Γράφει ο Φώτης Ρήνας
Οι πρώτες προσπάθειες για δημιουργία ελληνικής μουσικής και θεατρικής παραγωγής, καθώς και ο πόθος για εξευρωπαϊσμό, θα οδηγήσουν στην δημιουργία του Αθηναϊκού τραγουδιού, του Κωμειδυλλίου, της Αθηναϊκής επιθεώρησης και της Οπερέτας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τρία από τα τέσσερα αυτά είδη είναι μουσικο-θεατρικά. Η έλλειψη τεχνολογίας αποθήκευσης και αναμετάδοσης του ήχου μετατρέπει το θέατρο σε όχημα διάδοσης της μουσικής, αφού μεγάλη μερίδα του κοινού πηγαίνει στο θέατρο για να ακούσει μουσική.
Η πρώτη προσπάθεια που έγινε για τη δημιουργία ελληνικού τραγουδιού, χρονολογείται αρκετά χρόνια πριν το κωμειδύλλιο την επιθεώρηση και την οπερέτα. Στην ρομαντική Αθήνα των δεκαετιών 1860 και 1870 πολλά ποιήματα ποιητών όπως: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Αχιλλέας Παράσχος, Αλέξανδρος Ραγκαβής, κ.α. προσαρμόζονταν σε μελωδίες από ιταλικές άριες ή γερμανικά εμβατήρια και τραγουδιόνταν από τον κόσμο. Η συνήθεια αυτή ατόνησε, προς το τέλος του 19ου αιώνα, όταν κάποιοι επαγγελματίες ή ερασιτέχνες μουσικοί τόλμησαν να μελοποιήσουν με δικές τους δυτικότροπες αλλά σχετικά πρωτότυπες μελωδίες τα ποιήματα των ρομαντικών ποιητών της εποχής, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα ελληνικά τραγούδια που συνιστούν το λεγόμενο Αθηναϊκό τραγούδι. Τα τραγούδια αυτά δημιουργούνται και λειτουργούν αυτόνομα και όχι μέσα στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης, όπως ήταν το Κωμειδύλλιο, η Αθηναϊκή Επιθεώρηση ή η Οπερέτα.
Το Αθηναϊκό τραγούδι δημιουργείται και ζει παράλληλα με την Αθηναϊκή καντάδα. Τα δυο είδη φέρουν έντονη την επιρροή του ιταλικού μπελ κάντο και της επτανησιακής καντάδας και σε πολλές περιπτώσεις υπηρετούνται από τους ίδιους δημιουργούς. Το Αθηναϊκό τραγούδι αποτελεί ένα είδος καντσονέτας (ελαφρό μικρό ιταλικό τραγούδι), άλλοτε ρομαντικής και άλλοτε εύθυμης, που συνοδεύεται από πιάνο ή κιθάρα και κατά κανόνα εκτελείται σόλο ή ντουέτο (πρίμο – σεκόντο), ενώ η καντάδα είναι πολυφωνική και συνοδεύεται από μαντολίνα και κιθάρες. Το Αθηναϊκό τραγούδι υπηρετήθηκε από το Χρίστο Στρουμπούλη, το Νικόλαο Κόκκινο, το Νίκο Χατζηαποστόλου (το συνθέτη τόσων επιτυχημένων οπερέτων, που υπηρέτησε πιστά και το Αθηναϊκό τραγούδι), το Δημήτριο Ρόδιο, τον Τίμο Ξανθόπουλο κ.α.
Στα τέλη του 19ου αιώνα γεννιέται στην Αθήνα το Κωμειδύλλιο. Πρόκειται για μουσική κωμωδία με ηθογραφικό περιεχόμενο. Η μεγάλη του ακμή σημειώθηκε γύρω στο 1890 και δημιουργήθηκε μετά από «ανελέητη» μίμηση ανάλογων ευρωπαϊκών ειδών. Κάθε έργο ήταν δυνατόν να περιέχει δεκαπέντε, είκοσι ή και περισσότερα τραγούδια, ανάλογα με την έκτασή του. Τα τραγούδια αυτά γράφονταν πάνω στα ιταλικά και γαλλικά πρότυπα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι μουσικοί δεν δίσταζαν να ξεσηκώσουν αυτούσιες τις πιο δημοφιλείς και αγαπητές μελωδίες του ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου της εποχής. Στη διαμόρφωσή του έχουν συμβάλλει, το έργο και ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας (Ψυχάρης, Παλαμάς, Καρκαβίτσας, Ροΐδης κτλ), η λαογραφική τάση από τις μελέτες του Ν. Πολίτη, όπως και το νατουραλιστικό κίνημα, που από τη Γαλλία ξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, εχθρός του ξεπερασμένου πια ρομαντισμού. Επίσης επιρροή στην τελική διαμόρφωση του κωμειδυλλίου ασκήθηκε και από την αρμενική οπερέτα.
