Η λαϊκή αυτή έκφραση συνδέεται με το Ναύπλιο, που υπήρξε και η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας. Μετά την επανάσταση του 1821 στο Ναύπλιο υπήρχε μια ταβέρνα που ανήκε σε μια γυναίκα, τη Μιχαλού. Η Μιχαλού έδινε σε όλους «βερεσέδια» αλλά με συγκεκριμένη προθεσμία. Μόλις εξαντλούνταν η προθεσμία, αλλά και η υπομονή της, στόλιζε τους οφειλέτες της με «κοσμητικότατα» επίθετα. Όσοι τα άκουγαν, ήξεραν καλά ότι αυτός που δέχεται τις «περιποιήσεις» της «χρωστάει της Μιχαλούς».
Χρωστάει της Μιχαλούς
Και οι τοίχοι έχουν αυτιά
Από αρχαιοτάτων χρόνων ως και το Μεσαίωνα, η άμυνα μιας χώρας εναντίον των επιδρομέων, ήταν κυρίως τα τείχη που την κύκλωναν. Τα τείχη αυτά χτίζονταν συνήθως με τη βοήθεια των σκλάβων και των αιχμαλώτων που συλλαμβάνονταν στις μάχες. Όμως οι μηχανικοί ανήκαν απαραίτητα στο στενό περιβάλλον του άρχοντα ή του βασιλιά, που κυβερνούσε τη χώρα. Τέτοιοι πασίγνωστοι μηχανικοί, όπως ο Αθηναίος Αριστόβουλος – ένας από αυτούς που έχτισαν τα μεγάλα τείχη του Πειραιά – ο Λαύσακος, που ήταν στενός φίλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου και ο Ναρσής, που υπηρετούσε κοντά στον Λέοντα Σγουρό. Όταν αυτός κυνηγημένος από τους Φράγκους κλείστηκε στον Ακροκόρινθο, ο Ναρσής του πρότεινε ένα σχέδιο φρουρίου που έγινε αμέσως δεκτό. Το χτίσιμό του κράτησε ολόκληρο χρόνο κι όταν τέλειωσε, αποδείχτηκε, πράγματι πως ήταν απόρθητο. Στα τείχη του φρουρίου ο Ναρσής έκανε και μια καινοτομία εκπληκτική για την εποχή του. Σε ορισμένα σημεία τοποθέτησε μερικούς μυστικούς σωλήνες, από κεραμόχωμα, που χωρίς να φαίνονται, έφταναν ως κάτω στα υπόγεια, τα οποία χρησίμευαν ως φυλακές. Όταν λοιπόν κανείς βρισκόταν επάνω στις επάλξεις του πύργου, μπορούσε να ακούσει μέσα από τους σωλήνες ότι λεγόταν από τους αιχμαλώτους που ήταν κλεισμένοι στα υπόγεια. Ήταν, σαν να λέμε, ένα είδος «κρυφού μικροφώνου» της εποχής του. Στις μέρες μας η έκφραση «και οι τοίχοι έχουν αυτιά» χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι πρέπει να προσέχουμε προκειμένου να μη γίνει γνωστό κάποιο μυστικό μας.
Δε μύρισα τα νύχια μου
Όταν ο Πλάτωνας πήγε ηλικιωμένος για τελευταία φορά στην Ολυμπία, του έγινε μοναδική υποδοχή, γιατί στα νιάτα του ήταν ξακουστός ακοντιστής και νικητής δύο φορές στα Πύθια και μια φορά στα Νέμεα. Καμιά τιμή στην αρχαιότητα δεν είχε την αξία του τίτλου «Ολυμπιονίκης». Οι νικητές, όταν γύριζαν στην πόλη τους, είχαν το δικαίωμα να φορούν πορφύρα και στεφάνι, γκρέμιζαν ένα μέρος του τοίχου της πόλης για να περάσει η πομπή τους και έστηναν το άγαλμά τους στην αγορά. Οι Ολυμπιονίκες της Σπάρτης πολεμούσαν κοντά στο βασιλιά. Στην Αθήνα τους έτρεφαν δωρεάν, μέχρι να πεθάνουν, όπως ακριβώς γινόταν και με τους μεγάλους άνδρες του Πρυτανείου. Λίγο προτού οι αθλητές μπουν στο στίβο, πολλοί θεατές απ’ έξω από το στάδιο έβαζαν μεγάλα στοιχήματα, για τον έναν ή τον άλλο αθλητή, όπως γίνεται σε πολλές περιπτώσεις και σήμερα. Πολλοί ακόμα πήγαιναν στα διάφορα μαντεία για να μάθουν τον νικητή. Οι «μάντισσες» τότε βουτούσαν τα νύχια τους σε δαφνέλαιο, τα έβαζαν κοντά στη μύτη τους κι έπεφταν σ’ ένα είδος λήθαργου και στη συνέχεια έλεγαν το όνομα του νικητή.
Κροκοδείλια δάκρυα
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από βράχους ή δέντρα κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Ταυτόχρονα – ίσως από την προσπάθεια που καταβάλει για να … κλάψει – τρέχουν από τα μάτια του άφθονα και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν… Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε ξαφνικά και και κάνει τη δουλειά του. Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Ωστόσο, Φοίνικες έμποροι που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες, γεμίζοντάς τους με τρόμο και θαυμασμό. Φαίνεται, ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης έγραψε κάποτε το εξής επίγραμμα: «Εάν η γη ήθελε να συλλάβει από τα δάκρυα της γυναίκας, κάθε σταγόνα τους θα γεννούσε κροκόδειλο». Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα» που λέμε σήμερα γι’ αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
Τον κόλλησε στον τοίχο
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύκτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ’ ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, σε στύλους πουυπήρχαν σε κάθε γωνιά για να φωτίζονται οι δρόμοι. το αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επομένη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει.