Ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο του διαδικτύου

Γράφει η Κωνσταντίνα Μέλλου – Ελληνογαλλική Σχολή Jeanne D’ arc

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Με λένε Μαρκ και αυτό που θα σου διηγηθώ είναι 100% αλήθεια και μου συνέβη πριν από λίγες μέρες…Ήμουν στο σπίτι, μπροστά στον υπολογιστή μου φυσικά, όπου περνάω τις περισσότερες ώρες μου. Αυτή τη φορά είχα κατεβάσει ένα πρωτότυπο παιχνίδι από το Internet και είχα απορροφηθεί για ώρες παίζοντάς το. Έτσι, δε συνειδητοποίησα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Είχε πάει ήδη δέκα και μισή το βράδυ,  όταν άκουσα τη φωνή της μητέρας μου: «Μαρκ, φύγε επιτέλους απ’ τον υπολογιστή! Πήγαινε αμέσως για ύπνο! Αύριο είναι η εκδρομή με το σχολείο και πρέπει να ξυπνήσεις νωρίς!» Τότε το θυμήθηκα. Την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε με το σχολείο σε μία καινούρια εταιρεία με υπολογιστές που είχε ένα παράρτημά της στη γειτονιά  μου. Θα γνωρίζαμε τους υπολογιστές, θα μας εξηγούσαν πώς δούλευαν και θα μας έδειχναν τα διάφορα προγράμματα και  τη λειτουργία τους. Εγώ βαριόμουν να πάω. Τι θα έκανα εκεί αφού ήδη γνώριζα τα πάντα γύρω απ’ τους υπολογιστές; Όμως η μητέρα μου είχε άλλη άποψη: «Θα πας είτε το θέλεις είτε όχι. Κάθεσαι που κάθεσαι τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή, μάθε τουλάχιστον και κάτι χρήσιμο γι’ αυτόν!»

Δε μου είχε αφήσει και πολλά περιθώρια επιλογής. Βαριεστημένα πήγα στο κρεβάτι μου. Όλη μέρα ήμουν τόσο απασχολημένος παίζοντας στον υπολογιστή που δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο κουρασμένος ήμουν. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Εκείνο το βράδυ  είχα έναν πολυτάραχο ύπνο. Έβλεπα συνεχώς άσχημα όνειρα και ξύπνησα τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές καταϊδρωμένος και κατατρομαγμένος. Έτσι, όταν  το  επόμενο πρωί χτύπησε το ξυπνητήρι δεν είχα καμία μα καμία όρεξη να σηκωθώ.

Μία περίπου ώρα μετά, έφτασα νυσταγμένος στην εταιρία με τους υπολογιστές.

Πέρασα απ’ την υποβλητική είσοδο του κτιρίου. Τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης μου ήταν ήδη εκεί. Τα ακολουθούσα από απόσταση και χάζευα τους διάφορους υπολογιστές που είχαν  συγκεντρωμένους σε μεγάλα ράφια και τους διάφορους πίνακες και φωτογραφίες που είχαν κολλήσει στους τοίχους και έδειχναν την εξέλιξη των υπολογιστών από τον πρώτο υπολογιστή ABC, του 1939 ως σήμερα.

Προχωρώντας, ανάμεσα σε δύο υπολογιστές της δεκαετίας του ’80 είδα μία φωτογραφία που δεν παρίστανε κομπιούτερ ή τίποτα τέτοιο. Ήταν το πορτραίτο ενός σκύλου. Ήταν ένα μπλε σκυλάκι με μία μακριά στριφογυριστή ουρά και μεγάλα αυτιά. Κάτω από την εικόνα υπήρχε μία μικρή πινακίδα που έγραφε με σκαλιστά καλλιγραφικά γράμματα το όνομά του, «Άλφα». Η εικόνα αυτή μου κίνησε την περιέργεια. Τι δουλειά είχε ένα σκυλάκι σε μία εταιρία υπολογιστών και γιατί το είχαν σε μία τόσο περίοπτη θέση; Έμεινα ακίνητος και το κοιτούσα για κάμποσα λεπτά. Ξαφνικά, το σκυλάκι κούνησε την ουρά του. Τρόμαξα. Έκανα βήματα προς τα πίσω. Σκόνταψα. Έπεσα. Το σκυλάκι πετάχτηκε έξω από το κάδρο. Νόμισα πως είχα παραισθήσεις. Άρχισε να τρέχει κατά μήκος του διαδρόμου. Ύστερα από λίγο σταμάτησε. Έστριψε και μπήκε σε ένα δωμάτιο το οποίο δεν είχα προσέξει νωρίτερα. Ήθελα να φύγω, να πάω να διηγηθώ στους φίλους μου τι είχε γίνει, αλλά δεν μπορούσα. Ένιωθα σαν να με τραβούσε μία αόρατη δύναμη και να με παρότρυνε να ακολουθήσω το περίεργο αυτό πλάσμα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Η περιέργειά μου νίκησε. Σηκώθηκα πάνω.

Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και μπήκα στο ίδιο δωμάτιο που είχε μπει και το σκυλάκι. Ήταν ένα σκοτεινό δωμάτιο με πολλά καθίσματα και μια μεγάλη οθόνη στο βάθος. Έμοιαζε με αίθουσα σινεμά. Στα περισσότερα καθίσματα ήταν παιδιά και στα υπόλοιπα παράξενα ζωάκια που έμοιαζαν κάπως με το σκυλάκι. Ξαφνικά ακούστηκε μία δυνατή φωνή: «Έφτασε και το τελευταίο μέλος μας». Όλοι κοίταξαν προς το μέρος μου. «Κάθισε!», ακούστηκε πάλι η φωνή. Κατευθύνθηκα προς την πιο κοντινή μου καρέκλα και κάθισα σιωπηλά. «Αποστολή μου είναι», συνέχισε η φωνή, «να σας βοηθήσω να γνωρίσετε το διαδίκτυο και να μάθετε τους κινδύνους του. Όλοι εσείς είστε αυστηρά επιλεγμένοι, καθώς γνωρίζω ότι όλοι σας είστε εθισμένοι στο διαδίκτυο είτε σε μικρότερο είτε σε μεγαλύτερο βαθμό. Έχει δοθεί στον καθένα σας ένας βοηθός που θα σας φανεί πολύ χρήσιμος στο περιπετειώδες αυτό ταξίδι σας. Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί του με την ανθρώπινη ομιλία.» Ξαφνικά η οθόνη μετατράπηκε σε μία δίνη. Άρχισε να στριφογυρίζει όλο και πιο γρήγορα μέχρι που ζαλίστηκα. Πλέον δεν μπορούσα να στρέψω το κεφάλι μου. Έμενα εκεί και την κοιτούσα σαν υπνωτισμένος.

Για μια στιγμή ένιωσα κάτι να με τραβά. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Άρχισα να αιωρούμαι στον αέρα και έπειτα με μεγάλη ταχύτητα εισέβαλα στη δίνη. Συνέχιζα να γυρίζω και να γυρίζω ώσπου… ζντουπ! Προσγειώθηκα πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ένα παράξενο ζωάκι. Αυτό τινάχτηκε κι άρχισε να φωνάζει: «Τρελός είσαι; Δε με είδες;» Με κοίταξε παράξενα. «Από πού ξεφύτρωσες εσύ;» μουρμούρισε κι έπειτα μη δίνοντας μου σημασία απομακρύνθηκε. Το κοίταξα προσεκτικά. Τότε κατάλαβα τι ήταν. Το γράμμα Μ. Ήταν το γράμμα Μ, μόνο που είχε μάτια, μύτη, στόμα και ανθρώπινη λαλιά. Στράφηκα να δω πού βρισκόμουν. Έμεινα άφωνος. Μία χώρα όπου πάνω και κάτω δεν υπάρχει. Πλήθος διαφημίσεων αιωρούνταν και άπειρα γράμματα σαν κι αυτό που είδα σπρώχνονταν και  τσακώνονταν μεταξύ τους. Έμεινα έκπληκτος. Πού βρισκόμουν; Ξαφνικά άκουσα κάτι σαν σιγανό γαύγισμα. Ο Άλφα! Τον είχα ξεχάσει τελείως. Βρισκόταν κουλουριασμένος δίπλα στα πόδια μου. «Πού βρισκόμαστε;» τον ρώτησα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, άλλα συγχρόνως και ανακούφιση που είχα κάποιον φίλο μαζί μου, μου απάντησε: «Είμαστε σε μία ιστοσελίδα. Αυτό που σου μίλησε πριν από λίγο ήταν ένα απ’ τα γράμματα που αποτελούν τις διαφημίσεις που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Θα δεις. Θα βρεις πολλά τέτοια εδώ και όχι μόνο. Θα βρεις και αρχεία και παιχνίδια και άλλα πολλά αλλά μην παραξενευτείς: τα πάντα εδώ έχουν ανθρώπινη ομιλία! Τι λες λοιπόν: ξεκινάμε το ταξίδι μας να γνωρίσουμε το διαδίκτυο;» Εγώ ενθουσιασμένος αλλά και κάπως διστακτικά στην αρχή έγνεψα καταφατικά. «Ωραία!», είπε ο Άλφα, «πρώτη μας στάση η διαφήμιση του αφρόλουτρου Μπαμπαμπλούμ. Φύγαμε!». Ψιθύρισε κάτι για μένα ακαταλαβίστικο και να πάλι εμείς στον αέρα να στριφογυρνάμε με μεγάλη ταχύτητα.