Αφετηρία, το έργο οι «Μυλωνάδες», κωμωδία που φαίνεται πως μεταφράστηκε από τα ιταλικά και ήταν μια από τις παλαιότερες του ελληνικού δραματολογίου, για λόγους ανηλεούς ανταγωνισμού μεταξύ των θιάσων της εποχής, διασκευάστηκε σε μουσική κωμωδία. Το έργο αποτέλεσε τεράστια επιτυχία του Ευάγγελου Παντόπουλου, του σημαντικότερου ίσως ηθοποιού του καιρού εκείνου. Γνωστά κωμειδύλλια που σε διάφορες εκδοχές ανεβάζονται μέχρι και σήμερα είναι: «Η τύχη της Μαρούλας» (1889), σε κείμενο Δημητρίου Κορομηλά, στίχους Δημητρίου Κόκκου και μουσική Ανδρέα Σάιλερ. «Ο Μπαρμπα Λινάρδος» (1890), σε κείμενο και μουσική Δημητρίου Κόκκου και ενορχήστρωση Ανδρέα Σάιλερ. «Η Λύρα του Γερονικόλα», σε στίχους και μουσική Δημητρίου Κόκκου. «Ο Καπετάν Γιακουμής», σε στίχους και μουσική Δημητρίου Κόκκου. «Ο γενικός γραμματεύς» (1892) σε κείμενο Ηλία Καπετανάκη και μουσική Λουδοβίκου Σπινέλλη, κ.ά.
Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1890, το κωμειδύλλιο έδειξε έντονα σημάδια κόπωσης. Τότε έκανε την εμφάνισή της η Αθηναϊκή επιθεώρηση, ένα νέο θεατρικό είδος που κληρονόμησε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κωμειδυλλίου, αλλά τον καλλιέργησε σε μια φόρμα πιο κατάλληλη για τον σκοπό αυτό. Σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δυο θεατρικά είδη είναι ότι στο κωμειδύλλιο ολόκληρη η παράσταση είναι ένα έργο, με αρχή, μέση και τέλος, ενώ η επιθεώρηση είναι σπονδυλωτό θέαμα με αυτόνομα θεατρικά σκετς, τα λεγόμενα «νούμερα». Στο νέο αυτό θεατρικό είδος η μουσική είχε ίση αν όχι και μεγαλύτερη βαρύτητα από το κείμενο. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού θεωρούσε τη μουσική σημαντικότερη κι από την ίδια την παράσταση και δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι ενώ τα κείμενα παρέμεναν ανέκδοτα, τα τραγούδια εκδίδονταν σε παρτιτούρες και κυκλοφορούσαν ευρύτατα. Τα τραγούδια αυτά, ήταν που δημιουργούσαν τη μεγάλη επιτυχία στις επιθεωρήσεις και έκαναν τους ίδιους ανθρώπους να πηγαίνουν ξανά και ξανά σε μια παράσταση.
Στα πρώτα της βήματα η επιθεώρηση ακολουθεί την πρακτική του κωμειδυλλίου, ξεσηκώνοντας ατόφιες τις μελωδίες από ευρωπαϊκές οπερέτες και προσαρμόζοντας επάνω τους ελληνικούς στίχους. Η αντιγραφή αυτή όχι μόνο δεν αποτελούσε ντροπή αλλά ήταν λόγος διαφήμισης της συγκεκριμένης παράστασης. Λίγοι μουσικοί έμπαιναν στον κόπο να διασκευάσουν ή να παραλλάξουν ελαφρώς μια μελωδία. Οι περισσότεροι την διατηρούσαν στην αρχική της μορφή, ενώ το να μπαίνουν οι μελωδίες ατόφιες στα ελληνικά έργα αποτελούσε επίσημη θέση αρκετών μουσικών και συγγραφέων. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος πίστευε ότι η διασκευή αλλοίωνε τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα της μουσικής.
