Γράφει ο Φώτης Ρήνας
Οι ρίζες της αρχαίας ελληνικής μουσικής βρίσκονται στο μουσικό πολιτισμό των λαών της Ανατολικής Μεσογείου. Τον έντονο επηρεασμό των Ελλήνων απ΄τη μουσική των γειτονικών ανατολικών λαών μαρτυρούν τα μουσικά όργανα, μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, αποσπάσματα της μυθολογίας και πολλά στοιχεία του μουσικού τους συστήματος. Ωστόσο οι Έλληνες έβαλαν πάνω σ’ αυτά τη σφραγίδα της καλλιτεχνικής τους φαντασίας και πνευματικότητας. Με το χαρακτηριστικό ερευνητικό και ορθολογιστικό τους πνεύμα, έβαλαν τις βάσεις της θεωρίας της μουσικής, αλλά ακόμα και της μουσικής ψυχολογίας και αισθητικής. Σ΄ αυτές δε τις βάσεις στηρίχτηκε μετέπειτα η θεωρία και η εξέλιξη της ευρωπαϊκής μουσικής!
Κατά τη μυθολογία, η αρχή της μουσικής αποδίδεται σε θεότητες – στις Μούσες, εξ ου και «μουσική» – όπως και η εφεύρεση των μουσικών οργάνων: Η Αθηνά κατασκευάζει τον πρώτο αυλό, ο Ερμής την πρώτη λύρα κλπ. Επίσης κατά την προϊστορική περίοδο η μουσική και στον ελληνικό χώρο ήταν συνδεδεμένη με τη μαγεία και την έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος. Τα αρχαιότερα μουσικοποιητικά είδη έχουν θρησκευτική προέλευση: ο θρήνος εξέφραζε τη θλίψη για το θάνατο του Άδωνι και ο παιάν την ευχαριστία για τη θεραπεία ενός αρρώστου, προς μια θεότητα που λεγόταν επίσης Παιάν και αργότερα προς τον Απόλλωνα. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως χάνουν το θρησκευτικό τους νόημα και ο θρήνος εκφράζει γενικά τη θλίψη για το θάνατο ενώ ο παιάν μια μεγάλη χαρά. Ο λαός παράλληλα τραγουδά τραγούδια της καθημερινής ζωής, όπως τα βουκολικά, τα εγκώμια, τα παροίνια [«του κρασιού»], ο υμέναιος [«του γάμου»], τα επινίκια κλπ.
Κατά τον 9° αιώνα π.Χ. αναπτύσσεται η επική ποίηση που είναι έμμετρη διήγηση ηρωικών κατορθωμάτων και συνοδεύονταν πάντα απ’ τη λύρα ή την κιθάρα. Περιπλανώμενοι ραψωδοί [ποιητές μαζί και μουσικοί] απαγγέλουν μελωδικά, σε συμπόσια, επίσημες γιορτές ή σε αγώνες. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου [8ος αιώνας π.Χ.] είναι τα δύο αξιολογότερα έπη όλων των εποχών, ενώ φημισμένοι ραψωδοί κατά τον Όμηρο, ήταν ο Θάμυρης, ο Δημόδοκος, ο Φήμιος κ.ά.
Από τον 7° αιώνα π.Χ. γνωρίζει μεγάλη άνθιση η λυρική ποίηση, η οποία σε αντίθεση με το έπος εκφράζει τα υποκειμενικά συναισθήματα και τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή. Μεγάλοι λυρικοί ποιητές – μουσικοί ήταν ο Τέρπανδρος, η Σαπφώ, ο Αλκαίος [Σχολή της Λέσβου – 7ος αι.], ο Αρχίλοχος [Πάρος 7ος – 6ος αι.], που πρωτοεφάρμοσε την ετεροφωνία [παρακλάδι της μονοφωνίας, όπου η μελωδία και μια παραλλαγή της εκτελούνται ταυτόχρονα], ο Πίνδαρος [Θήβα 6ος αι.], ο Στησίχορος κ.α. Είδη λυρικής ποίησης: Ωδή, ύμνος, ελεγεία, επίγραμμα, υμέναιος, θρήνοι, ερωτικά ποιήματα, παρθένια κ.ά. Όπως τα επικά έτσι και τα λυρικά έργα συνοδεύονταν απ’ τη λύρα ή την κιθάρα.
