Το κυνήγι της αλεπούς

Τα παιδιά ρίχνουν κλήρο για το ποιο θα είναι η αλεπού.

Η αλεπού πρέπει να είναι εφοδιασμένη με 25 χαρτονάκια αριθμημένα.

Ξεκινάει και παίρνει ένα δρόμο. Περπατώντας κρύβει τα χαρτονάκια κάτω από μια πέτρα ή ανάμεσα στα χόρτα.

Μετά από λίγη ώρα τα σκυλιά, δηλαδή οι υπόλοιποι παίχτες, ξεκινούν.

Όταν κάποιος από τους σκύλους ανακαλύψει ένα χαρτονάκι από αυτά που έχει κρύψει η αλεπού, φωνάζει και τους άλλους παίκτες κοντά του. Κοιτάζουν τον αριθμό του χαρτονιού. Το παιδί που θα βρει το μεγαλύτερο αριθμό στη διάρκεια της ανίχνευσης, γίνεται αρχηγός του παιχνιδιού και το διευθύνει.

Την αλεπού δεν μπορούν να την πιάσουν, ακόμα κι αν την προλάβουν. Αυτό γίνεται όταν οι παίκτες δεν έχουν βρει όλα τα χαρτονάκια.

Όταν τελειώσουν τα χαρτονάκια της αλεπούς, τρέχουν τα σκυλιά να την πιάσουν και, όταν την πιάσουν, τελειώνει το παιχνίδι.

Share
Κατηγορίες: Παραδοσιακά παιχνίδια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Το κυνήγι της αλεπούς

Τα μανιταράκια

Τα μανιταράκια παίζονται από τέσσερα παιδιά και πάνω.

Τα παιδιά βγάζουν κάποιον να τα «φυλάει». Αυτός που τα «φυλάει» μετράει μέχρι το δέκα και αρχίζει να κυνηγάει τους άλλους.

Όταν πάει να πιάσει κάποιο παιδί, τότε αυτό το παιδί κάθεται κάτω. Έτσι εκείνος που κυνηγάει δεν μπορεί να το πιάσει.

Για να ξανασηκωθεί κάποιο παιδί πρέπει κάποιο άλλο παιδί να περάσει από πάνω του.

Όταν όλοι έχουν κάτσει κάτω και μείνει μόνο ένας όρθιος, αυτός δεν πρέπει να κάτσει κάτω γιατί θα τα «φυλάει ».

Αν καταφέρει να πιάσει αυτόν που έμεινε τον κάνει να φυλάει αυτός. Ενώ αν καταφέρει, αυτός που έμεινε όρθιος, να περάσει πάνω από κάποιο παιδί, το παιχνίδι συνεχίζεται.

Τον πρώτο τελικά που θα καταφέρει να πιάσει, θα είναι ο επόμενος που θα τα φυλάει. Είναι πολύ συναρπαστικό παιχνίδι. Δοκιμάστε το!

Share
Κατηγορίες: Παραδοσιακά παιχνίδια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τα μανιταράκια

Τα κρυμμένα σημαιάκια

Γράφει ο Παναγιώτης Πανταζής – μαθητής

Το παιχνίδι παίζεται ως εξής:

Τα παιδιά χωρίζονται σε 2 ομάδεs  (την κάθε μια αποτελούν 3  ή και περισσότεροι παίκτεs).  Κάθε ομάδα διαλέγει  μία περιοχή όπου εγκαθιστά το αρχηγείο της.

Οι δύο περιοχές χωρίζονται μεταξύ τους με κάποιο τρόπο (πχ αν είναι τσιμέντο, με μια κιμωλία). Και οι δύο ομάδες έχουν από ένα σημαιάκι που το κρύβουν η κάθε μια στη δική της περιοχή.

Σκοπόs του παιχνιδιού είναι η κάθε ομάδα να ανακαλύψει το σημαιάκι τηs αντίπαληs ομάδαs και να το φέρει στην δική  της περιοχή .Δεν είναι ωστόσο εύκολο να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος, γιατί μεσολαβούν κάποιες δύσκολες πλευρές του παιχνιδιού. Κάθε φορά που έναs παίκτηs αγγίζει τον αντίπαλό του και φωνάζει «πάγωσε», ο αντίπαλος παίκτης είναι υποχρεωμένος να μείνει ακίνητος για δέκα δευτερόλεπτα, που τα μετράει ο ίδιος (ο ακίνητος) με σχετικά αργό ρυθμό. Μετά από αυτή την ποινή ελευθερώνεται και συνεχίζει να ψάχνει.

Νικήτρια είναι η ομάδα που θα ανακαλύψει πρώτη το κρυυμμένο σημαιάκι της άλλης ομάδας. Είναι ένα πολύ συναρπαστικό παιχνίδι! Δοκιμάστε το!