Αυτή τη φορά στην προσγείωση δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα. Πλησιάσαμε σιγά σιγά τη διαφήμιση που μου είχε πει ο Άλφα. Ήταν μια διαφήμιση με βυσσινί καλλιγραφικά γράμματα και ανοιχτό γαλάζιο φόντο. Έγραφε επάνω: «Μπαμπαμπλούμ: για να ξεφύγετε από την καθημερινότητα και να μεταφερθείτε σ’ έναν κόσμο μαγικό». Προχώρησα ως το πρώτο Π της λέξης Μπαμπαμπλούμ και πιάσαμε την κουβέντα. Απ’ ότι φαίνεται τελικά το να ανήκεις σε μία διαφήμιση δεν είναι και τόσο ωραίο. Ο Π είχε δει τόσα πολλά. Πολύ συχνά νέοι, ανήλικοι, μπαίνουν σε ιστοσελίδες αυστηρώς ακατάλληλες για την ηλικία τους. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να σταματήσει μόνο με τη βοήθεια και τη σωστή συνεργασία των γονέων. Οι γονείς θα πρέπει μέσω ειδικών προγραμμάτων να παρακολουθούν και να ελέγχουν τις ιστοσελίδες όπου μπαίνουν τα παιδιά τους, ώστε να αποφεύγονται τα δυσάρεστα γεγονότα. Ο Π σώπασε κι εγώ το ίδιο. Σκεφτόμουν τα λόγια του. Προφανώς είχε δίκιο. Τον ευχαρίστησα και προχώρησα προς το Λ.

«Τι θα ‘θελες να μου πεις για το διαδίκτυο;», τον ρώτησα. «Το διαδίκτυο είναι ένα μέρος με πολλούς κινδύνους. Μου ‘χει τύχει να γνωρίσω παιδιά που πέρασαν όλη τους τη ζωή μπροστά σε μια οθόνη υπολογιστή. Ήταν εθισμένα στο κομπιούτερ και μην ξέροντας ότι έτσι το μόνο που κάνουν είναι να καταστρέφουν τον εαυτό τους  περνούσαν ώρες παίζοντας παιχνίδια και κατεβάζοντας ιστοσελίδες. Το διαδίκτυο έλκει τόσο παιδιά όσο και ενήλικες και αφού τα μαγέψει με την ποικιλία του περιεχομένου του προορισμένο για ανθρώπους κάθε ενδιαφέροντος, τους «καταστρέφει» τη ζωή. Έτσι, όλοι μην μπορώντας να ξεφύγουν συνεχίζουν κάνοντας κακό μόνο στον εαυτό τους ενώ έχουν την ψευδαίσθηση πως έτσι διασκεδάζουν. Λοιπόν, πιστεύω πως η καλύτερη λύση θα ήταν σε κάθε ιστοσελίδα να υπάρχει ένα αφιέρωμα στο πρόβλημα αυτό. Το σωστό θα ήταν προτού εμφανιστεί η οποιαδήποτε ιστοσελίδα να υπάρχει ένα μικρό σποτάκι που να τραβά το ενδιαφέρον των ανθρώπων, να τους προειδοποιεί για τους κινδύνους του διαδικτύου και να τους δείχνει τα αποτελέσματα της συνεχούς του χρήσης. Έτσι, όλοι θα έβλεπαν το σωστό και μ’ αυτόν τον τρόπο θα πειθόταν η πλειοψηφία των ανθρώπων και θα καταλάβαινε τη σημασία της σωστής χρήσης του διαδικτύου». Ευχαρίστησα και το Λ και συνεχίσαμε με τον Άλφα να δούμε και τα υπόλοιπα που υπάρχουν στο διαδίκτυο.

