Συντάκτης: Βαγγέλης Πρατικάκης
Οι δύο μορφές νερού έχουν σχεδόν ίδιες φυσικοχημικές ιδιότητες. Όχι όμως απόλυτα ίδιες.
Από την ανακάλυψη του βαρέος ύδατος πριν από σχεδόν έναν αιώνα, οι επιστήμονες συνεχίζουν να διαφωνούν για μια ιδιότητα αυτής της σπάνιας μορφής νερού: είναι όντως γλυκό όπως λέγεται;
Η απάντηση παραδόξως είναι ναι, αναφέρει διεθνής ερευνητική ομάδα στην επιθεώρηση Communications Biology.
Όπως προκύπτει από εργαστηριακά πειράματα και δοκιμές γεύσεις σε εθελοντές, το βαρύ ύδωρ ενεργοποιεί έναν υποδοχέα της γλώσσας που ευθύνεται για τη γεύση του γλυκού.
Το νερό της βρύσης περιέχει άλατα και έχει μια ανεπαίσθητη γεύση, σε αντίθεση με το απιονισμένο, καθαρό νερό που δεν έχει ούτε γεύση ούτε οσμή.
Το απλό νερό αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου ενωμένο με δύο άτομα υδρογόνου. Το βαρύ νερό έχει την ίδια χημική σύσταση, μόνο που αντί για απλό υδρογόνο (γνωστό και ως πρώτιο) περιέχει δευτέριο, ένα ισότοπο του υδρογόνου που περιέχει στον πυρήνα του ένα επιπλέον νετρόνιο.
Επειδή το άτομο του δευτέριου είναι πιο βαρύ από το πρώτιο, το βαρύ νερό (D2O) έχει περίπου 10% μεγαλύτερη πυκνότητα από το H2O -γι’ αυτό εξάλλου ονομάζεται βαρύ. Κατά τα άλλα, οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των δύο μορφών νερού είναι σχεδόν ίδιες.
«Παρά το γεγονός ότι τα δύο ισότοπα είναι ονομαστικά πανομοιότυπα από χημική άποψη, δείξαμε οριστικά ότι οι άνθρωποι μπορούν να ξεχωρίσουν με τη γεύση το H20 από το D2O, με το τελευταίο να έχει μια χαρακτηριστική γλυκιά γεύση» λέει ο Πάβελ Γιούνγκβιρθ της Τσεχικής Ακαδημίας Επιστημών, τελευταίος συγγραφέας της δημοσίευσης.
Εκτός από δοκιμές γεύσης, οι ερευνητές μελέτησαν επίσης το βαρύ ύδωρ με υπολογιστικές προσομοιώσεις και καλλιέργειες κυττάρων στα οποία είχε εισαχθεί το γονίδιο του υποδοχέα TAS1R2/TAS1R3 που ευθύνεται για την αίσθηση του γλυκού. Τα πειράματα έδειξαν ότι ο υποδοχέας ενεργοποιείται από το βαρύ νερό, όχι όμως και από το απλό νερό.
Θεωρητικά, το βαρύ ύδωρ ίσως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως γλυκαντικό χωρίς θερμίδες. Αυτό όμως δεν θα ήταν καλή ιδέα, και όχι μόνο λόγω του υψηλού κόστους: προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το D2O είναι τοξικό σε μεγάλες δόσεις, έως και θανατηφόρο. Ο λόγος παραμένει ασαφής, φαίνεται όμως ότι συνδέεται με το γεγονός ότι το δευτέριο σχηματίζει ελαφρώς πιο ισχυρούς δεσμούς υδρογόνου από ό,τι το πρώτιο, κάτι που επηρεάζει μια πληθώρα βιολογικών εργασιών.
Οι συντάκτες της νέας μελέτης επισημαίνουν ότι τα ευρήματά τους διαψεύδουν επιστολή που δημοσίευσε στο Science το 1935 ο Χάρολντ Γιούρεϊ, ο οποίος είχε τιμηθεί ένα χρόνο νωρίτερα με Νόμπελ Χημείας για την ανακάλυψη του δευτέριου. Ο νομπελίστας διέψευδε τότε κατηγορηματικά τις ανέκδοτες αναφορές για τη γλυκιά γεύση της ανακάλυψής του.
Η τελευταία μελέτη δεν έχει πάντως μόνο ιστορική αξία: το βαρύ ύδωρ χρησιμοποιείται σήμερα σε μια πληθώρα ιατρικών εξετάσεων, οπότε οι γιατροί καλό είναι να γνωρίζουν όλες τις ιδιότητες αυτού του ασυνήθιστου νερού.
(Πηγή: in.gr)