Όταν μας φοβηθεί ο φόβος
Μικροί Μεγάλοι μου Φίλοι,
Ποιούς; Μα εσάς φυσικά.
Γιατί, ποιοι νομίζετε πως είσαστε, εξυπνάκηδες, που μόλις δείτε παιδική χαρά ξεγλιστράτε από τα χέρια μας για να καλαμπουρίσετε, να γελάσετε και να παίξετε, να ξεφαντώσετε με τους γνωστούς αλλά και τους καινούργιους φίλους σας; Βγήκαμε κι εμείς στις πλατείες! Χα!
Βέβαια, μη φανταστείτε πως πιάνουμε αμέσως παρέα, όπως εσείς. Τις πρώτες φορές κοιτάμε δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω μας, αμήχανα. Από ευγένεια σκάμε και κανένα χαμόγελο.
Πώς, βρε παιδί μου, εσείς γινόσαστε αμέσως φίλοι! Εμάς μας φαίνεται βουνό στην αρχή. Περιμένουμε, όπως είμαστε καλοσυνηθισμένοι, να απευθυνθεί σε μας ο άλλος. Πάλι καλά που κάποια νεαρά αγόρια και κορίτσια μας μοιράζουν κανένα φυλλάδιο, μας δίνουν το μικρόφωνο για να πούμε μια γνώμη σε κάτι που ειπώθηκε γύρω από τον αγώνα μας, εκεί κοντά στο σιντριβάνι, που λίγο πιο πέρα έχει και σκαλιά για να καθίσουμε, μιας και κουραζόμαστε εύκολα.
Πάλι εσείς τα παιδιά, μας τραβάτε να μπούμε στον κύκλο του παιχνιδιού, όπως σας τραβούσαμε εμείς τις φορές που δοκιμάζατε το πρώτο σας μπάνιο στη θάλασσα. Ο φόβος, βλέπετε! Αυτός που σας έκανε να κλαψουρίζετε πριν σας βουτήξουμε στο νερό. Μετά, όμως σας άρεσε και δεν θέλατε να βγείτε!
Ο δικός μας φόβος, βέβαια, είναι βαρύς κι ασήκωτος. Καμία σχέση με τον δικό σας. Τον έχουμε κάνει εδώ και πολλά χρόνια ένα με τον εαυτό μας
Είναι ένας σάκος ασήκωτος, γεμάτος σιδερένια ψέματα που μας φορτώνουν αυτοί που διοικούν τον τόπο εδώ και πολλά χρόνια. Κάποιοι τον βάφτισαν οικονομικό φόβο, από τότε που μας μέθυσαν με ψευδαισθήσεις, ότι δήθεν είμαστε χρήσιμοι, πως ο καθένας έχει μια αναντικατάστατη, προνομιακή θέση που την ζηλεύει ο διπλανός του. Δηλαδή, μια πρόσβαση και επικοινωνία με αφεντικά του τόπου αυτού. «Εμένα με ξέρει ο κύριος τάδε», άλλωστε μου στέλνει τα «χρόνια πολλά» με SMS και «μου γράφει γράμμα πως μ΄ αγαπάει πριν τις εκλογές».
Έτσι το αφεντικό, μαζί με τον τυχάρπαστο κακομοίρη -εμένα, στο μυαλό μου γινόμαστε «εμείς».
«Εμείς» που νικάμε στις εκλογές. «Εμείς» που κυβερνάμε αυτό το τόπο, για το καλό του. Ο σάκος εν τω μεταξύ του φόβου γεμίζει ακατάπαυστα με ασήκωτα «μη!», «πρόσεξε!», «μη τυχόν!», «σκέψου τις συνέπειες!».
Ο φόβος, το πιο παραπλανητικό συναίσθημα στη ζωή μας δεν είναι οικονομικός όπως θέλει να φαίνεται σε άλλη του μια μπλόφα. Είναι βαθιά πολιτικός. Είναι φόβος σκοπιμότητας για να μπορεί μια παρέα (στην πιο σύγχρονη διεθνή διάλεκτο τους λένε «Λόμπι») ανεξέλεγκτα και ασύστολα να εκμεταλλεύεται όλο τον λαό, βυθίζοντάς τον σε μια ατελείωτη δυστυχία. Δεν έχει τέλος ο πολιτικός εκβιασμός του φόβου. Καταλήγει στην παράνοια, που εξαπατημένοι μπορούμε να την πιστέψουμε για λογική.
Στις μέρες που ζούμε, για παράδειγμα ο φόβος ή αλλιώς η τρομοκρατία, ζητάει από εμάς τους φτωχούς να προσφερθούμε, να γίνουμε φτωχότεροι, ακόμα και να εξαθλιωθούμε, κάτω από κάποια απειλή που λέει «μην πτωχεύσει η χώρα». Να νιώσουμε τυχεροί μέσα στην απώλεια ή την καταστροφή μας, έτοιμοι να δεχτούμε αδιαμαρτύρητα τα επόμενα σχέδια των λόμπι. Ποιά επίγνωση της πραγματικής κατάστασης και του πραγματικού σχεδίου, ποιά φωνή της λογικής; Όλα πνιγμένα από την ασφυξία του φόβου.
Μικροί Μεγάλοι μου Φίλοι,
Επιτέλους σας ζηλέψαμε!
Πώς; Μα είναι τελικά τόσο απλό! Κόψαμε το σχοινί που κρεμούσε από τον λαιμό μας τον σάκο του φόβου. Απελευθερωθήκαμε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ρίχνοντας μια κλωτσιά στο δύσοσμο αυτό τσουβάλι, το στείλαμε εκεί που του άξιζε, στο διάολο! Κατεβήκαμε στις πλατείες. Από την πρώτη κιόλας φορά, πολύ περισσότερο την δεύτερη και την τρίτη νιώσαμε πια το μέρος οικείο. Όμως κάθε βράδυ φεύγοντας νιώσαμε πως αφήναμε κάτι δικό μας για να το βρούμε την επόμενη μέρα.
Ξανασχηματίζονται κάποιες πρωτόγνωρες γειτονιές, τόσο ζεστές ικανές να σμίξουν ολόκληρους λαούς από διαφορετικές χώρες. Ακόμα κι όποιος δεν ξέρει ξένες γλώσσες δεν υστερεί. Λίγο με λόγια, λίγο με τα χέρια και κυρίως μ’ ένα σφιχταγγάλιασμα στην πλάτη συνεννοείται άριστα και προχωράει.
Βέβαια, η εμπειρία μας διδάσκει πως ο δρόμος είναι ανηφορικός και μακρύς. Είναι όμως μεγάλη δύναμη η αίσθηση της απελευθέρωσης από τον φόβο. Σιγά-σιγά οι κινητοποιήσεις όλο και περισσότερο ωριμάζουν.
Μια ευχή θα ήταν να γίνουν ζωντανότερες γειτονιές επικοινωνίας και τα σχολεία, από τα πιο αγνά, τα πρωταρχικά κύτταρα της κοινωνίας μας. Παιδιά και δάσκαλοι γύρω από το στρογγυλό τραπέζι σε ένα ισότιμο παιχνίδι, όπου το κάθε παιδί θα μπορεί κοιτάζοντας τον δάσκαλο στα μάτια να του πει ακόμη κι ότι κάνει λάθος.
Καλό καλοκαίρι!
Ο φίλος σας
Γιάννης Σαράντης
(Ιούνιος 2011)