Share
Κατηγορίες: Παραδοσιακά παιχνίδια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τα κρυμμένα σημαιάκια

Ο Βοριάς κι ο Ήλιος (Παραμύθι του Αισώπου)

Μια φορά, ο Ήλιος κι ο Βοριάς έπιασαν μια μεγάλη συζήτηση για το ποιος από τους δυο ήταν ο δυνατότερος.
– Εγώ, έλεγε ο Ήλιος.
– Όχι, εγώ, έλεγε ο Βοριάς.
Κι είχαν τόσο πείσμα, ώστε κανένας τους δεν υποχωρούσε μπροστά στον άλλον.
Έτσι όμως, δεν έβγαινε συμπέρασμα, ούτε θα ‘βγαινε ποτέ, τόσο πεισματάρηδες που ήταν κι οι δυο τους.

– Σου προτείνω ένα στοίχημα! είπε τέλος ο Βοριάς.
– Τι στοίχημα; ρώτησε ο Ήλιος.
– Να διαλέξουμε στην τύχη έναν άνθρωπο κι όποιος από τους δυο μας καταφέρει και τον γδύσει, εκείνος θα ‘ναι ο δυνατότερος .
– Το δέχομαι το στοίχημα! είπε ο Ήλιος.
Σε λίγο, φάνηκε στον κάμπο ένας άνθρωπος, που πήγαινε ολομόναχος.
Άρχισε τότε, ο Βοριάς, να φυσάει δυνατά.
Ο διαβάτης έσκυψε το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του, πάνω στο στήθος,για να προφυλαχτεί από τον αέρα.
Ο Βοριάς φύσηξε πιο δυνατά κι ο διαβάτης, κούμπωσε το ρούχο του κι επειδή ο Βοριάς δυνάμωνε το φύσημά του, ο καημένος ο άνθρωπος έβγαλε μια μάλλινη κουβέρτα, που την κουβαλούσε σ’ ένα σακί, και τυλίχτηκε μ’ αυτήν, για να μην ξεπαγιάσει.
Όσο πιο δυνατά φυσούσε ο Βοριάς, τόσο πιο σφιχτά τυλιγότανε στην κουβέρτα του ο διαβάτης.
Στο τέλος, ο Βοριάς βαρέθηκε κι έπαψε να φυσάει. Γύρισε στον Ήλιο και του είπε:
– Η σειρά σου τώρα να δοκιμάσεις να τον γδύσεις.
Ο Ήλιος πρόβαλε στον ουρανό, μόλις σταμάτησε να φυσάει ο Βοριάς, κι αμέσως ο διαβάτης έβγαλε από πάνω του την κουβέρτα και την έβαλε στο σακί.
Δυνάμωσε τη λάμψη του ο Ήλιος κι ο διαβάτης ξεκούμπωσε το ρούχο του.
Αλλά ο Ήλιος δυνάμωνε όλο και πιο πολύ τη λάμψη του κι ο διαβάτης, που είχε αρχίσει να ιδρώνει, άρχισε να βγάζει ένα-ένα τα ρούχα του, ώσπου, στο τέλος απόμεινε ολόγυμνος και κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, μήπως δει κανένα δέντρο για να πάει να ξαπλώσει στον ίσκιο του.
Επειδή όμως δεν έβρισκε δέντρο, έπεσε στο ποτάμι, που περνούσε εκεί κοντά κι έμεινε στο νερό, ώσπου ο Ήλιος, σιγά-σιγά, λιγόστεψε τη λάμψη του.
– Εσύ είσαι ο δυνατότερος! παραδέχτηκε ο Βοριάς, αποχαιρετώντας τον Ήλιο.

Share
Κατηγορίες: Παραμύθια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ο Βοριάς κι ο Ήλιος (Παραμύθι του Αισώπου)

Μυρμηγκιάδα ή Το έπος ενός μυρμηγκιού


Της Αγαθής Δημητρούκα


Το κουτό το μυρμηγκάκι

έφαγε ένα γαριδάκι

και του πόνεσε η κοιλιά του

κι έτρεξε μες στη φωλιά του.


-Βρε κοπρόσκυλο, πώς κάνεις

λες κι είν’ ώρα να πεθάνεις;

Έχεις μάθει στην κοπάνα,

του ’πε η μυρμηγκομάνα.

Με το ένα με το δύο

στο ηλιόλουστο τοπίο

με το δύο με το τρία

βγες να βρεις την ευτυχία!


–Ναι, μαμά, της απαντάει

το μυρμήγκι και ορμάει

έξω από το μυρμηγκώνα

με μια χρυσαφιά σφεντόνα.


Μόλις, όμως, έξω βγήκε

να το περιμένει βρήκε

τον εχθρό μυρμηγκοφάγο.

Γέμισε η καρδιά του πάγο

και με όψη τρομαγμένη

στη σπηλιά του ξαναμπαίνει.