Προχωρώντας, βρήκαμε και ένα κακομούτσουνο πλάσμα που δεν έμοιαζε με κανένα γράμμα της Αλφαβήτας. «Τι είναι αυτό;» ρώτησα με περιέργεια τον Άλφα. «Αυτός είναι ένας ιός», μου απάντησε και συνέχισε: «Υποχθόνια πλάσματα. Κάνουν ό,τι μπορούν για να ταλαιπωρούνται οι χρήστες του διαδικτύου. Αλλά δε φταίνε αυτά. Φταίνε αυτοί που τους δημιουργούν. Έτσι, όταν οι ανυποψίαστοι χρήστες πάνε να κατεβάσουν μία νέα ιστοσελίδα ή να διαβάσουν ένα e-mail που έχουνε λάβει, ο υπολογιστής τους προσβάλλεται με κάποιου είδους ιό. Κατά τη γνώμη μου κάτι τέτοιο είναι τραγικό. Με έναν και μόνο ιό μπορούν να καταστραφούν χιλιάδες έγγραφα ακόμα κι ο σκληρός δίσκος.Έτσι, προκαλείται μία μεγάλη ζημιά στον υπολογιστή και μία τεράστια απώλεια στο χρήστη ο οποίος πρέπει να αποκαταστήσει τη ζημιά, κάτι που δεν είναι πάντα δυνατό». Έμεινα έκπληκτος: Όλα αυτά μπορούν να προκληθούν από αυτό το μικρό πλασματάκι και μόνο;! «Έλα! Έμεινες πολύ πίσω!» άκουσα τον Άλφα να μου φωνάζει. «Πάμε αν δεις τι θα κάνω τώρα», είπε και άρχισε να προχωρά όλο και πιο γρήγορα. Πλησιάζαμε τον ιό. «Άλφα, τι κάνεις;» του φώναξα. Δε μου ‘δωσε σημασία. Πλησίασε τον ιό και, αφού τον άγγιξε με την πατούσα του, μου είπε: «Έλα, είναι εντελώς ακίνδυνος τώρα!» «Τι;!» Προχώρησα γρήγορα προς το μέρος τους. Απ’ ό,τι φάνηκε ο Άλφα δε μου είχε εξομολογηθεί μία μαγική του ικανότητα: μπορούσε να μετατρέπει εύκολα τους κακούς σε καλούς μ’ ένα και μόνο άγγιγμα του! Ο ιός άρχισε να μου μιλά. Ούτε και ο ίδιος υποστήριζε τη ζημιά που έκανε στους ανθρώπους. «Τι να κάνω όμως; Αυτή είναι η δουλειά μου. Αλλά και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι πιο προσεκτικοί. Πρέπει να έχουν συσκευές που να ανιχνεύουν καλύτερα τους ιούς και επίσης ποτέ να μην μπαίνουν σε ιστοσελίδες που τους είναι τελείως άγνωστες ή που φαίνονται ύποπτες για την ύπαρξη ιών.

Συνέχισα το δρόμο μου. Στη διαδρομή ο Άλφα μου εξήγησε τι ήταν τα chat rooms. «Αυτός», είπε, «είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινδύνους στο διαδίκτυο. Πολλοί επικοινωνούν και κάνουν φίλους μέσω των chat rooms. Όμως ποτέ δεν μπορούν να είναι σίγουροι για τα άτομα με τα οποία μιλάνε. Συχνά έχει τύχει άνθρωποι να συνομιλούν με απατεώνες χωρίς να το γνωρίζουν και έπειτα οι τελευταίοι οικειοποιούνται τα στοιχεία τους για να τους κάνουν κακό. Αυτό δυστυχώς δεν μπορεί εύκολα να λυθεί. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαμε ίσως να το βελτιώσουμε είναι, αν συνομιλούμε με κάποιον, να περνά πολύς καιρός ώστε να τον εμπιστευόμαστε προτού του δώσουμε κάποιο προσωπικό μας στοιχείο». Αναστέναξα με απογοήτευση. Υπάρχουν τόσοι κίνδυνοι στο διαδίκτυο που ποτέ μου δεν είχα φανταστεί. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Μακάρι όλα αυτά τα προβλήματα να μην υπήρχαν, να ήταν μόνο στη φαντασία μας. Άνοιξα τα μάτια μου. Έμεινα έκπληκτος: Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου! Όλα ήταν ένα όνειρο. Τινάχτηκα πάνω, ντύθηκα γρήγορα και σε λιγότερο από είκοσι λεπτά βρισκόμουν στην εταιρεία υπολογιστών. Τα υπόλοιπα παιδιά μόλις είχαν φτάσει και η δασκάλα μάς έκανε ερωτήσεις για τους υπολογιστές. Χαρούμενος συνειδητοποίησα πως όλα αυτά τα ήξερα. Τα είχα μάθει μέσω της περιπέτειας μου με τον Άλφα. Ερώτηση 1η: Τι γνωρίζετε για τα chat rooms και ποιοι είναι οι κίνδυνοί τους; Το ήξερα! Σήκωσα το χέρι μου και απάντησα σωστά. Τα υπόλοιπα παιδιά με κοιτούσαν παραξενεμένα: ποτέ δεν ενδιαφερόμουν για το σχολείο και ποτέ δεν ήξερα τη σωστή απάντηση για τίποτα. Η σκηνή αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές: ΔΑΣΚΑΛΑ: Ποιος ξέρει να μου πει; Εγώ, πάντα εγώ!!!

