Γράφει ο Φώτης Ρήνας
Συνεχίζοντας τη »ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ», περνάμε στην »Αστική Λαϊκή Μουσική», που μπορούμε να χωρίσουμε σε τρεις βασικές ενότητες:
1] Το Ρεμπέτικο 2] Το Λαϊκό Τραγούδι 3] Το Έντεχνο Τραγούδι
Αστικό λαϊκό τραγούδι, προϋπήρχε στα μεγάλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου από τον 19° αιώνα. Κατά πάσα πιθανότητα εκεί γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι. Οι κυριότεροι φορείς του ρεμπέτικου ήταν οι πρόσφυγες, οι στρατιώτες οι φυλακισμένοι και οι άνθρωποι που ονομάστηκαν υπόκοσμος.
Τα ρεμπέτικα αν και τα περισσότερα είναι ερωτικά (τα χασικλίδικα αποτελούν μικρό ποσοστό), ουσιαστικά είναι κοινωνικά τραγούδια. Οι άνθρωποι που ανάστησαν το ρεμπέτικο προέρχονται από την εργατική τάξη και από το λούμπεν προλεταριάτο, αλλά ταυτόχρονα ξεχωρίζουν. Είναι αλλιώτικοι. Έχουν περάσει στο περιθώριο από μόνοι τους και αντιμετωπίζουν όχι μόνο την αστική τάξη, αλλά ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
Τα τραγούδια τους είναι ένα παράπονο. Έχουν μία ελευθερία έκφρασης, που δε συναντάμε πουθενά αλλού εκτός ίσως από τα νέγρικα μπλουζ. Είναι από τα σημαντικότερα και δημοφιλέστερα είδη γνήσιου και αυθεντικού ελληνικού τραγουδιού, που επηρέασε την ελαφρά και τη μετέπειτα λαϊκή και έντεχνη μουσική.
Δεν έχει συγκεκριμένη φόρμα που να το χαρακτηρίζει. Έχει όμως αξιόλογη αυθυπαρξία και ενότητα, γι’ αυτό και μεγάλο μουσικολογικό ενδιαφέρον.
Την ιστορική πορεία του ρεμπέτικου, μπορούμε πια με αρκετή βεβαιότητα να χωρίσουμε (για λόγους τυπικούς αλλά και ουσιαστικούς), σε τρεις βασικές περιόδους:
Η πρώτη περίοδος, αρχίζει κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα και παλιότερα και τελειώνει στα 1922 με τη μικρασιατική καταστροφή. Από την πρώτη περίοδο εμφανίζονται και καταγράφονται και τα δύο είδη ρεμπέτικων τραγουδιών. Δηλαδή αυτά που εμφανίζονται στην κυρίως Ελλάδα, με αντιπροσωπευτικά όργανα (φυλακής, ταβέρνας τεκέ), όπως το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, με καταφανή την προέλευσή τους από ορισμένα είδη του δημοτικού τραγουδιού. Το δεύτερο είδος αφορά σε τραγούδια των αστικών κέντρων των περιοχών με ελληνικούς πληθυσμούς, που βρίσκονται κάτω από τουρκική ή άλλη κατοχή. Όπως οι πόλεις της Μικράς Ασίας με επίκεντρο τη Σμύρνη και της Ανατολικής Θράκης με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Ακόμα η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, η Τεργέστη καθώς και μερικές πόλεις της Ρουμανίας με ισχυρό ελληνικό στοιχείο.
Κύρια όργανα έχουμε για μεν την περιοχή της Σμύρνης το βιολί, το ούτι και το κανονάκι ή το σαντούρι, για δε την περιοχή της Πόλης έχουμε την εναλλαγή του βιολιού με την πολίτικη λύρα. Τα τραγούδια αυτά είναι κυρίως των λαϊκών συνοικιών (μαχαλάδων) και ακούγονται στα σοκάκια, στα χάνια, στις ταβέρνες και τα λαϊκά κέντρα των πόλεων που προαναφέραμε.
Η μετανάστευση προς Αμερική που παίρνει τεράστιες διαστάσεις από το 1893 μέχρι το 1920, ανοίγει ένα άλλο κεφάλαιο στην ιστορία και τη δισκογραφία των ρεμπέτικων. Όλος αυτός ο κόσμος των μεταναστών, που ξεπερνά το μισό εκατομμύριο, σέρνει στην ξενητειά μαζί με τους καημούς και τα όνειρά του και τα τραγούδια της πατρίδας. Όλα: Δημοτικά, ελαφρά και ρεμπέτικα. Έτσι για την πρώτη αυτή περίοδο έχουμε εκτός τους παραπάνω δυο χώρους (Ελλάδα – Μικρά Ασία) και τον χώρο των μεταναστών της Αμερικής. Το 1910 γραμμοφωνούνται στην Αμερική τα πρώτα ρεμπέτικα, που ήδη προϋπήρχαν και είχαν διαδοθεί στόμα με στόμα.