–Πάλι εδώ εσύ μου είσαι;

Έξω στη λιακάδα ζήσε

σαν παιδί και σαν λουλούδι

σαν της άνοιξης τραγούδι.


–Ποιο τραγούδι, βρε μαμά μου;

Απ’ το φόβο η καρδιά μου

πάει να σπάσει σαν γυαλάκι,

λέει και κλαίει το μυρμηγκάκι.


–Ποιον φοβάσαι, βρε καημένο;

Κάναν γείτονα στριμμένο,

ή καμιά γειτονοπούλα

μη σου κλέψει την καρδούλα;


–Αχ, μαμά, μην κάνεις πλάκα!

Τρέμω απ’ αυτόν το βλάκα

που τον λεν μυρμηγκοφάγο.

Να ’χα φίλο ένα μάγο,

με τη μαγική του σκέψη

τον εχθρό μου να ημερέψει!


Μια φωνή λέει: –Παρών!

Είμ’ ο φίλος ολονών

και μεγάλων και μικρών

και ψηλών και χαμηλών

και γενναίων και δειλών

και ανθρώπων και θεών

μα και ζώων και πτηνών

και πραγμάτων κι ιδεών!

«Ποιος» ρωτάτε «τι και πώς;»

Είμ’ ο μάγος Ποταμός!

Έχω μέλι για νερό

και γλυκαίνω κάθε εχθρό!

Στρίγγλα, Μέδουσα, Γοργώ,

Κίρκη μα και Καλυψώ

γλύκανα και με κοιτούν

όπως τ’ άψυχα καρτούν.

Τη Λερναία Ύδρα εγώ

γλύκανα σ’ ένα λεπτό

μα και στον Μινώταυρο

μόλις ζήτησε νερό

μέλι του ’δωσα ζεστό

κι έγινε σκυλί πιστό!


–Ονειρεύομαι ή μήπως

καραγκιόζης είν’ ο τύπος;

Τσαρλατάνος κι όχι μάγος,

λέει ο μυρμηγκοφάγος.


–Είμαι μάγος με καπέλο

και σε κάνω άμα θέλω

απαλό σαν το μετάξι.

Άσε τα μυρμήγκια, εντάξει;

Τρώγε σπόρους και σποράκια

και πεσμένα φυλλαράκια,

φάε και κανένα μήλο.

Άντε, μη σε ξαποστείλω

σε κανέναν άδειο κήπο

της καρδιάς τον κάθε χτύπο

να μετράς μετανιωμένος

μόνος, έρημος και ξένος!


Ο μεταξωτός εχθρός μας

γονατίζει σ’ όλους μπρος μας

μια σταγόνα μέλι πίνει

φρουτοφάγος πάει να γίνει.

Σύκα, μήλα, πορτοκάλια

φέρτε δώδεκα τσουβάλια

να τα τρώει ένα ένα

και ν’ αφήνει τα καημένα

τα μυρμήγκια, δίχως τρόμο

να χαράζουν νέο δρόμο.


–Ποιος ημέρεψε το τέρας;

λέει ο μυρμηγκοπατέρας

που γυρνάει απ’ τη δουλειά του

για να πάει στη φωλιά του.


–Ένας φίλος μας μεγάλος

ο μελένιος Ποταμός,

σαν εκείνον δεν είν’ άλλος

μάγος δίκαιος καλός.


–Ήρθε γρήγορα σαν σβούρα

σαν του Δία κεραυνός,

του εχθρού μας η καμπούρα

μαύρος έγινε καπνός.


–Μαύρος έγινε καπνός…

Και του Δία κεραυνός…

Μήπως ήταν ένα ψέμα

για των μυρμηγκιών το βλέμμα;

Μήπως ήταν φαντασία

του μυαλού μας ιστορία;


–Αχ, πατέρα, ήταν αλήθεια

και καθόλου παραμύθια.

Έφυγ’ ο μυρμηγκοφάγος

όμως χάθηκε κι ο μάγος

κι αν στο νέο δρόμο βρούμε

άλλο εχθρό και φοβηθούμε;


Ο πατέρας λέει: –Παρών!

Είμ’ ο φίλος ολονών

και μεγάλων και μικρών

και ψηλών και χαμηλών

και γενναίων και δειλών

και ανθρώπων και θεών

μα και ζώων και πτηνών

και πραγμάτων κι ιδεών!


–Τέτοια λόγια πώς τα ξέρεις;

Είχες, άραγε, κρυφτεί

πίσω απ’ τη σκιά μιας φτέρης

κι έκανες το θεατή;


–Μη ρωτάτε «τι και πώς;»

Είμ’ ο μάγος Ποταμός!

Έχω μέλι για νερό

και γλυκαίνω κάθε εχθρό!