Η λαμπρότερη όμως μουσικοποιητική δημιουργία ήταν η αττική τραγωδία και κωμωδία του 5ου π.Χ. αιώνα. Οι αρχές τους βρίσκονται στις Διονυσιακές γιορτές: Διθύραμβος – ομαδικό χορευτικό τραγούδι προς τιμήν του Διονύσου, και φαλλικά άσματα – εύθυμα, σκωπτικά και συχνά άσεμνα χορευτικά τραγούδια. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους τραγικούς και κωμικούς ποιητές έχουν: ο Θέσπις [6ος αι. π.Χ. που προσθέτει τον πρώτο υποκριτή], οι μεγάλοι μας τραγικοί: Αισχύλος [525-456], Σοφοκλής [496-406] και Ευριπίδης [480-406], καθώς και ο Αριστοφάνης [452-385], που έγραψε μόνο κωμωδίες.
Τη συνήχηση δύο φθόγγων οι Έλληνες την ονόμαζαν συμφωνία και είχαν για συμφωνίες μόνο την όγδοη, την πέμπτη και την τέταρτη, ενώ η τρίτη και η έκτη θεωρούνταν διαφωνίες. Αυτή η αντίληψη, που κρατά ως το μεσαίωνα θα καθυστερήσει για πολλούς αιώνες την εξέλιξη της πολυφωνικής μουσικής.
Η ελληνική μουσική σημειογραφία [«παρασημαντική«] χρησιμοποιούσε για την απόδοση των μουσικών φθόγγων παραλλαγμένα γράμματα του αλφάβητου, άλλα για τη φωνητική κι άλλα για την ενόργανη μουσική και έφτασε να έχει πάνω από 1500 σημάδια. Η σημερινή σημειογραφία διαμορφώθηκε το Μεσαίωνα και δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ελληνική σημειογραφία.
Η ελληνική μουσική είναι μονόφωνη και υποτάσσεται απόλυτα στην ποίηση με κύριο μέλημα να εξάρει τον ποιητικό λόγο. Είναι μια σύνθεση τριών στοιχείων: λόγου, μέλους [μελωδίας] και όρχησης [χορού], τα οποία συνέδεε ο ρυθμός, που διαμορφωνόταν με βάση το ποιητικό μέτρο, το οποίο ήταν μια οργανωμένη διάταξη των μακρών και βραχέων συλλαβών των λέξεων. Τα κυριότερα ποιητικά μέτρα είναι: Ίαμβος, Τροχαίος, Δάκτυλος, Ανάπαιστος, Σπονδείος, Πυρρίχιος. [Ο καλαματιανός, ο πιο διαδεδομένος ελληνικός χορός είναι επιβίωση ρυθμού των ομηρικών επών, που ως γνωστό όλοι οι έλληνες ήξεραν να τραγουδούν και να χορεύουν].
Η καλύτερη έκφραση του «λόγος – μέλος – όρχηση«, που εκτελείται από ομάδα τραγουδιστών – χορευτών είναι το χορικό άσμα. Τα πρώτα χορικά λέγονται υποχρήματα [Κρήτη].
Τα κυριώτερα όργανα των Ελλήνων ήταν η κιθάρα [ή η λύρα ίδιας οικογένειας με μικρότερες διαστάσεις] και ο αυλός. Άλλα όργανα με μικρότερη σημασία ήταν η άρπα, η σύριγξ [αυλός του Πανός], η σάλπιγξ και τα κρουστά: κρόταλα, κύμβαλα, σείστρα κλπ. Η κιθάρα – λύρα, με λιτό ήχο, συνδέεται με τη μορφή και το πνεύμα του Απόλλωνα, που χαρακτηρίζεται από μέτρο, απλότητα και αυστηρότητα, ενώ ο αυλός, όργανο εκφραστικό συνδέεται με τη λατρεία και το πνεύμα του Διονύσου, που το χαρακτηρίζει το πάθος, η ορμητικότητα και η εκφραστική υπερβολή – «μέθη».
