Γράφει ο Βασίλης Νιτσιάκος*
Το μάθημα τελετουργία με την σωματική παρουσία και την ψυχική επαφή, τον ζωντανό διάλογο, την μη διαμεσολαβημένη από οθόνες διάδραση και αλληλεπίδραση.
Οι συνθήκες που επικρατούν και στον χώρο της εκπαίδευσης εξαιτίας της πανδημίας, εκτός των άλλων, θέτουν επί τάπητος και την ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Και η ουσία αφορά στην πνευματική και ψυχική επαφή διδασκόντων και διδασκομένων.
Η επαφή αυτή δεν είναι ζήτημα γεωγραφίας ή τεχνολογίας. Το μάθημα, η διδασκαλία, πρώτον και κύριον, δεν πρέπει να είναι μια στεγανή διαδικασία χωρικά και χρονικά περιορισμένη, σε κάποιες ώρες και σε τέσσερις τοίχους. Πρέπει να είναι μια τελετουργία ανοιχτών οριζόντων και διαδραστική, μια συνάντηση διαλόγου και αμφισβήτησης, μια διαρκής στοχαστική στάση, που εκκινεί από την αίθουσα διδασκαλίας, ξεχύνεται στους διαδρόμους και στα κυλικεία, καταλήγει στην βιβλιοθήκη, για να επιστρέψει στην αίθουσα με απαντήσεις αλλά και νέα ερωτήματα. Στην επιστήμη, στην εκπαίδευση, το πλέον σημαντικό είναι να θέτεις ερωτήματα, να βρίσκεσαι σε μια απορητική στάση και θέση διαρκώς, να αναρωτιέσαι κυρίως για αυτά που σου παρουσιάζονται σαν αυτονόητα.
Εάν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι το μάθημα είναι μια διαρκής τελετουργική διαλογική επικοινωνία, το πρόβλημα της συμπλήρωσης ή αναπλήρωσης ωρών καθίσταται απλά τυπικό και αφορά στο νομοθετικό πλαίσιο και όχι στην ουσία της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Βεβαίως, κι αυτό είναι σοβαρό, αλλά πιο σοβαρό είναι με αφορμή όλο αυτό να σκεφτούμε τι κάνουμε ως εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πόσο κοντά είμαστε στους φοιτητές, ποιους φοιτητές, πόσοι πραγματικά σπουδάζουν ή απλά επιδιώκουν να πάρουν ένα πτυχίο, για ποια επικοινωνία μιλάμε, όπως και να την βαφτίσουμε;
Το ποσοστό των φοιτητών που πραγματικά νοιάζεται για την επιστήμη που έχει επιλέξει δεν αντιμετωπίζει κανένα δίλημμα, διότι έτσι κι αλλιώς είναι πνευματικά και ψυχικά «ταμένο»…. Με αυτούς τους φοιτητές κι εμείς οι δάσκαλοι δεν περιμένουμε εντολές από τα όργανα της πολιτείας για να συνεχίσουμε την συνεργασία μας με όσους τρόπους διαθέτουμε και είναι πολλοί.
Ιδιαίτερα στα μεταπτυχιακά και στα μαθήματα επιλογής των τελευταίων εξαμήνων που οι φοιτητές είναι λίγοι έχουμε την δυνατότητα, εφόσον το θέλουμε, ακόμα και ιδιαίτερα μαθήματα να κάνουμε εκτός ωραρίων και τυπικών υποχρεώσεων («εξ αποστάσεως» ή όχι).
Επαναλαμβάνω, το θέμα δεν είναι η γεωγραφική απόσταση αλλά η ψυχική και πνευματική.
Ωστόσο, η οδυνηρή εμπειρία σχεδόν δύο εξαμήνων τώρα της τηλεκπαίδευσης, δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο να σκεφτούμε πως μπορεί να είναι κάτι άλλο από μια αναγκαστική λύση σε κατάσταση εξαίρεσης. Σε κανονικές συνθήκες μπορεί να είναι χρήσιμο συμπληρωματικό εργαλείο αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ζωντανό, πρόσωπο με πρόσωπο, μάθημα.
Το μάθημα τελετουργία με την σωματική παρουσία και την ψυχική επαφή, τον ζωντανό διάλογο, την μη διαμεσολαβημένη από οθόνες διάδραση και αλληλεπιδραση.
Ζήτησα από την πρώτη μέρα σαν χάρη από τους φοιτητές μας να ανοίξουν τις κάμερες, να βλέπω, τουλάχιστον κάποιους από αυτούς στα μεγάλα ακροατήρια, διότι μου ήταν αδύνατο να μιλώ απρόσωπα, σχεδόν στο κενό. Ανταποκρίθηκαν, ευτυχώς, και όσοι παίρνουν τον λόγο ανοίγουν και την κάμερα να βλεπόμαστε, έστω κι έτσι. Αλλάζει το πράγμα. Το βλέμμα, η έκφραση του προσώπου, ένα χαμόγελο κάνουν την διαφορά. Αλλιώς, η διαδικασία μπορεί να είναι ένας εφιάλτης για τον δάσκαλο που δεν διδάσκει απλά αλλά «ιερουργεί».
—
*Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
(Πηγή: in.gr)