Η πρώτη ελληνική επιθεώρηση που έκανε την εμφάνισή της στο κοινό της Αθήνας ήταν το «Λίγο απ’ όλα» του Μίκιου Λάμπρου το 1894. Ακολούθησε μια δεκάχρονη σιωπή, για να επανεμφανιστεί δριμύτερη στις αρχές του 20ου αιώνα και να φθάσει, με περιόδους ακμής και παρακμής, μέχρι τις μέρες μας. Οι ετήσιες επιθεωρήσεις όπως Τα Παναθήναια, ο Παπαγάλος, το Πανόραμα, ο Πειρασμός, κ.α. άφησαν έναν μεγάλο αριθμό από τραγούδια που ο απόηχος κάποιων από αυτά φθάνει μέχρι τις μέρες μας.
Πολλοί μουσικοί συνέβαλαν στην διαμόρφωση της μουσικής της επιθεώρησης όπως ο Άγγελος Μαρτίνο, ο Αντώνης Βώττης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης κ.α. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης. Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου η επιθεωρησιακή μουσική γράφεται από συνθέτες όπως οι: Σώσος Ιωαννίδης, Κώστας Γιαννίδης, Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, Αντώνης Βώττης ενώ ακόμα και ο Αττίκ υποχωρώντας στη γοητεία της επιθεώρησης γράφει το “Παρί – Psiri”. Τα κείμενα και τα τραγούδια αποδίδονταν από σημαντικούς κωμικούς ηθοποιούς όπως ο Πέτρος Κυριακός, ο Κυριάκος Μαυρέας, η Νίτσα Λαζαρίδου.
Πολλοί συγγραφείς έγραψαν κείμενα για την επιθεώρηση αλλά και στίχους για τα τραγούδια της. Όπως οι: Μπάμπης Άννινος, Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Δημήτρης Γιαννουκάκης, Τίμος Μωραϊτίνης, Παναγιώτης Παπαδούκας, Μίμης Τραϊφόρος. Η θεματολογία των επιθεωρήσεων έλκεται από την πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα, ενώ σατιρίζονται έντονα οι λαϊκοί τύποι.
Μεταπολεμικά η επιθεώρηση γνωρίζει νέα άνθηση. Νέοι συνθέτες έρχονται να προστεθούν στους παλαιότερους όπως ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιώργος Κατσαρός, κ.ά. ενώ ευκαιριακά γράφουν για την επιθεώρηση ο Μανόλης Χιώτης, ο Μάνος Χατζιδάκις κ.ά. Οι ηθοποιοί που παίζουν τα χρόνια εκείνα είναι: Γεωργία Βασιλειάδου, Σπεράτζα Βρανά, Γιάννης Γκιωνάκης, Χρήστος Ευθυμίου, Τάκης Μηλιάδης, Μαρίκα Νέζερ κ.α.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 1900, παράλληλα με την εμφάνιση της Εθνικής Μουσικής Σχολής, δημιουργείται και η ελληνική οπερέτα. Η οπερέτα είναι ένα διεθνές θεατρικό είδος όπερας σε μικρότερη, απλούστερη και ελαφριά απόδοση με περισσότερο κωμικό χαρακτήρα, της οποίας ένα μεγάλο μέρος είναι πρόζα. Το είδος γίνεται ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό αφού ενισχύει την προσπάθεια προς εξευρωπαϊσμό, με ένα είδος διασκέδασης ελαφράς και ευχάριστης.
Ως θεατρικό είδος πρωτοεμφανίσθηκε στη Γαλλία της οποίας δημιουργός φέρεται ο Ιάκωβος Όφενμπαχ. Από την Γαλλική οπερέτα δημιουργήθηκε η Βιεννέζικη (Γερμανική) που αναδείχθηκε ιδιαίτερα από τον Γιόχαν Στράους τον νεότερο, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας πλέον είναι το βαλς. Σημαντικότερες από τις οπερέτες του Γιόχαν Στράους Β΄ είναι ο «Βαρώνος αθίγγανος» και η «Νυχτερίδα». Άλλοι σημαντικοί συνθέτες οπερέτας ήταν οι: Φραντς Λέχαρ, Φραντς φον Σουπέ και Έμεριχ Κάλμαν, Όσκαρ Στράους.
