Του Χρήστου Κάτσικα
Το υπουργείο Παιδείας μαγειρεύει σαρωτικές αλλαγές με το «Ευαγγέλιο» Πισσαρίδη
Συγχωνεύουν σχολεία, αυξάνουν το ωράριο εκπαιδευτικών
Ο γ.γ. του υπουργείου κ. Κόπτσης ανήγγειλε γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων με στόχο να προκύψει πλεόνασμα 8.500 εκπαιδευτικών τη νέα σχολική χρονιά ● Από το 2010 το υπουργείο προσπαθεί να πείσει ότι οι καθηγητές στη χώρα μας εργάζονται λίγο, διαστρεβλώνοντας τα συγκριτικά στοιχεία του χρόνου εργασίας δίνοντας στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη και στον ΟΟΣΑ με διδακτικό ωράριο των 16 ωρών!
Με στοιχεία παραπλανητικά -τώρα και τότε-τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας
Δραματικές εξελίξεις συντελούνται στην Ανώτατη Εκπαίδευση, εκτός από τη μεγάλη μείωση των εισακτέων, με την ανακοίνωση για την οριστική κατάργηση 37 τμημάτων ΑΕΙ. Ταυτόχρονα, ελλοχεύει ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος, καθώς το υπουργείο Παιδείας ετοιμάζεται να προχωρήσει σε μαζικές συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων σε όλη τη χώρα την ίδια ώρα που προσπαθεί να «ξεμπερδέψει» με την αξιολόγηση και τις επιλογές στελεχών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ο σχεδιασμός αυτός, που θα αλλάξει δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο, υπήρχε από το τέλος του 2020 και τώρα βγήκε από το «μούσκιο», αφού σε τηλεδιάσκεψη στελεχών της εκπαίδευσης από τη Δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο την Πέμπτη 3 Ιουνίου, ο γ.γ. του υπουργείου Παιδείας, κ. Κόπτσης, ανήγγειλε γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων με στόχο να προκύψει πλεόνασμα 8.500 εκπαιδευτικών τη νέα σχολική χρονιά.
Αναφερόμαστε στις «προτάσεις» της έκθεσης Πισσαρίδη για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση που προωθούν συγχωνεύσεις σχολείων, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών και νέες διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων τα 13.000 σχολεία, οι περίπου 1,4 εκατ. μαθητές και οι πάνω από 175 χιλιάδες μόνιμοι και αναπληρωτές εκπαιδευτικοί!
Η έκθεση «ανακαλύπτει» ότι το κόστος ανά ώρα επαφής δασκάλου/καθηγητή και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ κι αυτό οφείλεται (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους.
Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής-διάγνωσης, έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών»: «η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε.», με σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων, αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη), συγχωνεύσεις σχολείων και δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων.
Την περίοδο 2010-11 το υπουργείο Παιδείας, για να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας εργάζονται λίγο, διαστρέβλωνε τα συγκριτικά στοιχεία του χρόνου εργασίας δίνοντας στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη και στον ΟΟΣΑ με διδακτικό ωράριο των 16 ωρών! Τα «πρόθυμα» ΜΜΕ «ανακάλυψαν» τους μαθητές «που βρίσκονται στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής τους», συμμερίστηκαν τους γονείς «που αγωνιούν για την τύχη των παιδιών τους» και έπαιξαν το γνωστό ρεφρέν με τους «βολεψάκηδες καθηγητές».
Η επιχειρηματολογία και τα στοιχεία -τώρα και τότε- είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα, ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας. Παράλληλα, τίθεται μείζον θέμα εγκυρότητας των στατιστικών αναλύσεων της έκθεσης η οποία για να βρει την αναλογία εκπαιδευτικών – μαθητών απλά κάνει μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της χώρας με τα πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.
Η αλήθεια που κρύβεται -τώρα και τότε με επιμέλεια- είναι ότι οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους Ευρωπαίους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι – με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.
«Εξορθολογισμός»
Το 2013, με την παραπάνω τακτική, το ΥΠΑΙΘ αύξησε το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών και «απογείωσε» τα εξωδιδακτικά τους καθήκοντα. Έτσι και τώρα, στην ίδια ρότα, η «σοφή» Επιτροπή Πισσαρίδη, ξεδιπλώνει τη λογική της σαν μαθηματική εξίσωση που δεν «σηκώνει» άλλη λύση από αυτή που η ίδια προτείνει. Ο ΟΟΣΑ και η έκθεση Πισσαρίδη ισχυρίζονται ότι «είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης» και προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα δημοτικά σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια.
Τι σημαίνει αυτό; Εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15%-20% των σχολικών μονάδων. Η εμπειρία των συγχωνεύσεων της περιόδου Διαμαντοπούλου δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων συνδέονται εκτός των άλλων με την εξοικονόμηση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.
(Πηγή: efsyn.gr)