Το αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου βρίσκεται στην Αργολίδα, στον αρχαιολογικό χώρο του Ασκληπιείου. Το Ασκληπιείο της Επιδαύρου ήταν από τα μεγάλα πανελλήνια ιερά της αρχαιότητας. Ανήκε στην Επίδαυρο, μια μικρή πόλη-κράτος των κλασικώνχρόνων που βρισκόταν στην κοντινή, δυτική ακτή του Σαρωνικού, στη θέση του σημερινού οικισμού της Παλαιάς Επιδαύρου. Τα οικοδομήματα του Ασκληπιείου – ναοί, αθλητικές εγκαταστάσεις, θέατρο, λουτρά κ.λπ. – απλώνονταν σε μια στενή, ορεινή κοιλάδα περιβαλλόμενη από βουνά που αφήνουν μόνο μια διέξοδο προς τη θάλασσα.
Στοιχείο τυπικό της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, η λατρεία του Ασκληπιού πλαισιωνόταν από αθλητικούς και καλλιτεχνικούς αγώνες καθώς επίσης και από παραστάσεις δράματος. Συνεπώς, οι εκδηλώσεις (μουσικοί, ωδικοί αγώνες, θεατρικές παραστάσεις) στο θέατρο αποτελούσαν αναπόσπαστο, ουσιαστικό μέρος των εορταστικών δρωμένων προς τιμήν του ιατρού θεού. Τις παραστάσεις παρακολουθούσαν οι ασθενείς και οι προσκυνητές που προσέρχονταν στο ιερό.
Το θέατρο είναι το καλύτερα διατηρημένο κτίσμα του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Σε αυτό συναντάμε τη χαρακτηριστική τριμερή διάρθρωση του ελληνιστικού θεάτρου στην ιδανική της έκφανση: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα. Η χωρητικότητα του θεάτρου ανέρχεται περίπου σε 14.000 θέσεις. Η σημερινή μορφή του θεάτρου της Επιδαύρου είναι αποτέλεσμα διαδοχικών αναστηλωτικών επεμβάσεων.
Το 1881 η Αρχαιολογική Εταιρία ξεκινά συστηματική ανασκαφή. Παρ’ ότι το σκηνικό οικοδόμημα είναι αφανισμένο, το κοίλο αποκαλύπτεται σε καλή κατάσταση με μόνη φθορά τα γκρεμισμένα αναλήμματα. Σύντομα το θέατρο γίνεται διάσημο και ελκύει την προσοχή της ελληνικής κοινής γνώμης μιας εποχής που διακατέχεται από το επίμονο ιδεολόγημα της ιστορικής συνέχειας με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Η επανεμφάνιση του καλοδιατηρημένου αργολικού θεάτρου, ονομαστού ήδη από την αρχαιότητα, συσχετίζεται στενά με το θέμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος.
Από το 1988 τη συντήρηση του θεάτρου ανέλαβε η Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Επιδαύρου, αναστηλώνοντας αρχικά την ακραία δυτική κερκίδα του επιθεάτρου, το θύρωμα της δυτικής παρόδου και τους δυο αγωγούς απορροής ομβρίων της ορχήστρας. Η φροντίδα του μνημείου είναι συνεχής και αποσκοπεί στην αποκατάσταση των φθορών που υφίσταται το μνημείο από φυσικά αίτια αλλά και από την χρήση του.
Το 1988, το θέατρο εντάσσεται μαζί με ολόκληρο το Ασκληπιείο στον κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Με τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη θα γίνει, το 1954, η γενική δοκιμή του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Η επίσημη έναρξη θα πραγματοποιηθεί το 1955 με την «Εκάβη», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Η Επίδαυρος γίνεται το πεδίο της μέγιστης καλλιτεχνικής αναμέτρησης. Επί μια εικοσαετία συμμετέχει αποκλειστικά το Κρατικό Θέατρο. Στα 51 χρόνια λειτουργίας του Φεστιβάλ Επιδαύρου η σκηνή του διάσημου αρχαίου θεάτρου φιλοξένησε όλα τα κορυφαία ονόματα από τις παλαιότερες αλλά και τις νεότερες γενιές ηθοποιών του ελληνικού θεάτρου της μεταπολεμικής περιόδου. Το πατημένο χώμα της ορχήστρας του ανάγεται σε πεδίο υπέρτατης καταξίωσης για τους Έλληνες θεατρανθρώπους (ηθοποιούς, σκηνοθέτες, μουσικοσυνθέτες, χορογράφους, σκηνογράφους) και ταυτόχρονα σε μείζον πεδίο διαχρονικής εξέλιξης της ερμηνευτικής του αρχαίου δράματος. Κατά την πρώτη εικοσαετία των Επιδαυρίων ο χώρος ήταν αποκλειστικότητα του Εθνικού Θεάτρου.
Εκτός από αρχαίο δράμα, το θέατρο της Επιδαύρου φιλοξένησε αραιά και παραγωγές όπερας, χορού, συναυλίες συμφωνικής μουσικής και άλλα είδη μουσικής. Οι διασημότερες όλων αυτών των διαφορετικών εκδηλώσεων είναι αναμφίβολα οι παραστάσεις της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που παρουσίασε τη «Νόρμα» του Μπελίνι (1960) και τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι (1961) με τη Μαρία Κάλλας, σε σκηνοθεσία Μινωτή και σκηνικά-κουστούμια Τσαρούχη. *
Η εντυπωσιακή ακουστική του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου οφείλεται στο πέτρινα εδώλιά του, καθώς το σχήμα και η διάταξή τους είναι ιδανικά για το φιλτράρισμα του θορύβου χαμηλής συχνότητας, διαπιστώνουν Αμερικανοί φυσικοί. **
Οι κλιμακωτές θέσεις του θεάτρου λειτουργούν ως ηχητικό φίλτρο, καθώς το σχήμα τους είναι ιδανικό για να καταστέλει τους ήχους χαμηλής συχνότητας, κύριο συστατικό του θορύβου. Η διάταξη των θέσεων, που θυμίζει τα πάνελ ηχομόνωσης σε σχήμα αβγοθήκης, φιλτράρει τις συχνότητες κάτω από 500 Hertz, όπως τομουρμούρισμα του κοινού και το θρόισμα των φύλλων.
Η εξασθένιση των χαμηλών συχνοτήτων επιτρέπει να ακούγονται πλουσιότερες οι φωνές των ηθοποιών, που αποτελούνται κυρίως από υψηλές συχνότητες.
* Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος , http://odysseus.culture.gr/index_gr.html
** Αμερικάνικη Εταιρεία Ακουστικής
Φεστιβάλ Αθηνών