, μέχρι το 1969. Στο δεύτερο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κέρδισε το δεύτερο βραβείο με το τραγούδι του Σπήλιου Μεντή: Καλοκαιράκι. Λίγο-λίγο, απέχοντας από το ενεργό επάγγελμα, οι εμφανίσεις της λιγόστεψαν. Τότε άρχισε να γράφει μυθιστορήματα και ποίηση. Μαθήτρια του μεγάλου ποιητή Γιάννη Ρίτσου, εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: «Να προλάβω» (1976), » Θα σου μιλήσω» (1980) και «Ψηλαφίζοντας» (1982).
Το 1986 γράφει το μυθιστόρημα » Άντε γεια «, που έγινε μάλιστα best seller. Το στέλνει να διαγωνιστεί στον διαγωνισμό των εκδόσεων Bell και παίρνει το πρώτο βραβείο.
Η ελαφρά μουσική (από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960), αποτελούσε ελκυστική μουσική, είχε πολλούς φανατικούς φίλους και λιγότερους εχθρούς.
Νέα ώθηση στο ελαφρό θα δώσουν οι Γιάννης Βογιατζής και Τζένη Βάνου, δυο πραγματικά χαρισματικοί ερμηνευτές, που θα στρέψουν πάνω τους τα φώτα της επικαιρότητας, παρατείνοντας την ζήση μιας σχολής της οποίας η βαρύτητα, η προσφορά και η εργογραφία των συντελεστών της μάλλον δεν έχει αξιολογηθεί με ορθά και αντικειμενικά κριτήρια.
(πηγές: ttp://www.tar.gr/content/content.php?id=3013, http://www.derti.gr/pdf/history.pdf, http://www.musicportal.gr/operetta_music?lang=el, http://afmarx.wordpress.com/2009/04/30/ritsos–menths–songs/, http://www.musicheaven.gr/html/modules.php?name=News&file=article&id=1840#ixzz2mwD28cPq)