Το μουσικό τους σύστημα ήταν στην αρχή πεντάφθογγο, αργότερα όμως και επτάφθογγο και είχε τρία γένη, [ή τρία τετράχορδα] σε «κατιούσα» μορφή. Δηλαδή μια διαδοχή από τέσσερις φθόγγους, με τους δύο ακριανούς σταθερούς σε διάστημα Τέταρτης καθαρής, και τους δύο ενδιάμεσους να παίρνουν διάφορες θέσεις και να δημιουργούν τα τρία γένη: το διατονικό [τόνος-τόνος-ημιτόνιο], το χρωματικό [τρίτη μικρή-ημιτόνιο-ημιτόνιο] και το εναρμόνιο [τρίτη μεγάλη-1/4 του τόνου-1/4 του τόνου]. Δύο διαδοχικά τετράχορδα αποτελούσαν έναν τρόπο [οκταχορδία, αρμονία], ενώ δύο διαδοχικές οκταχορδίες [15 φθόγγοι περίπου] αποτελούσαν όλη τη μουσική έκταση. Κυριώτεροι τρόποι [ή κλίμακες] φτιαγμένοι μόνο από διατονικά τετράχορδα ήταν: Ο Δώριος [μι-ρε-ντο-σι-λα-σολ-φα-μι]. Ο Φρύγιος [ρε-ντο-σι-λα σολ-φα-μι-ρε]. Ο Λύδιος [ντο-σι-λα-σολ-φα-μι-ρε-ντο]. Ο Μίξολύδιος [σι-λα-σολ-φα-μι-ρε-ντο-σι]. Ο Υποδώριος [λα-σολ-φα-μι-ρε-ντο-σι-λα]. Ο Υποφρύγιος [σολ-φα-μι-ρε-ντο-σι-λα-σολ]. Και ο Υπολύδιος [φα-μι-ρε-ντο-σι-λα-σολ-φα].
Ιδιαίτερη σημασία είχε για τους Έλληνες ο χαρακτήρας [«το ήθος»] του κάθε τρόπου. Ο Δώριος [ο κυρίως «ελληνικός» τρόπος] είχε χαρακτήρα αυστηρό, ανδροπρεπή, σεμνό. Ο Φρύγιος [ανατολικής προέλευσης] θεωρήθηκε παθητικός, «βακχικός» κλπ.
Με τη «θεωρία» της μουσικής ασχολήθηκε πρώτος ο Πυθαγόρας [6ος π.Χ. αι.], ο οποίος συστηματοποίησε και ερεύνησε με το μονόχορδο τα ακουστικά φαινόμενα, τα οποία βάσισε στα μαθηματικά. Άλλοι αρχαίοι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη θεωρία της μουσικής είναι: ο Αριστοτέλης [384-322 π. Χ.], ο μαθητής του Αριστόξενος ο Ταραντινός [4ος π.Χ. αι.], ο Αριστείδης ο Κοϊντιλιανός [3ος π.Χ. αι.], ο Πλούταρχος [47-127 μ.Χ.] κ.ά.
Η ενόργανη μουσική (αυλητική και κιθαριστική τέχνη) αναπτύσσεται και αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό από το β’ μισό του 5ου αι. π.Χ. Στους διάφορους μουσικούς αγώνες, που διοργανώνονταν, οι καλύτεροι αυλητές και κιθαρωδοί, έπαιρναν χρηματικά ή άλλου είδους βραβεία. Ανάμεσά τους ακουστός ο αυλητής Σακάδας, θριαμβευτής στους Δελφικούς αγώνες παίζοντας ένα νόμο, [νόμοι: άγραφα καθιερωμένα τραγούδια, που διδάσκονταν στη νεολαία και πίστευαν ότι είχαν θεία προέλευση] και ο Τιμόθεος από τη Μίλητο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ενόργανη αυτή συνοδεία του τραγουδιού, χρησιμοποιούσε πολλές φορές, διάφορα μετρικά μελωδικά στολίδια, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αλλοιωνόταν έτσι και ο μονόφωνος χαρακτήρας της μουσικής, αφού μοναδικός σκοπός του ενόργανου ήχου, ήταν η υπογράμμιση του ρυθμού, που λογαριαζόταν ως το βασικότερο στοιχείο της μουσικής.
Στην ελληνιστική εποχή ο λόγος, η μουσική και ο χορός αρχίζουν να διαχωρίζονται σε ξεχωριστούς κλάδους και να μην αποτελούν σαν και πρώτα μια τέλεια ενότητα. Έτσι, ο διθύραμβος από ομαδικό, λατρευτικό τραγούδι που ήταν, τώρα τραγουδιέται από ένα πρόσωπο για να φανερωθεί και να επιβληθεί, ένα πνεύμα δεξιοτεχνίας. Αρχίζει η εποχή των «βιρτουόζων«, που είναι περιζήτητοι και πληρώνονται μεγάλα ποσά.
Πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής μουσικής, διατήρησε η νεοελληνική δημοτική μουσική. Η βυζαντινή μουσική και η νεοελληνική δημοτική μουσική, [μουσικά είδη στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια], αποτελούν τη συνέχεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής, που παρ΄όλες τις μεταβολές του χρόνου και των ξένων επιδράσεων, μπορούν ίσως να μας δώσουν μια κάποια γενική ιδέα της «ακουστικής πραγματικότητας».
(πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ KARL NEF, ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΗ, ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)