Share
Κατηγορίες: Παραμύθια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ένα μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο του διαδικτύου

Μια Iστορία από Δέλτα

Γράφει η Κωνσταντίνα Σαράντη

Ένα διστακτικό πρωινό,  ένα δολοπλόκο δαμάσκηνο βγήκε από το διώροφο σπιτάκι του στο δρόμο.

«Για να δούμε! Τι θα μου δωρίσει άραγε η σημερινή μέρα;» διερωτήθηκε, καθώς διάβαινε τη διάβαση. Δεν πέρασαν δυο λεπτά και άκουσε απ’ τα δεξιά του:

«Δούλεψε μαζί μου! Δώσε κι εσύ ένα χεράκι!». Ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι άνοιγε προσεκτικά τα πορτάκια των κλουβιών και χάριζε ξανά την ελευθερία στα φυλακισμένα ωδικά πουλάκια.

«Θα σου δώσω! Θα σου δώσω ένα χεράκι!», είπε το δαμάσκηνο. «Εσύ, όμως, τι θα μου δώσεις;».

«Εεε…», δίστασε το δαχτυλίδι, «δυστυχώς, δεν διαθέτω καμιά μεγάλη αμοιβή… Όμως, άμα θέλεις, θα σου δανείσω το δίχτυ μου για να πας να ψαρέψεις στη διαυγή λακκούβα με τις λάσπες».

Το δαμάσκηνο τότε, σαν δαιμονισμένο, του γύρισε την πλάτη.

«Δεν είμαστε καλά! Πιστεύεις ότι θα δεχτώ να σε βοηθήσω γι’ αυτές τις αηδίες; Τώρα θα δεις τη βοήθειά μου! Δεσμοφύλακα! Δεσμοφύλακα! Αυτό εδώ το διεφθαρμένο δαχτυλίδι ελευθερώνει τα πουλάκια! Δέστε το! Ή, καλύτερα, αλυσοδέστε το!».

Ο δεσμοφύλακας, ένας δίμετρος δρυοκολάπτης, άρπαξε ένα δίκανο και δολοφόνησε το διαμαντένιο δαχτυλίδι. Το δαμάσκηνο συνέχισε το δρόμο του, δίχως να χύσει ούτε ένα δάκρυ! Διέσχισε ένα δυσοίωνο δάσος, ένα δαντελωτό δρομάκι κι ένα δύσβατο λιβάδι με δροσοσταλίδες. Μετά από δυο ώρες και δέκα λεπτά οδοιπορίας, βρέθηκε μπροστά σε ένα δυσπρόσιτο δημοτικό σχολείο, φτιαγμένο από δόντια δικέφαλης δεντρογαλιάς. Δρασκελίζει το κατώφλι και τι να δει; Στο δάπεδο καθόταν με σεμνότητα σταυροπόδι ένας διανοούμενος δεινόσαυρος.

«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;»,  τον ρώτησε το δαμάσκηνο.

«Είμαι μαθητής»,  είπε δειλά ο δεινόσαυρος.

«Κι ο δάσκαλός σου ποιος είναι;».

«Ο δοξασμένος Διοπτροφόρος Δράκος».