Στρίγγλα, Μέδουσα, Γοργώ,

Κίρκη μα και Καλυψώ

γλύκανα και με κοιτούν

όπως τ’ άψυχα καρτούν.

Τη Λερναία Ύδρα εγώ

γλύκανα σ’ ένα λεπτό

μα και στον Μινώταυρο

μόλις ζήτησε νερό

μέλι του ’δωσα ζεστό

κι έγινε σκυλί πιστό!


–Ρε, μπαμπά, θα μας τρελάνεις;

Πώς τα ξέρεις, πώς τα κάνεις

τόσα κόλπα μαγικά;

Είσαι μάγος τελικά;


–Είμ’ απλά ένας πατέρας

το παιδί μου αγαπώ

και στο φως της κάθε μέρας

να το βλέπω λαχταρώ.


Το μυρμήγκι πήρε θάρρος

κι έλαμψε μεμιάς σαν φάρος

κι έμαθε ο κόσμος όλος:

«Η μαγεία είναι ρόλος

που τον φτιάχνει η φαντασία

με το ένα δύο τρία!»

Πώς έγινε η «Μυρμηγκιάδα»

Γράφει ο Αλέξανδρος Γεωργαντόπουλος – Δάσκαλος

Όλα ξεκίνησαν μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού μου.  Οι μαθητές μου, παιδιά της έκτης τάξης στο 116ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών, μου έκαναν το καλύτερο δώρο.  Με τη βοήθεια της Αγαθής Δημητρούκα, μητέρας ενός εξ αυτών,  έφτιαξαν ένα τραγουδάκι με τίτλο «το καινούριο μωρό» και το τραγούδησαν κατά τη διάρκεια της πρωινής συγκέντρωσης στο προαύλιο του σχολείου.

Στη συνέχεια με την Αγαθή, καθώς ασχολείται με τη στιχουργική και την παιδική λογοτεχνία, σκεφτήκαμε να αξιοποιήσουμε σε μια πιο μόνιμη βάση τη διάθεση για έκφραση των παιδιών. Αυτό πράγματι έγινε στα πλαίσια της ελεύθερης ζώνης κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς 2004-2005 και είχε εντυπωσιακή απήχηση στα παιδιά.

Η μία ώρα την εβδομάδα που αφιερώθηκε γι’ αυτόν το σκοπό ήταν η σπίθα που εκτόξευσε τη δημιουργική διάθεση των παιδιών, τα οποία περίμεναν με ανυπομονησία αυτή την ώρα και δούλεψαν με πρωτόγνωρο κέφι και ενθουσιασμό. Έμαθαν για πρώτη φορά τόσα πράγματα σχετικά με το ρυθμό, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, αλλά κυρίως διασκέδασαν κι ένιωσαν την αυτοπεποίθησή τους να ανεβαίνει κατακόρυφα. Δεν υπήρχαν «δυνατοί» και «αδύνατοι» μαθητές. Όλοι πήραν βήμα έκφρασης και αντιλήφθηκαν ότι αποτελούν τους κρίκους για την ολοκλήρωση της προσπάθειας και ένιωθαν πολύ περήφανοι. Το σχολείο της νοησιαρχίας έδωσε έστω και για λίγο τη θέση του στη φαντασία και στη δημιουργικότητα.

Το πείραμα θεωρώ ότι ήταν απόλυτα επιτυχημένο και εκπληρώθηκε σε μεγάλο βαθμό το πνεύμα του νόμου (άρθρο 16 του Συντάγματος) που  μιλάει για …ολόπλευρη και ισσόροπη ανάπτυξη των μαθητών.

Έτσι δημιουργήθηκε η «Μυρμηγκιάδα» και, πέρα από συναισθηματικούς, συνεργατικούς και συμμετοχικούς στόχους, με την προσπάθεια αυτή επιτεύχθηκαν και ψυχοκινητικοί στόχοι (υπήρξαν δραματοποιήσεις και εικονογράφηση των επεισοδίων) καθώς και καθαρά γνωστικοί (παραγωγή λόγου, παραγωγή και σύνθεση λέξεων, ορθογραφία, εμπλουτισμός λεξιλογίου κ.α.).

Μετά τα παιδιά προχώρησαν στην παραγωγή και άλλων έργων με ευκαιριακό κυρίως περιεχόμενο όπως ποίημα για τη γιορτή της μητέρας ή «το τελικό ν» όπου έγινε διδαχή της γραμματικής μέσω της ποίησης κ.α.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω γι’ άλλη μια φορά την Αγαθή γιατί άνοιξε καινούριους ορίζοντες στη διδακτική μου πράξη και με παρέσυρε και εμένα μαζί με τους μαθητές μου στο «Μέγα Ποταμό» της ποίησης.

Share
Κατηγορίες: Παραμύθια | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Μυρμηγκιάδα ή Το έπος ενός μυρμηγκιού