Το παραμύθι διεγείρει δημιουργικά τη φαντασία του παιδιού, αν και έχει επίγνωση πως ό,τι ακούει δε συμβαίνει πραγματικά, όπως επίσης ότι στο τέλος θα υπερισχύσει το καλό έναντι του κακού. Οι ψυχολόγοι που έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος πιστεύουν πως λειτουργεί λυτρωτικά στο παιδί κι αυτό γιατί οι ανθρώπινοι χαρακτήρες των παραμυθιών παρουσιάζουν ομοιότητες στη συμπεριφορά τους με ανθρώπινους χαρακτήρες, που συναντούν στην καθημερινότητά τους.
Η παιδική επικοινωνία με τους ήρωες των παραμυθιών επιτυγχάνεται μ’ έναν τρόπο συμβολικό που δεν προκαλεί φόβο ακόμη κι αν υπάρχουν σκηνές βίας. Το παιδί έχει ανάγκη να δραπετεύσει από τον εαυτό του ή από την καθημερινότητά του και το παραμύθι του παρέχει την ευκαιρία να γίνει ένα άλλο πρόσωπο ή ζώο ή αντικείμενο. Έτσι ικανοποιείται με φαντασιώσεις που εκφράζει κυρίως στο παιχνίδι όπως του πανίσχυρου, αήττητου ήρωα που καταρρίπτει με ευκολία τα εμπόδια, υπερβαίνει τις δυσκολίες και επιβάλλεται αναντίρρητα στους συμπαίκτες του. Στο χαρακτήρα των ηρώων του παραμυθιού υπάρχει στατικότητα και συγκεκριμένα εμφανίζονται ως καλοί ή κακοί, δίκαιοι ή άδικοι, ευφυείς ή αφελείς, όμορφοι ή άσχημοι σε απόλυτο βαθμό.
Μάλιστα υπάρχουν παραμύθια στα οποία ο ήρωας είναι παιδί και αυτό ενισχύει εντονότερα την ταύτιση του παιδιού με το συνομήλικό του ήρωα. Ο «μικρός» ήρωας υλοποιεί τους στόχους του όχι με τη σωματική ρώμη αλλά με την εξυπνάδα, την επινοητικότητα και την εφευρετικότητα αλλά με την παροχή βοήθειας από τρίτους, όπως: καλές νεράιδες, εξανθρωπισμένα ζώα ή πράγματα.
Τι πετυχαίνουμε μ’ ένα παραμύθι
Η αφήγηση παραμυθιών δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες χρήσεις. Αντιθέτως έχει πολλές εφαρμογές και πολυδιάστατους στόχους. Παρακάτω αναφέρονται κάποιοι ενδεικτικοί στόχοι:
1. Δυναμώνει την αντίληψη του παιδιού, καθώς καλείται να κατανοήσει τη ροή και το περιεχόμενο του παραμυθιού. Ταυτόχρονα ενισχύεται η συγκέντρωση και η προσοχή του.
2. Προσφέρει εναλλακτικές στην επίλυση προβλήματος. Ο ήρωας λειτουργεί σαν πρότυπο για το παιδί, αφού είναι υποχρεωμένος να βγει από μια δύσκολη κατάσταση.
3. Ενισχύεται η σχέση γονέα-παιδιού, καθώς η αφήγηση είναι το μοίρασμα μιας ακόμα εμπειρίας μεταξύ τους.
4. Αυξάνεται το κίνητρο για αλλαγή από τη μεριά του παιδιού, καθώς το ίδιο ταυτίζεται με τον ήρωα που αλλάζει προς θετική κατεύθυνση.
5. Βοηθά στη λειτουργική νοηματοδότηση καταστάσεων, όπως συμβαίνει με τα παραμύθια για το θάνατο, το χωρισμό κλπ.
6. Διευκολύνει την έκφραση συναισθημάτων. Το παιδί νιώθει πιο άνετα να εκφράσει προβληματισμούς και συναισθήματα με αφορμή τα όσα ακούει να του διηγούνται.
7. Αλλάζει την οπτική για τις προσωπικές δυσκολίες. Το παραμύθι δεν επικεντρώνεται μόνο στη δυσκολία αλλά δίνει περισσότερη έμφαση στα βοηθητικά μέσα και στην αλλαγή οπτικής των καταστάσεων.
