Ο Μεγάλος Κοραλλιογενής Ύφαλος στην Αυστραλία καταγράφεται ως ο μεγαλύτερος ζωντανός οργανισμός στον πλανήτη. Απαρτίζεται από 2.900 ξεχωριστούς υφάλους και 940 νησιά, και εκτείνεται σε μήκος μεγαλύτερο των 2.600 χιλιόμετρων.
Το 1998 διαπιστώθηκε για πρώτη φορά ότι στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο έκανε μαζικά την εμφάνιση του το φαινόμενο που είναι γνωστό ως αποχρωμάτιση (λεύκανση). Τα κοράλλια είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι οργανισμοί και οι αλλαγές στο φυσικό τους περιβάλλον τα επηρεάζει γρήγορα.
Η αύξηση της θερμοκρασίας των υδάτων λειτουργεί τοξικά για τα κοράλλια που βασίζουν την ύπαρξη τους σε άλγη (φύκια) που τους παρέχουν τροφή και τους δίνουν το χρώμα τους. Η αύξηση της θερμοκρασίας προκαλεί την αποκόλληση των αλγών από τα κοράλλια με αποτέλεσμα αυτά να χάνουν το χρώμα τους, να αποδυναμώνονται και τελικά να πεθαίνουν.
Έχουν υπάρξει τουλάχιστον τρία επιβεβαιωμένα μεγάλης έκτασης κρούσματα λεύκανσης τον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο τα τελευταία 23 έτη με αποτέλεσμα να έχει ήδη καταστραφεί πολύ μεγάλο μέρος του με πολλούς ειδικούς να θεωρούν ότι πρόκειται για καταστροφή που δεν μπορεί να αναπληρωθεί.
Η Ακαδημία Επιστήμης της Αυστραλίας δημοσιεύει μια νέα μελέτη τα ευρήματα της οποίας δεν είναι απλά ανησυχητικά αλλά πραγματικά τρομακτικά για το μέλλον του υφάλου. Σύμφωνα με την μελέτη αν το 2025 η αύξηση της μέση παγκόσμιας θερμοκρασίας είναι πέριξ του 1,5 βαθμού Κελσίου όπως εκτιμάται ότι θα είναι το 70% του υφάλου θα έχει πλέον καταστραφεί. Αν η μέση παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί μόλις κατά μισή μονάδα από την πρόβλεψη και φτάσει τους δύο βαθμούς Κελσίου η νέα μελέτη κάνει λόγο για καταστροφή του υφάλου σε ποσοστό 99%.
Έχουν πέσει στο τραπέζι διάφορες ιδέες κυρίως του τομέα της γεωμηχανικής για την σωτηρία του υφάλου αλλά καμία από αυτές δεν προσφέρει άμεσα και χωρίς άλλες περιβαλλοντικές παρενέργειες αποτελέσματα. Η μόνη ορατή λύση ή ελπίδα για να μην πεθάνει ο Μεγάλος Κοραλλιογενής Ύφαλος παραμένει η αντιστροφή των κλιματικών αλλαγών και η μείωση της θερμοκρασίας κάτι όμως που δεν φαίνεται ότι μπορεί επιτευχθεί τουλάχιστον όχι μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια.
(Πηγή: naftemporiki.gr)