«Δεν βλέπω λόγο να μείνω εδώ, ούτε για ένα δευτερόλεπτο»,  είπε δεικτικά το δαμάσκηνο. «Τι άλλο θα δουν τα μάτια μου! Ένας δεινόσαυρος, μαθητής του Διοπτροφόρου Δράκου!».

«Μείνε κι εσύ εδώ», του είπε τότε ευγενικά ο δεινόσαυρος. «Θα δεις, θα κερδίσεις πάρα πολλά! Θα μάθεις να διαχειρίζεσαι τη δύναμη της σκέψης σου. Θα γίνεις δυνατό! Υπερδύναμο! Παντοδύναμο!».

Το δαμάσκηνο διερωτήθηκε για λίγη ώρα. Μετά απάντησε:

«Εντάξει, δέχομαι! Θα μείνω! Μου δίνεις, όμως, το λόγο της τιμής σου ότι θα γίνω παντοδύναμο; Το πιο δυνατό δαμάσκηνο του κόσμου;».

«Δίχως άλλο!», το διαβεβαίωσε ο δεινόσαυρος. «Διάλεξε μια θέση στο δάπεδο και κάθισε».

Το δαμάσκηνο κάθισε.

«Τώρα κάρφωσε τα μάτια σου στα μάτια μου».

«Γιατί; Τι θα κάνουμε;», ρώτησε το δαμάσκηνο με απορία.

«Θα διαλογιστούμε. Θα διεκδικήσουμε με τη δύναμη της σκέψης μας το Διαμαντένιο Δέντρο!».

Τι να κάνει το δαμάσκηνο, προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Κάρφωσε τα μάτια του στο δεινόσαυρο, που το κοιτούσε με διεισδυτικό βλέμμα. Δυσκολευόταν πολύ, μα προσπαθούσε. Έμειναν έτσι μέχρι το δειλινό. Κανείς δεν πήρε τα μάτια του από τον άλλο. Ξαφνικά ο δεινόσαυρος, άρχισε να εκπέμπει από τα μάτια του δυο δέσμες φωτός. Ταυτόχρονα άρχισε να ψιθυρίζει ένα δημοτικό τραγούδι. Το δαμάσκηνο ένιωσε να μαγνητίζεται από το διαπεραστικό του βλέμμα. Μια νάρκη πλημμύρισε όλο του το σώμα και έμεινε να κοιτάζει μαγεμένο. Ο δεινόσαυρος άνοιξε το στόμα του διάπλατα, τόσο που φάνηκαν τα μεγάλα του δόντια.

«Δεν είσαι πια δολοπλόκο δαμάσκηνο! Δεν είσαι πια δολοπλόκο δαμάσκηνο! Είσαι ένα δώρο για το δείπνο του αφέντη σου! Σήκω αργά και μπες στο στόμα μου… Εκεί είναι η αίθουσα υποδοχής σου!», είπε με την επιβλητική του φωνή.

Το δαμάσκηνο υπνωτισμένο, σηκώθηκε και βάδισε προς το ανοιχτό στόμα. Τότε ξαφνικά έγινε μια διακοπή ρεύματος κι ένας δροσερός αέρας πλημμύρισε το δωμάτιο. Το δαμάσκηνο συνήλθε και είδε μπροστά του το ορθάνοιχτο στόμα του δεινόσαυρου.

«Να ξεφύγω! Πρέπει να ξεφύγω!», σκέφτηκε κι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο δεινόσαυρος άρχισε να το κυνηγάει με μια δάδα, αλλά πεδικλώθηκε στη δαντέλα του τραπεζομάντηλου. Το δαμάσκηνο έφτασε τότε στη θάλασσα, πήρε μια βαθιά ανάσα και πήδηξε μέσα. Μόλις άνοιξε τα μάτια του είδε ότι ήταν περικυκλωμένο από δελφίνια.

«Ποιος είσαι;», τον ρώτησε ένα ρόδινο δελφίνι. «Μήπως είσαι κανένας δραπέτης;».

«Όχι, είμαι ένα δαμάσκηνο! Με κυνηγάει ένας δεινόσαυρος!

Βοηθήστε με σας παρακαλώ!».

«Θα σε βοηθήσουμε», είπε το δελφίνι. «Εγώ είμαι ο Δήμαρχος. Βλέπεις εκείνο το δεξαμενόπλοιο; Εκεί θα σε κρύψουμε.  Κι ύστερα αυτό θα σε πάει διακοπές στη Δυτική Δαμασκηνία».

