Γράφει ο Φώτης Ρήνας
Είναι τραγούδια και μουσική γραμμένα σε λαϊκό ύφος από σπουδασμένους, επώνυμους δημιουργούς, με (δυτική) μουσική παιδεία. Απευθύνονται στο λαό με αγάπη, σεβασμό και μεράκι, αφομοιώνοντας δημιουργικά τη λαϊκή μας μουσική. Γι’ αυτό, πολλά απ’ αυτά έτυχαν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και αγαπήθηκαν αμέσως από όλα τα κοινωνικά στρώματα όσο και τα γνήσια λαϊκά.
(πηγή:www.agerolemouschoolofmusic.com )
Το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι, εμφανίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 1950 – αρχές δεκαετίας του 1960 με πρωτεργάτες τους: Μάνο Χατζιδάκι και Μίκη Θεοδωράκη. Ο όρος «Έντεχνο-λαϊκό» περιέχει δύο αντιφατικές έννοιες, δηλωτικές του διχασμού του Νεοέλληνα ανάμεσα στην λαϊκή παράδοση και τον δυτικό προσανατολισμό. Ο Μίκης Θεοδωράκης ορίζει το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι ως: «ένα σύγχρονο σύνθετο μουσικό έργο τέχνης που θα μπορεί να αφομοιωθεί δημιουργικά από τις μάζες». Αφετηρία της προσπάθειας αυτής είναι ο «Επιτάφιος» (1958, σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου), για τον οποίο ο Θεοδωράκης αναφέρει: «δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πάντρεμα ανάμεσα στη σύγχρονη ελληνική μουσική και στη σύγχρονη ελληνική ποίηση».
Ως αποτέλεσμα δημιουργείται μια παράδοση μελοποιημένης ποίησης που ονομάζεται «Έντεχνο τραγούδι». Διαφέρει από το λαϊκό κυρίως στο στίχο, αλλά και στη μουσική (ενορχήστρωση, ύφος). Ο χαρακτήρας του είναι περισσότερο δυτικός όσον αφορά στα συνθετικά μέσα. Μπορεί να χρησιμοποιεί δυτική αρμονία, ακόμα και αντίστιξη, καθώς και όργανα της συμφωνικής ορχήστρας, χορωδίες και συμφωνικά σύνολα. Δεν έχει όμως καμία σχέση με τη φόρμα του δυτικοευρωπαϊκού ρομαντικού και μεταρομαντικού έντεχνου τραγουδιού Ληντ (Lied). Το ελληνικό «έντεχνο» τραγούδι αποκτά γρήγορα μεγάλη απήχηση στις πλατιές μάζες, φαινόμενο πραγματικά σπάνιο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε αυτό συνέβαλε και ο ενεργός πολιτικός ρόλος του συγκεκριμένου είδους κατά τη περίοδο της δικτατορίας.
(πηγή: www.musiccorner.gr)
Το «έντεχνο» γράφεται με νότες, σε παρτιτούρα, ενώ το λαϊκό συνήθως πάνω στο όργανο (μπουζούκι) και σε μαγνητόφωνο. Ήρθε να καλύψει μιά ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας, γεφυρώνοντας το μέχρι τότε βαθύ, αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη λαϊκή και την έντεχνη μουσική, φαινόμενο δυστυχώς αποκλειστικά ελληνικό. Κάτι που δεν συνέβει με το φλαμένγκο, το φάντο (παραδοσιακή μουσική της Πορτογαλίας), το τάνγκο κλπ.
Το έδαφος είχε προετοιμασθεί και «στρωθεί» ήδη από ταλαντούχους λαϊκούς συνθέτες και ερμηνευτές (Τσιτσάνης, Χιώτης, Ζαμπέτας, Μητσάκης, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης, κ.ά.). Με τη βοήθειά τους οι δύο πρωτοπόροι συνθέτες εισήλθαν δυναμικά στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, βάζοντας τις βάσεις για ένα αισθητικό ρεύμα που αποτέλεσε μεγάλη τομή στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Το επηρέασε για δεκαετίες , δίνοντάς του έναν χαρακτήρα ελληνικότητας, που ως τότε θεωρούνταν ασυμβίβαστος, με τις σοβαρές προθέσεις ενός λόγιου συνθέτη.
