Ο κ. Δημήτρης τα τελευταία έξι χρόνια κατοικεί στον λόφο, ανάμεσα σε πρώην κακοποιούς και τοξικομανείς, έχει την Αθήνα πιάτο και επιβιώνει με τους κανόνες που επιτάσσει η σκληρή ζωή μέσα στους δρόμους
Το καθιστικό του είναι ένα πράσινο παγκάκι. Η κουζίνα του ένα πρόχειρο κατσαρολάκι της κακιάς ώρας. Το δωμάτιό του τρία χιλιοταλαιπωρημένα από τους αέρηδες νάιλον που μπάζουν από παντού. Μόνο η θέα από το «μπαλκόνι» σκίζει. «Πόσα σπίτια βλέπουν Ακρόπολη από το παράθυρό τους;» ρωτά χαμογελαστός.
Ο κ. Δημήτρης είναι ωραίος τύπος. Κουβαλά όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που με ένα καλαμπούρι της στιγμής μπορούν να εξαφανίσουν την αμηχανία σου ως ταχυδακτυλουργοί. Ειδικά εκείνο το είδος της αμηχανίας που σε καταλαμβάνει μπροστά σε έναν 66χρονο άστεγο, ο οποίος ζει τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής του σε έναν λόφο στο κέντρο της πόλης. «Δεν είμαι μόνος εδώ… Υπάρχουν και άλλοι άστεγοι, σκόρπιοι, στην περιοχή του Φιλοπάππου. Τον χειμώνα δεν είμαστε περισσότεροι από 10 με 15, όμως το καλοκαίρι φτάνουμε τους 40-50 ανθρώπους».
Μια μικρή, ιδιότυπη κοινωνία ανθρώπων που ανασαίνει χαμηλόφωνα στην πίσω αυλή της Αθήνας, προσπαθώντας να μην ενοχλήσει κανέναν. Μέσα της θα συναντήσεις από νεόπτωχους της ελληνικής κρίσης που το κύμα ξέβρασε στο βουνό σαν καραβοτσακισμένα βαπόρια βιβλικών παραβολών, μέχρι τοξικομανείς που γυρεύουν τη μοιραία δόση στην ησυχία του λόφου, μακριά από τους νοικοκυραίους της πόλης. Και από λαθρομετανάστες που θέλουν απλώς να περάσει άλλη μια νύχτα στο άγνωστο μέχρι «απόβλητους» που ξεπληρώνουν τα «εγκλήματά» τους στην απομόνωση του βουνού.
«Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές…» λέει ο κ. Δημήτρης. «Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις ανθρώπων που ζουν στον λόφο. Ας πούμε, το καλοκαίρι έρχεται ένας συνταξιούχος καθηγητής πανεπιστημίου. Στην αρχή δεν το ήξερα ότι ήταν καθηγητής, νόμιζα ότι ήταν άστεγος. Έστησε, που λες, μια μέρα κοντά σ’ εμένα το κατάλυμά του και γνωριστήκαμε. Είχε κάτι περίεργα, φουντωτά λευκά μαλλιά και από μέσα μου τον αποκαλούσα «Αϊνστάιν».
Μου είπε ότι έχει σπίτι, αλλά από τότε που πέθανε η γυναίκα του δεν αντέχει να μένει εκεί. Παιδιά δεν είχε, έτσι ανέβαινε στο βουνό. Για ένα ολόκληρο καλοκαίρι. Έρχεται ακόμα καμιά φορά, αλλά πλέον πιο σπάνια. Κι όταν τον ρωτάω πότε-πότε «γιατί δεν πας σπίτι σου να κοιμηθείς;» μου απαντά «ρε Δημήτρη, πού αλλού θα έχουμε την Αθήνα πιάτο;». Είναι υπέροχος άνθρωπος ο «Αϊνστάιν» και καλός συνομιλητής. Μόνο που έχει μανία με τις εφημερίδες. Κάθε μέρα διαβάζει ένα σωρό. Και ό,τι του αρέσει, το αρχειοθετεί και το πάει σπίτι».
Συχνά-πυκνά η μικρή κοινωνία αστέγων του Φιλοπάππου δέχεται τις ενοχλήσεις είτε της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είτε της Δημοτικής Αστυνομίας. «Έρχονται πάνω και μας κάνουν κάποιες παρατηρήσεις, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν τα στραβά μάτια και αυτοί. Είναι παράνομο που είμαστε εδώ, όμως δεν μας διώχνουν, το βλέπουν ανθρώπινα. Πρόσφατα, βέβαια, ήρθαν δύο παιδιά της Δημοτικής Αστυνομίας και μου είπαν να τα μαζέψω, γιατί τώρα, την Καθαρά Δευτέρα, θα ανέβει κόσμος στον λόφο να πετάξει χαρταετό με τα παιδιά του. Οπότε, εκείνη την ημέρα πρέπει να χαθώ και αργότερα να ξαναστήσω κάπου.
Τι να κάνεις, η ζωή συνεχίζεται». Ο κ. Δημητρής αυτή την εποχή δεν έχει κανένα εισόδημα, πέρα από το χαρτζιλίκι που κερδίζει στο θέατρο Σφενδόνη, βοηθώντας στα σκηνικά. «Τυχαία ξεκίνησα τη δουλειά στο θέατρο. Είχε ανέβει πριν από καιρό μια κοπέλα στον λόφο και πιάσαμε την κουβέντα. Γνωριστήκαμε και έκτοτε, όποτε ερχόταν πάνω, περνούσε να μου πει ένα γεια. Μια μέρα μου πρότεινε να βοηθάω στα σκηνικά στο θέατρο στο οποίο εργαζόταν. Ξέρεις, πιάνουν τα χέρια μου, έχω κάνει δεκάδες δουλειές στη ζωή μου.
