Τούτη η ιστορία θα σου φανεί απίστευτη, γιατί μοιάζει με παραμύθι, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Μας τη διηγείται ο Πλίνιος, ένας μεγάλος σοφός που ασχολήθηκε κοντά στ΄άλλα και με το βίο των ζώων.
Μια φορά, λέει, στη λιμνοθάλασσα του Λοκρίνου, που ανήκε τότε στην επαρχία της αρχαίας Ιταλικής Καμπανίας, ζούσαν πολλά δελφίνια. Ένα από αυτά πλησίασε μια μέρα στην ακροθαλασσιά, όπου καθόταν και ξεκουραζόταν ένα μικρό αγόρι. Το αγόρι αυτό γύριζε από το σχολείο του που βρισκόταν από την άλλη πλευρά της λιμνοθάλασσας, σε μια μικρή πόλη. Καθώς λοιπόν ήταν κουρασμένο από το δρόμο, κάθισε στην ακρολιμνιά να ξαποστάσει και ο καθαρός αέρας του άνοιξε την όρεξη. Θυμήθηκε πως του είχε περισσέψει λίγο ψωμί από το πρωινό του και κάθισε να το φάει. Ξαφνικά είδε το δελφίνι. Είχε βγάλει το κεφάλι του από τη θάλασσα και κοίταζε το παιδί τρυφερά με τα μικρά ολοστρόγγυλα μάτια του. Το αγοράκι, για να παίξει, του πέταξε λίγο ψωμί κι εκείνο άνοιξε το στόμα του και το κατάπιε.
-Θα πεινάει το καημένο, σκέφτηκε το αγοράκι. Ας του ρίξω ακόμα λίγες μπουκιές.
Το δελφίνι πλησίασε πιο κοντά τώρα και με χαριτωμένες κινήσεις βουτούσε στο νερό και ξανάβγαινε ν΄αρπάξει τις μπουκιές που του πετούσε ο μικρός του φίλος. Όταν τελείωσε το ψωμί, το αγόρι του φώναξε:
-Καλό μου δελφίνι, δεν έχω άλλο για σήμερα. Αύριο, θα πάρω περισσότερο ψωμί μαζί μου κι αν σε συναντήσω εδώ, θα το φάμε παρέα.
Το δελφίνι, σα να κατάλαβε τι του είπε το αγόρι, το περίμενε την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος. Σαν το είδε από μακριά, άρχισε να κάνει τούμπες στο νερό, σα να ήθελε έτσι να του φανερώσει τη χαρά του. Το παιδί του έριξε πάλι αρκετές μπουκιές ψωμί και το δελφίνι τις άρπαζε ευχαριστημένο για την αναπάντεχη τύχη του. Αυτό έγινε και την άλλη μέρα και την παρ΄άλλη, ώσπου το παιδί και το δελφίνι έγιναν δυο αχώριστοι φίλοι. Το δελφίνι πλησίαζε πια τόσο κοντά στην ακτή, που το αγοράκι άπλωνε τα χέρια του και του χάιδευε τη ράχη.
Στο σχολείο, είχε μάθει για τον Αρίωνα, τον ξακουσμένο μουσικό, και την ιστορία του, πώς δηλαδή τον έφερε ένα δελφίνι στην στεριά πάνω στη ράχη του. – Εκεί, στην απέναντι στεριά, βρίσκεται το σχολείο μου! σκέφτηκε καθώς θυμήθηκε την ιστορία του Αρίωνα. Κάθε μέρα πηγαίνω κι έρχομαι τόσο δρόμο και κουράζομαι πολύ… Γιατί τάχα; Το καλό μου δελφίνι θα μου αρνηθεί να με περάσει απέναντι, καθισμένο στη ράχη του;
Το δελφίνι, σα να μάντεψε τη σκέψη του παιδιού, πλησίασε περισσότερο στην αμμουδιά. Το αγοράκι τότε, με ένα επιδέξιο πήδημα, βρέθηκε στη ράχη του. Γρήγορο σαν αστραπή το δελφίνι, άρχισε να κολυμπά στην επιφάνεια της λιμνοθάλασσας και σε λίγα λεπτά έφτασε στην απέναντι ακτή. Το παιδί, καευχαριστημένο από το απροσδόκητο ταξίδι, ξεπέζεψε από τη ράχη του δελφινιού, πήδησε στο μώλο και φώναξε:
-Σ΄ευχαριστώ, καλό μου δελφίνι, δεν ξέρεις πόσο γρήγορα και ξεκούραστα θα πάω σήμερα στο σχολείο! Όταν σχολάσω να με περιμένεις εδώ.
Και στ΄αλήθεια! Όταν σχόλασε το παιδί και τράβηξε προς την ακρογιαλιά, βρήκε το δελφίνι το φίλο του να τον περιμένει! Χωρίς να διστάσει, ανέβηκε πάλι στη ράχη του και σε λίγο το δελφίνι, ζωντανή βαρκούλα, τον είχε περάσει απέναντι.Ύστερα, άρχισε να στριφογυρίζει στη ακτή κοντά, σαν να περίμενε κάτι. Το παιδί, που μάντεψε αμέσως τι ήθελε, έβγαλε από το καλάθι του ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί και τάισε με το χέρι του το δελφίνι.
Αυτή η ιστορία συνεχίστηκε για πολλούς μήνες, Μια μέρα όμως, το αγόρι δε φάνηκε στην ακρολιμνιά. Το δελφίνι περίμενε υπομονετικά ως το ηλιοβασίλεμα και ξαναγύρισε στην ίδια θέση το άλλο πρωί. Και πάλι το αγόρι δε φάνηκε! Τι να΄γινε τάχα; Αλίμονο… Κειτόταν βαριά άρρωστο στο κρεβατάκι του. Τόσο βαριά, που δε γλίτωσε το θάνατο… Άδικα το δελφίνι από τότε περίμενε κάθε πρωί στην ακτή. Το παιδί, ο μικρός του φίλος, δε θα ξαναρχόταν ποτέ πια… Τότε κατάλαβε πως κάτι κακό έπαθε.
Οι περαστικοί διαβάτες το έβλεπαν να κολυμπάει ανόρεχτα κοντά στην ακρογιαλιά. Το΄βλεπαν με δακρυσμένα μάτια, γιατί ήξεραν τη φιλία του με το αγοράκι. Πολλοί του πετούσαν κομμάτια ψωμί και μικρά ψάρια. Μα το δελφίνι δεν άγγιζε τίποτε. Περίμενε να έρθει το παιδί, ο μικρός του φίλος, να το ταίσει. Ώσπου μια μέα, αφο΄άδικα τόσο καιρό περίμενε, πέθανε από τη θλίψη και την πείνα. Οι ψαράδες έσυραν το άψυχο σώμα του στο γιαλό. Αυτό το δελφίνι, είπαν, θα ταφεί σαν άνθρωπος. Έσκαψαν ένα λάκο στην αμμουδιά κι άφησαν τα κύματα της λιμνοθάλασσας να νανουρίζουν τον αιώνιο ύπνο του.”
(Αντιγόνη Μεταξά, “Ζώα του Θρύλου και της Ιστορίας”, εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη και Σια, 1968) ΟΜΑΔΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΦΙΛΙΠΠΕΙΟΥ 1ΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΒΕΡΟΙΑΣ