του Νικήτα Κανάκη
Δεκατέσσερα στα δεκαπέντε. Θα μπορούσε να είναι ένας από οποιοσδήποτε έφηβος από τα παιδιά μας. Που ερωτεύονται, πεισμώνουν, μας θυμώνουν, τριγυρίζουν, ονειρεύονται.
Αλλά όχι. Αυτός ήταν αλλιώς. Παιδί Αφγανών που ξεκίνησε μαζί με τους δικούς του για την Δύση. Περαστικός από την Ελλάδα. Στην τράμπα για να συνεχίσει το παράνομο ταξίδι για την Εσπερία, ξέμεινε πίσω «εγγύηση» για τους διακινητές. Κάποια στιγμή θα σας διηγηθώ κάποιες από τις συγκλονιστικές ιστορίες του σύγχρονου δουλεμπορίου, για το πώς κυρίως έφηβοι και παιδιά ξεμένουν πίσω «καβάντζα».
Περιμένοντας άδω, τρομαγμένος και χαμένος, όμοια με αδέσποτο σκυλί, είχε την «τύχη» να πέσει πάνω σε κάποια από τις ανθρώπινες αγέλες που κατακρεουργούν ζωές και αξιοπρέπεια. Τον χαράκωσαν στο παιδικό πρόσωπο, αφήνοντας του σημάδια ανεξίτηλα της «ελληνικής φιλοξενίας». Σχεδόν 30 ράμματα μέτρησα ανάμεσα στα δάκρυα από τα σαστισμένα μάτια. Κάποιος συμπατριώτης του τον έφερε στο Πολυϊατρείο μας. Είχα παρά πολύ καιρό να δω τόσο σαστισμένο και τρομαγμένο άνθρωπο.
Πέσαμε πάνω του όλοι στους Γιατρούς του Κόσμου να απαλύνουμε τον τρόμο στην ψυχή του. Να εξασφαλίσουμε να μείνει κάπου, να βρούμε να φάει, να ψάξουμε τους δικούς του, να τον γιατροπορέψουμε, να τον κάνουμε να αισθανθεί πως πλέον είναι ανάμεσα σε Ανθρώπους, πως δεν είναι πια μόνος του. Μας κοίταζε σαστισμένος.
Τον ρώτησα κάποια στιγμή με τον μεταφραστή μας τι άλλο θα ήθελε εκείνες τις πρώτες ώρες.
– Δεν μπορείς να μου δώσεις αυτό που θέλω, αποκρίθηκε σιγανά.
-Δοκίμασε, μπορεί και να μπορώ!
– Θέλω τη μαμά μου…
Γύρισα το κεφάλι από την άλλη…
(πηγή: unhcr.gr/1againstracism)