Απήχθη στα μέσα του 18ου αιώνα από το Μπενίν της Αφρικής. Μεταφέρθηκε στη Βρετανία όπου κατάφερε να απελευθερωθεί, να παντρευτεί Αγγλίδα και να γράψει την αυτοβιογραφία του, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κατάργηση της δουλειάς.
Η αληθινή ιστορία του Ολόντα Εκουιάνο, που απήχθη από δουλεμπόρους από την Αφρική, κατέληξε στο Λονδίνο και τελικά απελευθερώθηκε, έγινε αυτοβιογραφία και μπεστ σέλερ και συνέβαλε καθοριστικά στην κατάργηση της δουλειάς στον δυτικό κόσμο. Αν και σχεδόν τρεις αιώνες μετά ο ρατσισμός καλά κρατεί, όπως επιβεβαιώνουν επεισόδια σαν τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.
Ποιος είναι ο Εκουιάνο
Απήχθη γύρω στο 1756, σε ηλικία 11 ετών, από το Μπενίν της Αφρικής όπου είχε μεγαλώσει. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τα παιδικά του χρόνια, μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι ήταν ήρεμα και ευτυχισμένα. Όπως αφηγείται στην αυτοβιογραφία του, «Το Ενδιαφέρον Αφήγημα Της Ζωής Του Ολόντα Εκουιάνο» (εκδ. Ασβός), μαζί με τα άλλα παιδιά του χωριού ανέκαθεν ήταν σε εγρήγορση για τους δουλεμπόρους που συνήθιζαν να κλέβουν όσα εντόπιζαν να κυκλοφορούν μόνα τους και να τα πωλούν σαν σκλάβους.
Σε μια από αυτές τις επιδρομές απήχθη με την αδερφή του, την οποία λίγες ημέρες μετά αποχωρίστηκε βίαια, όταν ο ίδιος πωλήθηκε σε διαφορετικό αφέντη. Άλλαξε πολλές φορές χέρια, προτού αγοραστεί από μια εύπορη Αφρικανή χήρα με έναν μικρό γιο, για 172 λευκά όστρακα, το νόμισμα της εποχής. Εκείνη η περίοδος ήταν αρκετά γαλήνια, καθώς ο Ολόντα αντιμετωπίστηκε σαν μέλος της οικογένειας, αλλά κράτησε μόλις δύο μήνες.
Κατόπιν φορτώθηκε σε ένα καράβι μαζί με άλλους σκλάβους με κατεύθυνση τα Μπαρμπάντος. Οι συνθήκες στο ταξίδι ήταν φρικτές και πολλοί πέθαιναν στη διαδρομή από την πείνα και τις αρρώστιες. Καθώς δεν βρέθηκε ενδιαφερόμενος αγοραστής για το νεαρό αγόρι στα Μπαρμπάντος, κατέληξε στην Αγγλία, σε ηλικία μόλις 12 ετών.
Η ζωή στη θάλασσα
Στην πόλη Φάλμαουθ της Κορνουάλης μετονομάστηκε σε Γκουστάβους Βάσα από τον καινούριο του αφέντη, τον Μάικλ Πάσκαλ του Βασιλικού Ναυτικού, και στην προσπάθεια να προσαρμοστεί στην καινούρια του ζωή ανακάλυψε τη λογοτεχνία, που αγάπησε βαθιά. Όμως ούτε η παραμονή του στην Κορνουάλη κράτησε πολύ, καθώς αναγκάστηκε να μπαρκάρει μαζί με τον αφέντη του. Τα επόμενα οκτώ χρόνια όργωσε τους ωκεανούς, ταξιδεύοντας μεταξύ άλλων στη Σκωτία, την Ολλανδία αλλά και τις ΗΠΑ, την Πενσιλβάνια.
Η ζωή εν πλω δεν ήταν εύκολη για τον νεαρό ναύτη που είχε στερηθεί την προσωπική ελευθερία του, τουλάχιστον όμως στη διάρκειά της απέκτησε πολύτιμες δεξιότητες: έμαθε να μιλάει αγγλικά και απελευθερώθηκε από τον φόβο για τους λευκούς, που πριν από την απαγωγή του δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του.
Στα 14 χρόνια του είχε την τύχη να σταλεί στο σχολείο, όπου έμαθε γραφή και ανάγνωση. Τότε, επίσης, ανακάλυψε και ασπάστηκε τον χριστιανισμό, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην υπόλοιπη ζωή του. Και καθώς πίστευε ακράδαντα ότι κάποια μέρα ο αφέντης του θα τον απελευθέρωνε, άρχισε να αποταμιεύει χρήματα για να εξομαλύνει τον δρόμο του προς την ανεξαρτησία.