Η δεύτερη περίοδος, καλύπτει το διάστημα από το 1922 μέχρι το 1937 – 40. Τα δύο παραπάνω βασικά είδη που αναφέραμε θα συνυπάρξουν αναγκαστικά, θα ακολουθήσουν μια κοινή πορεία, με συνεχείς αλληλεπιδράσεις του ενός είδους επί του άλλου, και με αποτελέσματα που θα σημαδέψουν τη μορφή και των δύο ειδών. Ο ενωτικός κρίκος δεν είναι παρά οι κυριολεκτικά άθλιες συνθήκες ζωής που περίμεναν στα »γκέτο» των προσφυγικών παραγκουπόλεων, τα έτσι κι αλλιώς διογκωμένα και αποριγμένα στην άκρη, κοινωνικά αυτά στρώματα της ελληνικής αγροτιάς και των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ρεμπέτικα της κυρίως Ελλάδας, θα φτάσουν να πάρουν τις συνοικίες του Πειραιά (Πειραιώτικη Σχολή) με επίκεντρο τη Δραπετσώνα, τη μορφή αυτή που αναγνωρίζουμε στα τραγούδια του κλασικού ρεμπέτικου [Μάρκος Βαμαβακάρης, Γιώργος Μπάτης, Ανέστης Δελιάς, Στράτος Παγιουμτζής, Γιάννης Εϊτζιρίδης (Γιοβάν Τσαούς)], που καθιερώνει το μπουζούκι («μπουζουκομπαγλαμάδες»). Ζεϊμπέκικο και χασάπικο είναι οι χαρακτηριστικοί ρυθμοί.
Από την άλλη μεριά το λαϊκό τραγούδι της Μικράς Ασίας »το σμυρνέϊκο» όπως συνηθίστηκε να ονομάζεται, θα υποστεί σημαντικές αλλαγές και στη μουσική του μορφή και στη θεματολογία του, που θα φτάσει να είναι σχεδόν η ίδια με αυτή των ρεμπέτικων τραγουδιών της κυρίως Ελλάδας, έτσι που να αποτελεί ουσιαστικά ένα διαφορετικό κεφάλαιο συγκριτικά με το σμυρνέϊκο όπως το γνωρίσαμε και μας ήρθε από τη Μικρά Ασία πριν το 1922. Μ’ αυτή του τη μορφή μετά το 1930 μας γίνεται γνωστό (Σμυρνέϊκη Σχολή ), μέσα από τα τραγούδια του Βαγγέλη Παπάζογλου, Παναγιώτη Τούντα, Κώστα Σκαρβέλη, Δημ. Σέσμη, Γιάννη Δραγάτση, Γρ. Ασίκη και των άλλων της Σμυρνέϊκης Κομπανίας.
Το 1937 αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού. Σημαδεύει το τέλος της περιόδου της ακμής και την αρχή της τρίτης περιόδου, από όπου αρχίζει η φάση της παρακμής του είδους. Το βασικό γεγονός της επιβολής λογοκρισίας, (δικτατορία Μεταξά – 4η Αυγούστου,1938) τόσο στους στοίχους, όσο και στη μουσική των τραγουδιών εκείνων που θυμίζανε μικρασιατική ή »ανατολίτικη» προέλευση, είχε σα στόχο αλλά και σαν αποτέλεσμα τον αναγκαστικό »εξευρωπαϊσμό» του ρεμπέτικου. Για πρώτη φορά οι λαϊκοί δημιουργοί αυτού του είδους, που το κύριο χαρακτηριστικό, μέχρι τότε, ήταν η αυθόρμητη λειτουργία στον τομέα της δημιουργίας, ήταν αναγκασμένοι ή να μην ξαναηχογραφήσουν τραγούδια, όπως συνέβη με πολλούς απ’ αυτούς ή να αυτολογοκρίνονται προσαρμοζόμενοι στις απαιτήσεις της λογοκρισίας, προκειμένου να ηχογραφηθεί και να γίνει γνωστό το τραγούδι τους.
Η τρίτη περίοδος (1941 – 1955) συμπίπτει με τα φοβερά γεγονότα της Κατοχής και του Εμφύλιου, που το ρεμπέτικο καθόλου δεν τα αγνόησε. Μετά το μεσοδιάστημα 1937 – 41 και με το θάνατο σχεδόν όλων των βασικών συνθετών του »σμυρνέϊκου» τραγουδιού, επικρατεί το »ευρωπαϊκό» στυλ στο ρεμπέτικο, κατοχυρώνεται η ύπαρξη και η λειτουργία των ευρωπαϊκών οργάνων που είχε αρχίσει πριν τον πόλεμο στη »ρεμπέτικη» κομπανία, όπως η κιθάρα, το ακορντεόν και το πιάνο, προστίθεται η τέταρτη χορδή στο μπουζούκι, εξαφανίζεται σιγά – σιγά ο μπαγλαμάς και το ρεμπέτικο μετατρέπεται βαθμιαία σε αυτό που ονομάζουμε λαϊκό.
Κύριοι συντελεστές της «μετατροπής» και «μετάλλαξης» αυτής οι: Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας, Χιώτης, Μητσάκης κ.ά. Η μουσική γίνεται πιο περίτεχνη και δεξιοτεχνική. Με το άνοιγμα των εταιριών δίσκων το 1946 το ρεμπέτικο γνώρισε νέα ακμή, μέχρι να δώσει τη θέση του στο λαϊκό. Τα περισσότερα ρεμπέτικα γράφτηκαν κατά τις δεκαετίες του 1930 ως και του 1950. Ενώ γύρω στα 1950 – 55 εξέλιπαν οριστικά οι κοινωνικές συνθήκες που δημιουργήσανε το ρεμπέτικο τραγούδι και παρά τις λίγες αναλαμπές, όπως αυτή του Στ. Τζουανάκου, έπαψε ουσιαστικά να υπάρχει από πλευράς δημιουργίας. Οι λίγες εστίες μέχρι σήμερα, απομένουν για να επιβεβαιώσουν τον κανόνα.
(πηγές: Περιοδικό »ΜΟΥΣΙΚΗ» -τεύχη 17,38, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ, enet.gr, in2life.gr, voutsinos.blogspot.gr)