Μια σημαντική και πρωτότυπη διεθνώς καινοτομία ήταν η σύνδεση της μουσικής με τον σοβαρό ποιητικό λόγο. Ο Θεοδωράκης με τη μουσική επένδυση του “Επιτάφιου”, εισάγει την ποίηση στο λαϊκό τραγούδι. Με τη χρησιμοποίηση στίχων από έργα Ελλήνων κυρίως (Βάρναλης, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Γκάτσος, κ.ά.) αλλά και ξένων ποιητών, που έγιναν έτσι προσιτοί στο ευρύ κοινό (μελοποιημένη ποίηση). Το «έντεχνο» λαϊκό έφερε κυριολεκτικά τη λόγια ποίηση «στο στόμα του λαού».
O Γιάννης Ρίτσος ευτύχησε να δει και να ακούσει, μελοποιημένα από καταξιωμένους συνθέτες, πολλά από τα μεγάλα του ποιητικά δημιουργήματα: Ο Μίκης Θεοδωράκης έντυσε με την μουσική του εκτός από τον “Επιτάφιο”, τη “Ρωμιοσύνη” και “τα 18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας”. Χάρη στον Χρήστο Λεοντή οι στίχοι από το “καπνισμένο τσουκάλι” έσμιξαν μέσα στις καρδιές μας με τις φωνές του Νίκου Ξυλούρη και της Τάνιας Τσανακλίδου. Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε ποιήματα του Ρίτσου στην “καντάτα για την Μακρόνησο” και στη “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, ο Σπύρος Σαμοΐλης στις “γειτονιές του κόσμου”, ο Μάριος Τόκας στην “πικραμένη μου γενιά”. Ο Νίκος Μαμαγκάκης μελοποίησε την “Εαρινή συμφωνία”, ο Μιχάλης Τερζής “τον ύμνο και θρήνο για την Κύπρο”, αλλά και άλλοι συνθέτες αναμετρήθηκαν μελωδικά με την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Άλλο χαρακτηριστικό στο «έντεχνο» είναι οι λαϊκές συναυλίες, οι οποίες γίνονται μέσο επικοινωνίας με το κοινό, αλλά και τρόπος διασκέδασης, εκπαίδευσης και έκφρασής του.
Επίσης αναδείχτηκε ένα μέχρι τότε αγνοημένο και περιφρονημένο στην ελληνική «έντεχνη» μουσική δημοφιλές λαϊκό όργανο, το μπουζούκι. Και χρησιμοποιήθηκαν σαν σολίστες, ερμηνευτές ή και ενορχηστρωτές σπουδαίοι γνήσιοι λαϊκοί μουσικοί και τραγουδιστές (Τσιτσάνης, Χιώτης, Μπιθικώτσης, Ζαμπέτας, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα κ.ά.).
Μια άλλη καινοτομία ήταν οι κύκλοι τραγουδιών: δίσκοι με ενότητες τραγουδιών που ακολουθούν μια ενιαία κεντρική ιδέα. Ενδεικτικοί κύκλοι τραγουδιών που θεωρούνται σήμερα κλασικοί του «έντεχνου» τραγουδιού είναι: Μίκης Θεοδωράκης: Άξιον Εστί («λαϊκό ορατόριο», Ελύτης). Μάνος Χατζιδάκις: Μεγάλος Ερωτικός (μελοποιημένη ποίηση περί έρωτος: Σαπφώ, Ευριπίδης, Σολωμός, Καβάφης, Ελύτης, Γκάτσος, κ.ά.). Γιάννης Μαρκόπουλος: Ιθαγένεια, Χρονικό (Μύρης). Θάνος Μικρούτσικος: Ο Σταυρός του Νότου (Καββαδίας). Σταύρος Ξαρχάκος: Κατά Μάρκον (Γκάτσος). Διονύσης Σαββόπουλος: Μπάλλος, Αχαρνής, κ.ά.
