Της Αγαθής Δημητρούκα
–
Το κουτό το μυρμηγκάκι
έφαγε ένα γαριδάκι
και του πόνεσε η κοιλιά του
κι έτρεξε μες στη φωλιά του.
-Βρε κοπρόσκυλο, πώς κάνεις
λες κι είν’ ώρα να πεθάνεις;
Έχεις μάθει στην κοπάνα,
του ’πε η μυρμηγκομάνα.
Με το ένα με το δύο
στο ηλιόλουστο τοπίο
με το δύο με το τρία
βγες να βρεις την ευτυχία!
–Ναι, μαμά, της απαντάει
το μυρμήγκι και ορμάει
έξω από το μυρμηγκώνα
με μια χρυσαφιά σφεντόνα.
Μόλις, όμως, έξω βγήκε
να το περιμένει βρήκε
τον εχθρό μυρμηγκοφάγο.
Γέμισε η καρδιά του πάγο
και με όψη τρομαγμένη
στη σπηλιά του ξαναμπαίνει.
–Πάλι εδώ εσύ μου είσαι;
Έξω στη λιακάδα ζήσε
σαν παιδί και σαν λουλούδι
σαν της άνοιξης τραγούδι.
–Ποιο τραγούδι, βρε μαμά μου;
Απ’ το φόβο η καρδιά μου
πάει να σπάσει σαν γυαλάκι,
λέει και κλαίει το μυρμηγκάκι.
–Ποιον φοβάσαι, βρε καημένο;
Κάναν γείτονα στριμμένο,
ή καμιά γειτονοπούλα
μη σου κλέψει την καρδούλα;
–Αχ, μαμά, μην κάνεις πλάκα!
Τρέμω απ’ αυτόν το βλάκα
που τον λεν μυρμηγκοφάγο.
Να ’χα φίλο ένα μάγο,
με τη μαγική του σκέψη
τον εχθρό μου να ημερέψει!
Μια φωνή λέει: –Παρών!
Είμ’ ο φίλος ολονών
και μεγάλων και μικρών
και ψηλών και χαμηλών
και γενναίων και δειλών
και ανθρώπων και θεών
μα και ζώων και πτηνών
και πραγμάτων κι ιδεών!
«Ποιος» ρωτάτε «τι και πώς;»
Είμ’ ο μάγος Ποταμός!
Έχω μέλι για νερό
και γλυκαίνω κάθε εχθρό!
Στρίγγλα, Μέδουσα, Γοργώ,
Κίρκη μα και Καλυψώ
γλύκανα και με κοιτούν
όπως τ’ άψυχα καρτούν.
Τη Λερναία Ύδρα εγώ
γλύκανα σ’ ένα λεπτό
μα και στον Μινώταυρο
μόλις ζήτησε νερό
μέλι του ’δωσα ζεστό
κι έγινε σκυλί πιστό!
–Ονειρεύομαι ή μήπως
καραγκιόζης είν’ ο τύπος;
Τσαρλατάνος κι όχι μάγος,
λέει ο μυρμηγκοφάγος.
–Είμαι μάγος με καπέλο
και σε κάνω άμα θέλω
απαλό σαν το μετάξι.
Άσε τα μυρμήγκια, εντάξει;
Τρώγε σπόρους και σποράκια
και πεσμένα φυλλαράκια,
φάε και κανένα μήλο.
Άντε, μη σε ξαποστείλω
σε κανέναν άδειο κήπο
της καρδιάς τον κάθε χτύπο
να μετράς μετανιωμένος
μόνος, έρημος και ξένος!
Ο μεταξωτός εχθρός μας
γονατίζει σ’ όλους μπρος μας
μια σταγόνα μέλι πίνει
φρουτοφάγος πάει να γίνει.
Σύκα, μήλα, πορτοκάλια
φέρτε δώδεκα τσουβάλια
να τα τρώει ένα ένα
και ν’ αφήνει τα καημένα
τα μυρμήγκια, δίχως τρόμο
να χαράζουν νέο δρόμο.
–Ποιος ημέρεψε το τέρας;
λέει ο μυρμηγκοπατέρας
που γυρνάει απ’ τη δουλειά του
για να πάει στη φωλιά του.
–Ένας φίλος μας μεγάλος
ο μελένιος Ποταμός,
σαν εκείνον δεν είν’ άλλος
μάγος δίκαιος καλός.
–Ήρθε γρήγορα σαν σβούρα
σαν του Δία κεραυνός,
του εχθρού μας η καμπούρα
μαύρος έγινε καπνός.
–Μαύρος έγινε καπνός…
Και του Δία κεραυνός…
Μήπως ήταν ένα ψέμα
για των μυρμηγκιών το βλέμμα;
Μήπως ήταν φαντασία
του μυαλού μας ιστορία;
–Αχ, πατέρα, ήταν αλήθεια
και καθόλου παραμύθια.
Έφυγ’ ο μυρμηγκοφάγος
όμως χάθηκε κι ο μάγος
κι αν στο νέο δρόμο βρούμε
άλλο εχθρό και φοβηθούμε;
Ο πατέρας λέει: –Παρών!