8. Ενθαρρύνεται η αλλαγή για νέες συμπεριφορές. Πάντα σε κάθε παραμύθι προσφέρεται μία ή περισσότερες λύσεις. Η οπτική αυτή στέλνει αισιόδοξα και ενθαρρυντικά μηνύματα.
Πώς να λέμε παραμύθια…
Οι περισσότεροι από εμάς, όταν ακούμε τη λέξη παραμύθι, σκεφτόμαστε συνειρμικά την εικόνα μιας γιαγιούλας, καθισμένης μπροστά στο τζάκι, σε κουνιστή καρέκλα, να διηγείται ενδιαφέρουσες ιστορίες στα εγγονάκια της, που την παρακολουθούν με προσοχή. Αν παρατηρήσετε προσεκτικά την εικόνα αυτή, θα δείτε ότι η γιαγιά δεν κρατάει στα χέρια της κανένα βιβλίο. Συνεπώς δεν διαβάζει τα παραμύθια που λέει, αλλά τα αφηγείται. Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί να παρατηρήσουμε μια τέτοια λεπτομέρεια. Κι όμως, σύμφωνα με τον παιδοψυχολόγο Μπρούνο Μπετελχάιμ έχει πολύ μεγάλη σημασία να αφηγούμαστε και όχι να διαβάζουμε ένα παραμύθι, προκειμένου να αποδοθούν πλήρως τα νόηματά του και να περάσουν τα σωστά μηνύματα στο παιδί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ένα παραμύθι που το αφηγούμαστε είναι πιο εύπλαστο, δίνει χώρο στην φαντασία μας και γεμίζει με προσωπικά συναισθήματα, που αγκαλιάζουν στοργικά το παιδί μας. Όταν μένουμε πιστοί στον τρόπο που είναι γραμμένη μια ιστορία, της αφαιρούμε μεγάλο μέρος της αξίας της, αλλά και της μαγείας που οφείλει να την περιβάλλει, για να κερδίσει την παιδική αφοσίωση. Δεν φτάνει όμως μόνο η αφήγηση. Σύμφωνα επίσης με τον Μπετελχάιμ, είναι σημαντικό σε κάθε ιστορία, να δίνουμε και την δική μας προσωπική πινελιά. Αν για παράδειγμα το παιδί μας είναι δυσαρεστημένο για κάτι που του έχει συμβεί, όπως για παράδειγμα μια αδελφική αντιζηλία, εκείνη τη στιγμή περιμένει από εμάς να ακούσει μια ιστορία που ο ήρωάς της θα ταυτίζεται μαζί του. Η εξέλιξη λοιπόν του μύθου θα δώσει λύση στον πρωταγωνιστή του παραμυθιού και ταυτόχρονα θα ανακουφίσει τον μικρούλη ακροατή από τα παιδικά του άγχη και θα τον διδάξει.
Φυσικά, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι όταν ξεκινάμε να πούμε ένα παραμύθι, ο αρχικός στόχος δεν είναι πάντα η διδαχή και το να καταλάβει το παιδί τον εαυτό του. Για αυτό και δεν πρέπει να εξηγούμε το παραμύθι, αλλά να αφήνουμε το παιδί να ανακαλύψει μόνο του τα νοήματα. Στόχος είναι η απόλαυση, μέσα από την ενίσχυση της φαντασίας του παιδιού, που το μεταφέρει σε άλλους κόσμους. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, έρχεται και η υποσυνείδητη ανακάλυψη πτυχών της προσωπικότητάς του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη μαγεία. Επιπλέον, όταν συμμετέχετε ενεργά στην ιστορία που διηγείστε, όταν την εμπλουτίζετε με δικά σας συναισθήματα, που γεννιούνται από τα βιώματά σας, το παιδί αποκτά έναν σύμμαχο στην τρυφερή του ηλικία.
Νιώθει ότι το καταλαβαίνετε και ότι δεν είναι μόνο του στον κόσμο της φαντασίας. Ο γονιός του, το άτομο που πιο πολύ το αγαπάει είναι εκεί μαζί του, συνταξιδιώτης…
Την επόμενη λοιπόν φορά που θα ξεκινήσετε ένα ταξίδι ονειρικό, ένα ταξίδι παραμυθένιο, μην το διαβάσετε το παραμύθι. Μπείτε σε αυτό και αφηγηθείτε το. Και προσοχή: δεκτά τα “σκονάκια” και οι σημειώσεις, αλλά με μέτρο…
(πηγή: cosmedic.gr)