Από σερβιτόρος μέχρι οικοδομή και από εργοδηγός μέχρι μπογιατζής. Και πολλές άλλες. Δέχτηκα, λοιπόν, και την επόμενη μέρα πήγα. Να, αυτή είναι η κοπέλα…» λέει ο κ. Δημήτρης και ξεδιπλώνει μια αφίσα που απεικονίζει την ηθοποιό Κατερίνα Διδασκάλου στο έργο Πόρνη από πάνω. «Ωραία παράσταση, να έρθεις με τους φίλους σου να τη δεις. Είναι καλός άνθρωπος η Κατερίνα και φοβερή ηθοποιός».
Δεν είναι, όμως, η μόνη του φίλη στον λόφο. «Πριν από λίγο καιρό γνώρισα και ένα πατριωτάκι μου! Είχε ανέβει στον λόφο για να περπατήσει λόγω ενός προβλήματος υγείας και πάνω στην κουβέντα αποδείχτηκε ότι είχαμε γεννηθεί στο ίδιο χωριό στην Καρδίτσα! Από τότε έρχεται συχνά και μου φέρνει πάντα λίγο φαγητό. Να, κι αυτά εδώ σήμερα αυτός τα έφερε…» λέει και ανοίγει δύο τάπερ με ρεβίθια και χωριάτικη σαλάτα. «Υπάρχει άλλη μία κυρία που μου φέρνει καμιά φορά φαγητό και εγώ, ως αντάλλαγμα, μαζεύω και της δίνω χόρτα από τον λόφο. Τώρα τελευταία, βέβαια, έχει προβλήματα υγείας και δυσκολεύεται να ανέβει, αλλά μου λέει πάντα καλόκαρδα «βρε Δημήτρη, αν δεν ανέβω να σου πω μια καλησπέρα, τι σόι βόλτα θα είναι αυτή;». Κι όταν πάλι ξεμένω από φαγητό, κατηφορίζω και τρώω στο συσσίτιο στην Καλλιθέα».
Συχνά η «συγκατοίκηση» με τους υπόλοιπους «ενοίκους» του λόφου είναι προβληματική. «Ο λόφος έχει τους κανόνες του και πρέπει να ζεις με αυτούς. Το πρώτο πράγμα που έμαθα είναι ότι η φιλία μεταξύ άστεγων ανθρώπων είναι δύσκολο πράγμα. Τρεις φορές μου έχουν κλέψει πράγματα «φίλοι», και μάλιστα πρώτης ανάγκης. Απ’ αυτά που οφείλεις να έχεις, αν θέλεις να επιζήσεις εδώ». Αυτό τον καιρό ζουν περίπου 10 άνθρωποι στον λόφο του Φιλοπάππου.
Γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους, χωρίς όμως να έχουν πολλά-πολλά. Ανάμεσά τους ζει και ο Ματθαίος Μονσελάς, που οι παλαιότεροι πιθανώς να θυμούνται από την πρωτόγνωρη για τα ελληνικά χρονικά ανθρωποκτονία με συναίνεση της οδοντιάτρου Γιόλας Βαγενά το 1994. Σήμερα αυτός ο άντρας, που ζει απομονωμένος στη σιωπή, δεν θυμίζει σε τίποτα τον νεαρό που πρωταγωνιστούσε πριν από 19 χρόνια στα δελτία ειδήσεων. «Ο καθένας εδώ έχει την ιστορία του. Το μυστικό είναι να μη σκαλίζεις πολύ τα πράγματα. Δεν χρειάζεται…» ψιθυρίζει ο κ. Δημήτρης καθώς κατηφορίζουμε στο μονοπάτι για μια «ξενάγηση» στην ενδοχώρα του Φιλοπάππου. Στη διαδρομή συναντάμε ένα ζευγάρι τοξικομανών σε ένα πρόχειρο κατάλυμα. «Είναι ξένοι αυτοί, ο άντρας από την Αυστρία, η γυναίκα από την Ολλανδία. Ζουν καιρό εδώ και τσακώνονται συνέχεια. Τα βράδια ακούς τις φωνές τους μέχρι κάτω».
Πίσω μας μια παρέα αδέσποτων σκύλων ακολουθεί σε μικρή απόσταση. «Μη φοβάστε, είναι δικά μου. Τι δικά μου, δηλαδή, αδέσποτα είναι που τα ταΐζω εγώ. Είναι καλή συντροφιά. Καμιά φορά καλύτερη και από τους ανθρώπους». Τον ρωτώ αν σκέφτηκε ποτέ να κάνει οικογένεια. «Δεν ξέρω καν τι είναι η οικογένεια. Γεννήθηκα μέσα στον Εμφύλιο. Ο πατέρας μου δολοφονήθηκε από τους αντάρτες και η μάνα μου πέθανε όταν ήμουν βρέφος. Με μεγάλωσε μια θεία μου που ζούσε μόνη της στα Τρίκαλα. Αυτή είναι η μόνη οικογένεια που γνώρισα ποτέ, και αυτό για λίγο. Ακόμα και με τα αδέρφια μου δεν κρατήσαμε επαφές. Έχω χρόνια να μάθω νέα τους. Ξέρω μόνο ότι ο αδερφός μου έφυγε για τη Γερμανία και ότι η αδερφή μου ζει στα Τρίκαλα. Κανένας μας δεν έκανε οικογένεια».
(πηγή: lifo.gr, Φωτό: Αλέξανδρος Κατσής)