Είμ’ ο φίλος ολονών
και μεγάλων και μικρών
και ψηλών και χαμηλών
και γενναίων και δειλών
και ανθρώπων και θεών
μα και ζώων και πτηνών
και πραγμάτων κι ιδεών!
–Τέτοια λόγια πώς τα ξέρεις;
Είχες, άραγε, κρυφτεί
πίσω απ’ τη σκιά μιας φτέρης
κι έκανες το θεατή;
–Μη ρωτάτε «τι και πώς;»
Είμ’ ο μάγος Ποταμός!
Έχω μέλι για νερό
και γλυκαίνω κάθε εχθρό!
Στρίγγλα, Μέδουσα, Γοργώ,
Κίρκη μα και Καλυψώ
γλύκανα και με κοιτούν
όπως τ’ άψυχα καρτούν.
Τη Λερναία Ύδρα εγώ
γλύκανα σ’ ένα λεπτό
μα και στον Μινώταυρο
μόλις ζήτησε νερό
μέλι του ’δωσα ζεστό
κι έγινε σκυλί πιστό!
–Ρε, μπαμπά, θα μας τρελάνεις;
Πώς τα ξέρεις, πώς τα κάνεις
τόσα κόλπα μαγικά;
Είσαι μάγος τελικά;
–Είμ’ απλά ένας πατέρας
το παιδί μου αγαπώ
και στο φως της κάθε μέρας
να το βλέπω λαχταρώ.
Το μυρμήγκι πήρε θάρρος
κι έλαμψε μεμιάς σαν φάρος
κι έμαθε ο κόσμος όλος:
«Η μαγεία είναι ρόλος
που τον φτιάχνει η φαντασία
με το ένα δύο τρία!»
–
Πώς έγινε η «Μυρμηγκιάδα»
–
Γράφει ο Αλέξανδρος Γεωργαντόπουλος – Δάσκαλος
Όλα ξεκίνησαν μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού μου. Οι μαθητές μου, παιδιά της έκτης τάξης στο 116ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, μου έκαναν το καλύτερο δώρο. Με τη βοήθεια της Αγαθής Δημητρούκα, μητέρας ενός εξ αυτών, έφτιαξαν ένα τραγουδάκι με τίτλο «το καινούριο μωρό» και το τραγούδησαν κατά τη διάρκεια της πρωινής συγκέντρωσης στο προαύλιο του σχολείου.
Στη συνέχεια με την Αγαθή, καθώς ασχολείται με τη στιχουργική και την παιδική λογοτεχνία, σκεφτήκαμε να αξιοποιήσουμε σε μια πιο μόνιμη βάση τη διάθεση για έκφραση των παιδιών. Αυτό πράγματι έγινε στα πλαίσια της ελεύθερης ζώνης κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς 2004-2005 και είχε εντυπωσιακή απήχηση στα παιδιά.
Η μία ώρα την εβδομάδα που αφιερώθηκε γι’ αυτόν το σκοπό ήταν η σπίθα που εκτόξευσε τη δημιουργική διάθεση των παιδιών, τα οποία περίμεναν με ανυπομονησία αυτή την ώρα και δούλεψαν με πρωτόγνωρο κέφι και ενθουσιασμό. Έμαθαν για πρώτη φορά τόσα πράγματα σχετικά με το ρυθμό, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, αλλά κυρίως διασκέδασαν κι ένιωσαν την αυτοπεποίθησή τους να ανεβαίνει κατακόρυφα. Δεν υπήρχαν «δυνατοί» και «αδύνατοι» μαθητές. Όλοι πήραν βήμα έκφρασης και αντιλήφθηκαν ότι αποτελούν τους κρίκους για την ολοκλήρωση της προσπάθειας και ένιωθαν πολύ περήφανοι. Το σχολείο της νοησιαρχίας έδωσε έστω και για λίγο τη θέση του στη φαντασία και στη δημιουργικότητα.
Το πείραμα θεωρώ ότι ήταν απόλυτα επιτυχημένο και εκπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα του νόμου (άρθρο 16 του Συντάγματος) που μιλάει για …ολόπλευρη και ισσόροπη ανάπτυξη των μαθητών.
Έτσι δημιουργήθηκε η «Μυρμηγκιάδα» και, πέρα από συναισθηματικούς, συνεργατικούς και συμμετοχικούς στόχους, με την προσπάθεια αυτή επιτεύχθηκαν και ψυχοκινητικοί στόχοι (υπήρξαν δραματοποιήσεις και εικονογράφηση των επεισοδίων) καθώς και καθαρά γνωστικοί (παραγωγή λόγου, παραγωγή και σύνθεση λέξεων, ορθογραφία, εμπλουτισμός λεξιλογίου κ.α.).
Μετά τα παιδιά προχώρησαν στην παραγωγή και άλλων έργων με ευκαιριακό κυρίως περιεχόμενο όπως ποίημα για τη γιορτή της μητέρας ή «το τελικό ν» όπου έγινε διδαχή της γραμματικής μέσω της ποίησης κ.α.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω γι’ άλλη μια φορά την Αγαθή γιατί άνοιξε καινούριους ορίζοντες στη διδακτική μου πράξη και με παρέσυρε και εμένα μαζί με τους μαθητές μου στο «Μέγα Ποταμό» της ποίησης.
–