(πηγή: www.elculture.gr)
Ο Μάνος Χατζιδάκις με την αυστηρή, εκλεκτική και “αριστοκρατική” διάθεσή του, στέκει απόμακρος από τις μάζες και τους μηχανισμούς προβολής, και συχνά τις ίδιες τις καταθέσεις του… Η δυναμική όμως των τραγουδιών του είναι τόσο μεγάλη που λειτουργούν καταλυτικά. Οι επιρροές του από την ευρωπαϊκή μουσική φιλτράρονται στο χωνευτήρι του παραδοσιακού ηχοχρώματος και μετουσιώνονται με σοφία, ταλέντο, διαύγεια και τόλμη σε πρωτοποριακά ακούσματα, που χάρις και την απολύτως συνταιριαστή γραφή του Νίκου Γκάτσου, γκρεμίζουν τα στεγανά και τη δεδομένη γραφή των λαϊκών τραγουδιών. Ιδανικός γεφυροποιός των ετερόκλητων σημείων της σχολής των Θεοδωράκη – Χατζιδάκι υπήρξε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Πάνω στο λόγο του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε πρώτη φάση και του Νίκου Γκάτσου στην πορεία, ο Ξαρχάκος υπογράφει σπουδαία και διαχρονικά τραγούδια με εκπληκτικές εναλλαγές στην μουσική γραφή και δεξιοτεχνικές ενορχηστρώσεις που τον καταξιώνουν ως άξιο συνοδοιπόρο των δύο μεγάλων.
Κι άλλοι όμως προικισμένοι συνθέτες, πήραν την σκυτάλη και έδωσαν νέα πνοή στο «έντεχνο» τραγούδι, όπως οι: Μάνος Λοίζος, Δήμος Μούτσης, Δημήτρης Λάγιος, Σταύρος Κουγιουμτζής, Γιώργος Κατσαρός, Ηλίας Ανδριόπουλος, Γιώργος Χατζηνάσιος, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Βαγγέλης Γερμανός, Κώστας Χατζής, Μίμης Πλέσσας, καθώς και οι νεότεροι: Σταμάτης Κραουνάκης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Γιώργος Ανδρέου, Ορφέας Περίδης, Μιλτιάδης Πασχαλίδης, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Σωκράτης Μάλαμας, Φοίβος Δεληβοριάς, κ.ά.
Για το Γιάννη Σπανό, να θυμηθούμε ότι πάνω του στηρίχτηκε, ένα μεγάλο και καίριο κομμάτι του «Νέου Κύματος», του δημοφιλούς μουσικού ρεύματος που άνθησε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και αποτελούσε μια προσπάθεια ανανέωσης του ελαφρού τραγουδιού. Ο όρος οφείλεται στον Γιάννη Σπανό, ο οποίος μετέφερε στην ελληνική μουσική τον γαλλικό όρο Nouvelle Vague (έστω και αν αυτός ήταν κινηματογραφικός).
(πηγή:http://rapidbelgrade.com/index.php?topic=18402.285 )
Βασικότεροι εκπρόσωποι του Νέου Κύματος ήταν οι Γιάννης Σπανός (συνθέτης), Λάκης Παπάς (συνθέτης – τραγουδιστής), Γιώργος Ζωγράφος (τραγουδιστής), Αρλέτα (στιχουργός – συνθέτης – τραγουδίστρια), Πόπη Αστεριάδη (τραγουδίστρια), Νότης Μαυρουδής (συνθέτης), Καίτη Χωματά (τραγουδίστρια), Γιάννης Πουλόπουλος (τραγουδιστής), κ.ά.