«Στην πατρίδα μου;», ρώτησε συγκινημένο το δαμάσκηνο.

«Ναι!».

«Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ πολύ!».

Έτσι, χάρη στη βοήθεια του Δημάρχου  δελφινιού, το δαμάσκηνο έδωσε τέλος στην πολυτάραχη περιπέτειά του και βρέθηκε πάλι πίσω στην πατρίδα του…

Share
Κατηγορίες: Παραμύθια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μια Iστορία από Δέλτα

Η Σκουπιδούπολη έγινε Καθαρούπολη

Η Κική και η Μαρία ζούσαν σε μία βρώμικη πόλη που λεγόταν «Σκουπιδούπολη» και δεν ήταν καθόλου χαρούμενες.

Μια μέρα, καθώς πήγαιναν σχολείο, σκόνταψαν πάνω σε ένα βουνό από σκουπίδια, έπεσαν κάτω και χτύπησαν πολύ άσχημα. Μόλις σηκώθηκαν, είπαν: «Ποπό! Τι πολλά σκουπίδια! Τι άσχημα που μυρίζουν!».

Όταν τέλειωσαν το σχολείο και γύρισαν στο σπίτι τους, είπαν στη μαμά τους αυτό που τους είχε συμβεί. Η μαμά τους θύμωσε και πήγε να διαμαρτυρηθεί στο Δήμαρχο! Όταν έφτασε στο Δημαρχείο τού είπε τα παράπονά της. Αυτός της είπε πως θα τα κανονίσει όλα αύριο κιόλας. Αλλά στην πραγματικότητα της είχε πει ψέματα. Δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την πόλη! Μετά από μια βδομάδα η μητέρα των κοριτσιών κατάλαβε ότι ο Δήμαρχος τής είχε πει ψέματα. Τότε θύμωσε, έφτιαξε αφίσες εναντίον του και τις κόλλησε παντού.

Μόλις τις είδαν οι πολίτες αποφάσισαν να κάνουν συμβούλιο, για να συζητήσουν αυτό το θέμα. Στο συμβούλιο αποδείχτηκε ότι ο Δήμαρχος τούς έλεγε ψέματα καιαποφάσισαν να τον αλλάξουν. Κατά τύχη ο Δήμαρχος περνούσε από εκεί και το άκουσε και,  επειδή δεν ήθελε να χάσει τη θέση του, αποφάσισε να καθαρίσει την πόλη.

Έτσι, το επόμενο πρωί κάλεσε τους υπαλλήλους καθαριότητας οι οποίοι καθάρισαν την πόλη, και από τότε η πόλη δεν ονομαζόταν Σκουπιδούπολη αλλά Καθαρούπολη.

Έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Συγγραφείς: Κασαγιάννη Ελευθερία, Καραμηνά Βάσια, Θεοχάρη Άννα – μαθήτριες

Share
Κατηγορίες: Παραμύθια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Η Σκουπιδούπολη έγινε Καθαρούπολη

Μικροί, καθημερινοί «Πικάσο»

Από τις πολλές καθημερινές δημιουργίες των μικρών, αλλά μεγάλων μας φίλων που φτάνουν στο «Παιδεύω»

Share
Κατηγορίες: Ζωγραφίζουμε τον κόσμο | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μικροί, καθημερινοί «Πικάσο»

Αφανή, αλλά ολόφωτα ταλέντα

Η ζωγράφος ονομάζεται Λάμα Ίσσα . Ο πατέρας της είναι Σύριος και η μητέρα της Ελληνίδα. Ασχολείται με την ζωγραφική από μικρό παιδί, από μόνη της. Δεν έχει πάει σε κάποια σχολή ζωγραφικής, αν και θα το ήθελε. Ίσως η επιθυμία της πραγματοποιηθεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Την ενδιαφέρει ιδιαίτερα σαν μορφή τέχνης η “Pop Art”. Στους αγαπημένους της καλλιτέχνες συμπεριλαμβάνονται οι Βάν Γκόγκ και  Άντι Γουόρχολ. Από τους Έλληνες καλλιτέχνες ξεχωρίζει ιδιαίτερα τον Ηρακλή Φοβάκη.

Share
Κατηγορίες: Ζωγραφίζουμε τον κόσμο | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Αφανή, αλλά ολόφωτα ταλέντα