Τα σχολεία θα ανοίξουν σε λίγες ημέρες και κάποια παιδιά θα αποχωριστούν για πρώτη φορά τους γονείς τους, καθώς θα διαβαίνουν την πόρτα του παιδικού σταθμού ή του νηπιαγωγείου. Για κάποια απ’ αυτά, η εμπειρία θα είναι οδυνηρή.
Το κλάμα και η άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο και οι ψυχολόγοι το αποδίδουν κυρίως στο άγχος που δημιουργεί ο αποχωρισμός από τους γονείς.
Απαντήσεις για τα αίτια του φαινομένου και συμβουλές για το τι θα πρέπει να κάνουν οι γονείς δίνουν οι ψυχολόγοι Φρόσω Μήτσιου (με ειδικότητα στην σχολική- εξελικτική ψυχολογία) και Φιλαρέτη Τζάλλα (ειδικευμένη στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων).
Γιατί δεν θέλουν να πάνε σχολείο;
Παρόλο που οι γονείς ανησυχούν και δυσκολεύονται, όταν βλέπουν το παιδί στην πόρτα του σχολείου, την πρώτη μέρα, εβδομάδα ή μήνα να κλαίει έντονα, κάτι τέτοιο θεωρείται φυσιολογικό, καθώς το κλάμα αποτελεί ένδειξη και της σχέσης-δεσμού με τους γονείς του. Για αρκετά παιδιά, η είσοδος στο σχολείο ενεργοποιεί το άγχος αποχωρισμού, καθώς πιστεύουν ότι η μαμά ή ο μπαμπάς θα τα αφήσει στο σχολείο και δεν θα έρθει να τα πάρει. Η μετάβαση στο σχολείο, σ’ ένα νέο χώρο, με πολλά παιδιά, δημιουργεί στην αρχή μια αναστάτωση, καθώς το παιδί απομακρύνεται από την ασφάλεια του σπιτιού και των προσώπων που το περιστοίχιζαν. Νιώθει ότι χάνει την αποκλειστικότητα και ότι χρειάζεται να αναπτύξει νέες δεξιότητες και συμπεριφορές για να ενταχθεί», εξηγεί η κ. Μήτσιου.
Από την πλευρά της, η κ. Τζάλλα αναφέρει ότι το άγχος του αποχωρισμού είναι φυσιολογικό και ξεκινά από την ηλικία των 6 μηνών, κατά την οποία το βρέφος δυσανασχετεί, όταν βλέπει τους γονείς του να απομακρύνονται. Αυτό διαρκεί μέχρι την ηλικία των 3 ετών και σταδιακά μειώνεται.
«Όσο μεγαλώνει ένα παιδί, τόσο πιο εύκολος είναι ο αποχωρισμός από τους γονείς. Ωστόσο, κάθε παιδί έχει το δικό του ρυθμό ανάπτυξης, από τον οποίο εξαρτάται το άγχος. Αλλά δεν εξαρτάται μόνο απ’ αυτό, εξαρτάται από το επίπεδο του παιδιού, την ιδιοσυγκρασία του, από προηγούμενες εμπειρίες αποχωρισμού, από τον τρόπο που οι γονείς χειρίζονται τον αποχωρισμό. Το άγχος είναι φυσιολογικό για το παιδί, αλλά και για τους γονείς, οι οποίοι αισθάνονται ενοχή που αφήνουν το παιδί τους κι αυτό τους δημιουργεί άγχος. Πίσω από κάθε παιδί που έχει άγχος κρύβεται ένας γονιός με άγχος», προσθέτει η κ. Τζάλλα.
Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου παιδί και γονέας (συνήθως μητέρα) έχουν αναπτύξει μια έντονη σχέση προσκόλλησης/δεσμού ως προσπάθεια αναπλήρωσης (κυρίως από την πλευρά του γονέα) κάποιου συναισθηματικού κενού, γεγονός που δυσκολεύει την προσαρμογή του παιδιού στο νέο περιβάλλον. Αυτό, όπως εξηγεί η κ. Μήτσιου, εντείνεται, όταν ο γονέας δείχνει ότι ανησυχεί πολύ για το πού θα πάει το παιδί, ιδίως όταν αυτό παρουσιάζει κάποια προβλήματα υγείας ή είναι μοναχοπαίδι και αρκετές φορές κλαίει μπροστά του.