Το Νέο Κύμα χαρακτηριζόταν από συνθέσεις με εκφραστική λιτότητα και ευαισθησία. Οι καλλιτέχνες αρχικά ερμήνευαν τα τραγούδια τους- συνήθως με συνοδεία κιθάρας και πιάνου- σε μικρές μπουάτ στην Πλάκα. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μόνο τραγούδια στο ύφος της μπαλάντας, με λίγα όργανα και με φευγάτη διάθεση, ούτε και είχε ένα ενιαίο ύφος, αλλά μπορούσε να χωρέσει τα πάντα: και γνήσια λαϊκά και λαϊκότροπα και παραδοσιακά δημοτικά, ακόμα και «ροκ» καταστάσεις, ή και τραγούδια απλώς χορευτικά.
Σημαντικοί στιχουργοί του «έντεχνου» ήταν οι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, Μάνος Ελευθερίου, Τάσος Λειβαδίτης, Λίνα Νικολακοπούλου, κ.ά.
(πηγή: www.ishow.gr)
Χαρακτηριστικότεροι ερμηνευτές της πρώτης γενιάς του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού (1950-1980) είναι οι: Σούλα Μπιρμπίλη, Γιοβάννα, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Φλέρυ Νταντωνάκη, Μαρία Φαραντούρη, Γιώργος Μούτσιος, Μαρία Δημητριάδη, Αλίκη Καγιαλόγλου, Μαρίζα Κώχ, Νάνα Μούσχουρη κ.ά., ενώ από το 1980 μέχρι σήμερα έχουν ξεχωρίσει οι Νένα Βενετσάνου, Σαβίνα Γιαννάτου, Έλλη Πασπαλά, Μανώλης Λιδάκης, Γιάννης Κότσιρας, Δημήτρης Μπάσης και Νατάσα Μποφίλιου, μεταξύ άλλων. Παράλληλα, γνωστοί τραγουδιστές όπως οι: Χάρις Αλεξίου, Δήμητρα Γαλάνη, Τάνια Τσανακλίδου και Γιώργος Νταλάρας, έχουν επίσης ασχοληθεί κατά καιρούς με το «έντεχνο» πραγματοποιώντας αξιόλογες ερμηνείες.
Τη διάδοση του «έντεχνου» βοήθησαν η δισκογραφία, – στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 έχουμε τις πρώτες κυκλοφορίες μεγάλων δίσκων 33 στροφών ενώ το 1964 εγκαινιάζονται στο εργοστάσιο της Ριζούπολης νέα πολυκάναλα στούντιο που παρέχουν στους ερμηνευτές και τους μουσικούς την δυνατότητα να γράφουν πλέον χωριστά, και όχι όλοι μαζί ταυτόχρονα, όπως γινόταν μέχρι τότε – και ο κινηματογράφος. Κομμάτια όπως τα «παιδιά του Πειραιά» και ο «Ζορμπάς» έγιναν παγκόσμια γνωστά, δημοφιλή και συνώνυμα της Ελλάδας.
«Ποιος τη ζωή μου», Μίκης Θεοδωράκης – Μάνος Ελευθερίου, Μαρία Φαραντούρη
«Αθανασία», Μάνου Χατζιδάκι – Νίκου Γκάτσου, Φλέρυ Νταντωνάκη
«Μικρή πατρίδα», Γιώργου Ανδρέου – Παρασκευά Καρασούλου, Χρήστος Θηβαίος – Μάριος Φραγκούλης
«Ήρθες αγάπη μου», Γιάννη Σπανού – Σούλα Μπιρμπίλη
(Πηγές: Βικιπαίδεια, http://afmarx.wordpress.com/2009/04/30/ritsos-menths-songs/, http://www.musicheaven.gr, http://www.derti.gr/pdf/history.pdf, http://www.neo-kyma.gr)