Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και της Αίθρας. Η Αθήνα την εποχή εκείνη, ηττημένη από τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα μετά από ένα μακροχρόνιο πόλεμο αναγκάστηκε να υπογράψει συνθήκη με πολύ βαριά ανταλλάγματα: Ο Μίνωας ζήτησε ως φόρο αίματος μετά την ήττα των Αθηναίων να στέλνονται κάθε χρόνο επτά νέες κοπέλες και επτά νέοι που θα ρίχνονταν βορά στον Μινώταυρο, ένα τέρας με ανθρώπινο σώμα και κεφάλι ταύρου.
Όταν ήρθε η τρίτη φορά για την πληρωμή της συνθήκης ο Θησέας αποφάσισε να απαλλάξει την πατρίδα του από τον αιματηρό αυτό φόρο και ζήτησε από τον πατέρα του τον Αιγέα να του επιτρέψει να πάρει τη θέση ενός νέου, με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να απελευθερώσει την Αθήνα από τον δυσβάστακτο αυτό φόρο. Ο Αιγέας μετά από πολλή σκέψη έδωσε την συγκατάθεσή του, λέγοντας στον γιο του, ότι αν η αποστολή πετύχει όταν πλησιάζει στην Αθήνα, να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου του με άσπρα.
Ο Θησέας έφτασε στην Κρήτη μαζί με τους μελλοθάνατους νέους και νέες που προορίζονταν για τη θυσία. Εκεί συνάντησε την κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, την Αριάδνη, η οποία ερωτεύεται το νεαρό και όμορφο βασιλόπουλο από την Αθήνα. Η Αριάδνη προσφέρεται να τον βοηθήσει στο δύσκολο έργο του, με την προοπτική φεύγοντας από την Κρήτη να την πάρει μαζί του και να την κάνει γυναίκα του. Ο Θησέας, βέβαια, δεν έπρεπε μόνο να σκοτώσει τον Μινώταυρο, αλλά και να βγει από τον Λαβύρινθο. Ποιος άλλος μπορούσε να δώσει τη λύση σ’ αυτόν το γρίφο εκτός από τον κατασκευαστή του;
Η Αριάδνη κατέφυγε στον Δαίδαλο που είχε φτιάξει τον Λαβύρινθο και αυτός της συνέστησε ένα έξυπνο κόλπο. Όποιος έμπαινε στον Λαβύρινθο έπρεπε να πάρει μαζί του ένα κουβάρι κλωστή. Δένοντας τη μια άκρη της κλωστής στην άκρη του Λαβύρινθου θα προχωρούσε στο βάθος ξετυλίγοντας το νήμα. Έτσι η επιστροφή θα γινόταν εύκολη. Τυλίγοντας το νήμα και ακολουθώντας την πορεία του θα εύρισκε την έξοδο του Λαβύρινθου. Ο Θησέας μπαίνοντας στον πολύπλοκο Λαβύρινθο ακολούθησε τη συμβουλή του Δαίδαλου. Μάλιστα λέγεται ότι η ίδια η Αριάδνη καθόταν στην άκρη του Λαβύρινθου βαστώντας το σωτήριο νήμα. Έτσι έμεινε παροιμιώδης ο «μίτος της Αριάδνης».
Ο Θησέας μέσα στο Λαβύρινθο συνάντησε το τέρας, πάλεψε μαζί του και με το σπαθί του έκοψε το λαιμό και το πρόσφερε ως θυσία στον Ποσειδώνα. Ο Θησέας έφυγε από την Κρήτη παίρνοντας μαζί του την Αριάδνη, αφήνοντας πίσω τον Δαίδαλο με το γιο του Ίκαρο, να αντιμετωπίσει την οργή του Μίνωα που τον κράτησε δέσμιο και δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει την Κρήτη.
Ο μεγαλύτερος άθλος του Θησέα, όμως, τελείωσε τραγικά. Κατά την επιστροφή του στην Αθήνα ξέχασε ν’ αλλάξει τα μαύρα πανιά του καραβιού του. Στη θέα τους ο Αιγέας, που περίμενε με αγωνία στα βράχια του Σουνίου, πιστεύοντας ότι ο γιος του έγινε τροφή του Μινώταυρου, έπεσε απελπισμένος στη θάλασσα. Από τότε η θάλασσα αυτή ονομάστηκε «Αιγαίο πέλαγος».
Ο Θησέας διαδέχτηκε τον πατέρα του στο θρόνο και ένωσε όλους τους δήμους της Αττικής σε μια πόλη, την Αθήνα. Καθιέρωσε τη γιορτή των Παναθηναίων, προσάρτησε τα Μέγαρα στο βασίλειό του και ίδρυσε το πρυτανείο και τη βουλή. Πέθανε δολοφονημένος στη Σκύρο από τον φίλο του Λυκομήδη, ο οποίος τον έριξε από έναν απόκρημνο βράχο.