Τι πρέπει να κάνουν οι γονείς;
Βασικό είναι να επεξεργαστούν πρώτα οι ίδιοι οι γονείς τι σημαίνει γι’ αυτούς η μετάβαση του παιδιού από το σπίτι στο σχολείο και να αναπροσδιορίσουν τις ανάγκες τους και τη σχέση τους με το παιδί.
«Οι γονείς πρέπει να είναι ήρεμοι, αποφεύγοντας την έντονη προσκόλληση στο παιδί, όταν επιστρέφει από το σχολείο. Οι δικές τους συναισθηματικές αντιδράσεις είναι καταλυτικές τόσο για τις συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού όσο και για την εικόνα που θα δημιουργήσει το ίδιο για το σχολείο. Η προετοιμασία του παιδιού, μέσω συζητήσεων, επίσκεψης στο χώρο του σχολείου, καθώς και η τήρηση του σχολικού ωραρίου διευκολύνει αυτή τη μετάβαση. Καλό είναι να χαιρετήσει ο γονέας το παιδί, να του πει πού πάει, αλλά να αποφύγει να παρατείνει την παραμονή του στο χώρο, όταν αρχίσει το παιδί να κλαίει (όσο δύσκολο και αν είναι για το γονέα). Μπορεί να προτείνει στο παιδί να πάρει μαζί του στο σχολείο κάποια αγαπημένα του αντικείμενα ή να δείξει στα άλλα παιδιά κάτι που του αρέσει να κάνει», συνιστά η κ. Μήτσιου.
Η κ. Τζάλλα από τη πλευρά της προτείνει στους γονείς να μην μιλούν στα παιδιά τους αποκλειστικά για το σχολείο, να τα προετοιμάσουν για το σχολικό περιβάλλον με μια επίσκεψη στο σχολείο, πριν αρχίσει η φοίτηση, να ενθαρρύνουν κάθε προσπάθεια του παιδιού που πάει για πρώτη φορά μόνο του σχολείο και να επιβραβεύουν την παραμονή του στο σχολείο, να ενισχύσουν την αυτονομία του όσο βρίσκονται στο σπίτι ώστε να αναπτύξει τις ικανότητές του (π.χ. να το αφήνουν να τρώει μόνο του στο τραπέζι ή όταν ένα παιδί έχει «καθαρίσει», να ενθαρρύνεται να πηγαίνει στην τουαλέτα και να καθαρίζεται μόνο του).
Οι γονείς θα πρέπει να αναγνωρίσουν το άγχος του παιδιού και να μην του μεταδίδουν το δικό του άγχος, γιατί «το άγχος γεννάει άγχος», τονίζει η κ. Τζάλλα.
Επισημαίνει ακόμη ότι, όταν ένα παιδί κλαίει, θα πρέπει πάντα ο γονιός να συνεργάζεται με τη δασκάλα (ακόμη και αν δε συμφωνεί μαζί της) για να δημιουργηθεί ένα καλύτερο πνεύμα σεβασμού. Επίσης, ο γονιός δεν πρέπει να υποκύπτει, όταν το παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο.
Πότε πρέπει να απευθυνθούν σε ειδικό;
Ένα δοκιμαστικό διάστημα μερικών μηνών (περίπου μέχρι τα Χριστούγεννα) μπορεί να δείξει, αν το παιδί μπορεί να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. «Αν σ’ αυτό το διάστημα, το κλάμα συνεχίσει να είναι έντονο και παρατηρηθούν, είτε από τον εκπαιδευτικό είτε από τους γονείς, συμπεριφορές, όπως π.χ. να πέφτει εύκολα, να δυσκολεύεται να σκαρφαλώσει ή να χοροπηδήσει, να δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί, να θυμηθεί οδηγίες/ιστορίες, να ηχολαλεί ή να μιλά ελάχιστα, να αποφεύγει τα άλλα παιδιά, να προτιμά να είναι μόνο ή να είναι αρκετά επιθετικό, να κλαίει πολύ και με το παραμικρό, να έχει αρκετές φοβίες, να έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, να μιλά σιγανά ή φωναχτά στον εαυτό του, τότε είναι σημαντική η συμβολή ενός ειδικού για μια ολόπλευρη διερεύνηση, καθώς μπορεί το κλάμα να είναι- ίσως- η επιφάνεια μιας βαθύτερης δυσκολίας», τονίζει η κ. Μήτσιου.
(Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Αγγέλα Φωτοπούλου Αναδημοσίευση από Nooz.gr)
–