Το κοινό της Αθήνας είχε ήδη γνωρίσει την γαλλική οπερέτα από το 1871 από περιοδεύοντα γαλλικό θίασο. Η πρώτη όμως προσπάθεια ανεβάσματος οπερέτας από Έλληνες ηθοποιούς, γίνεται πολλά χρόνια αργότερα. Το Σεπτέμβριο του 1908 ο θιασάρχης Αντώνιος Νίκας αποφασίζει να ανεβάσει μία οπερέτα με Έλληνες εκτελεστές. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1908, έπειτα από σύντομες αλλά εντατικές πρόβες, ανεβαίνει σε ελληνική μετάφραση η οπερέτα «Μαμζέλ Νιτούς» (Mam’zelle Nitouche) του Hervé με πρωταγωνίστρια τη Ροζαλία Νίκα, και αρχιμουσικό το Θεόφραστο Σακελλαρίδη και σημειώνει εκπληκτική επιτυχία, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις ορισμένων. Η παράσταση αυτή αποτελεί αφετηρία για την ελληνική οπερέτα, αφού και ο ίδιος ο Σακελλαρίδης το 1913 εγκαταλείπει πλέον την επιθεώρηση για να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην οπερέτα, παρασύροντας και αρκετούς άλλους συνθέτες στο νέο αυτό είδος.
Οι πρώτες ελληνικές οπερέτες πραγματοποιούν μια αληθινή υπέρβαση αφού εγκαταλείπεται η προφανής και διαφημιζόμενη μουσική πειρατεία της εποχής της επιθεώρησης, προς όφελος της δημιουργίας πρωτότυπης ευρωπαϊκής μουσικής γραμμένης από Έλληνες συνθέτες. Με τον τρόπο αυτό λοιπόν αρχίζει στην Ελλάδα, μια εποχή πιο συστηματικής δημιουργικής επεξεργασίας και αφομοίωσης του ευρωπαϊκού μουσικού ιδιώματος.
Γρήγορα ο ηθοποιός και θιασάρχης Ιωάννης Παπαϊωάννου (1875-1931) με την χρηματική ενίσχυση του Φώτη Σαμαρτζή, (Πατρινού δερματέμπορου), δημιουργεί τον πρώτο αποκλειστικά οπερετικό θίασο, που αφού ανεβάζει επιτυχώς πολλές γαλλικές και αυστριακές οπερέτες, στην πορεία ανεβάζει ελληνικές με πρώτη το «Σία κι αράξαμε» (1909) του Σακελλαρίδη. Η συγκεκριμένη είναι η πρώτη ελληνική οπερέτα, αν και συχνά, λανθασμένα, θεωρείται ως πρώτη το «Πόλεμος εν πολέμω» του Σαμάρα. Η οπερέτα κερδίζει αμέσως την αγάπη του κοινού εξ αιτίας του εύθυμου περιεχομένου της, της ωραίας μουσικής και της χρήσης δημοτικής γλώσσας. Ακολουθούν σε λίγο ο ένας μετά τον άλλον οι θίασοι «Αφεντάκη», «Αθηναϊκή Οπερέττα», «Λαγκαδά», «Νίκα» και άλλοι.
Το δρόμο που άνοιξε ο Σακελλαρίδης ακολουθούν: ο Διονύσιος Λαυράγκας («Λήδα» 1909), ο Σπυρίδων Σαμάρας: «Πόλεμος εν πολέμω» (1914), «Πριγκήπισσα της Σασσώνος» (1915), «Κρητικοπούλα» (1916), και άλλοι συνθέτες όπως οι: Ιωσήφ Ριτσιάρδης, Μάρκος Μαστρεκίνης, Ανδρέας Μαστρεκίνης, Σπυρίδων Καίσαρης, Αττίκ, Γιάννης Κομνηνός, Θεόδωρος Σπάθης, Χρήστος Χαιρόπουλος, Μίμης Κατριβάνος, Άγγελος Μαρτίνος, Γιάννης Κωσταντινίδης κ.α. Η οπερέτα άρχισε να παρακμάζει μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1930.
Οι Θεόφραστος Σακελλαρίδης (που θεωρείται ο πατέρας της ελληνικής οπερέτας) και ο Νίκος Χατζηαποστόλου (εξ ίσου σημαντικός συνθέτης), είναι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της. Το πιο δημοφιλές έργο του Σακελλαρίδη είναι «Ο Βαφτιστικός» (1918, τον οποίο αγάπησε και τραγούδησε πολύ ο ελληνικός λαός, ύστερα από τη συγκλονιστική απόδοσή του από την Ελληνική Λυρική Σκηνή και εξακολουθεί να παίζεται μέχρι τις μέρες μας), επίσης η πρώτη οπερέτα που έγραψε μετά την αποχώρηση του από την ετήσια επιθεώρηση «Παναθήναια» το 1914, ήταν «Στα Παραπήγματα». Ακολουθούν το «Πικ – Νικ» το 1915. «Η δεσποινίς Τιπ-Τοπ» το 1916 , «Ο υπνοβάτης» το 1917 , «Θέλω να ιδώ τον Πάπα», «Ο καπετάν Τσανάκας» το 1922, «Τα μοντέρνα κορίτσια» το 1935 κ.ά.
Το πιο δημοφιλές έργο του Νίκου Χατζηαποστόλου είναι οι «Απάχηδες των Αθηνών», το 1921, όπου περιέχεται και το πασίγνωστο τραγούδι «Ρετσίνα μου» που αποτελεί αναφορά στα τραγούδια του κρασιού, ιδιαίτερα αγαπητά την εποχή εκείνη και δείχνει την τάση του συνθέτη να υιοθετεί ένα πιο λαϊκό ύφος. Το 1916 εμφανίστηκε με τη μεγάλη επιτυχία «Μοντέρνα καμαριέρα», «Οι ερωτευμένοι» το 1919, «Το κορίτσι της γειτονιάς» το 1922, «Η γυναίκα του δρόμου» το 1924 κ.ά.
Μερικοί από τους θρυλικούς πρωταγωνιστές της ελληνικής οπερέτας είναι: Μελπομένη Κολλυβά, Ροζαλία Νίκα, Έλσα Ένγκελ, Αφροδίτη Λαουτάρη, Άγγελος Χρυσομάλης, Γιάννης Στυλιανόπουλος, Ζαζά Μπριλλάντη, Μάνος Φιλιππίδης, Γιάννης Πρινέας, Κυριάκος Μαυρέας, Ζωζώ Νταλμάς, Ηρώ Χαντά, Πέτρος Κυριακός, Μιχάλης Κοφινιώτης, Ολυμπία Καντιώτου-Ριτσιάρδη, Σπύρος Μηλιάδης, Παρασκευάς Οικονόμου, Σωτηρία Ιατρίδου, Νίτσα Φιλοσόφου, Άγγελος Μαυρόπουλος, Άννα Καλουτά, Μαρία Καλουτά, Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Κρεβατά, Λέλα Πατρικίου, Σπύρος Πατρίκιος, Μαρίκα Νέζερ, Πέτρος Επιτροπάκης, Αριστείδης Πανταζινάκος, Ανθή Ζαχαράτου.
Τα τραγούδια που γεννιούνται γίνονται από την πρώτη στιγμή κοσμαγάπητα, εκδίδονται και κυκλοφορούν σε παρτιτούρες και βρίσκονται στα αναλόγια των πιάνων κάθε αστικού σαλονιού. Το ελληνικό κοινό μέσω της οπερέτας εκπαιδεύτηκε να αποζητά πρωτότυπη μουσική και όχι κακόγουστες αντιγραφές ξένων επιτυχιών.
Ο Βαφτιστικός στο Μέγαρο Μουσικής 2012
Πω! Πω! Τραλλάθηκα!
Απόψε την κιθάρα μου – Χορωδία Φώτη Αλέπορου (καντάδα)
(πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ KARL NEF, http://www.musicportal.gr/operetta_music?lang=el, Βικιπαίδεια, LivePedia.gr, www.rebetiko.gr/history.php.)