Όταν όμως ο Πάσκαλ ανακάλυψε τις αποταμιεύσεις του, θεώρησε ότι σχεδίαζε να αποδράσει και τον πούλησε στον καπετάνιο Τζέιμς Ντόραν, που ετοιμαζόταν να αποπλεύσει για τις Δυτικές Ινδίες. Ο Εκουιάνο απελπίστηκε τόσο που η διαδρομή του στη δουλειά δεν φαινόταν να έχει τέλος, ώστε «ζήτησα από τον θάνατο να με ανακουφίσει από τους τρόμους που ένιωθα».
Το σκληρό πρόσωπο της σκλαβιάς
Ήταν κάτω από τον σκληρό ήλιο στις Δυτικές Ινδίες που ένιωσε την πραγματική δυστυχία του να είσαι σκλάβος. Περνούσε όλη του τη μέρα φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας το πλοίο. Ευτυχώς σύντομα στάθηκε ξανά τυχερός, καθώς πουλήθηκε σε έναν Κουάκερο έμπορο, τον Ρόμπερτ Κινγκ, που του επέτρεψε να ευημερήσει, αντιμετωπίζοντάς τον περισσότερο σαν υπάλληλο παρά σαν σκλάβο.
Εκείνη την περίοδο, ωστόσο, ο Εκουιάνο έγινε μάρτυρας των βαρβαροτήτων που βίωναν άλλοι σκλάβοι: των βιασμών, με θύματα ακόμη και παιδιά δέκα ετών, της βίας, της κακοποίησης και των φόνων. «Είδα να παλουκώνουν έναν νέγρο, να τον πετσοκόβουν, να κόβουν τα αυτιά του σιγά σιγά… είδα να δέρνουν έναν άλλο μέχρι που έσπασαν κάποια από τα κόκαλά του, απλώς και μόνο επειδή είχε αφήσει μια κατσαρόλα να παραβράσει».
Ελεύθερος ξανά
Εργαζόμενος για τον Κινγκ, ο Εκουιάνο συγκέντρωσε αρκετά χρήματα ώστε να καταφέρει, σε ηλικία 21 ετών, να εξαγοράσει την ελευθερία του. Τις επόμενες δύο δεκαετίες τις πέρασε γυρίζοντας τον κόσμο. Μπαρκάρισε σε εμπορικά πλοία, ταξιδεύοντας στην Τουρκία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, τη Βόρεια Αμερική, ακόμα και την Αρκτική. Έφτασε να γίνει βοηθός ακόμη και του φημισμένου Βρετανού χειρουργού Δρ. Τσαρλς Ίρβινγκ.
Ποτέ, ωστόσο, δεν ξέχασε τους παλιούς συντρόφους του. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο το 1876, εντάχθηκε στις φωνές του κινήματος για την κατάργηση της δουλειάς, που όλο και δυνάμωναν. Μαζί με άλλα μέλη της αφρικανικής κοινότητας της βρετανικής πρωτεύουσας, δημιούργησε την ομάδα Γιοι της Αφρικής (Sons of Africa), που αγωνίστηκαν ακούραστα για την κατάργηση του θεσμού αλλά και την ανατροπή των προκαταλήψεων για τους Αφρικανούς.
Όταν βρισκόταν στριμωγμένος στα αμπάρια των δουλέμπορων, ως παιδί, σίγουρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι μια μέρα θα στεκόταν ενώπιον της Βασίλισσας Καρλόττας, ζητώντας της να τερματίσει την καταπίεση και την τυραννία που υφίσταντο οι σκλάβοι στις Δυτικές Ινδίες.
Το 1789 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, που έκανε ευρύτερα γνωστές τις φρικαλεότητες της δουλειάς. Το 1792 παντρεύτηκε μια Αγγλίδα, τη Σουσάνα Κούλεν, με την οποία απέκτησαν δύο κόρες. Πέθανε μόλις πέντε χρόνια αργότερα, σε ηλικία 52 περίπου ετών, αλλά άφησε μια δυνατή παρακαταθήκη: Η Πράξη Κατάργησης της Δουλείας του 1807, που ακολούθησε μία δεκαετία μετά, έκανε παράνομη τη μεταφορά σκλάβων από βρετανικά πλοία, ανάμεσα στην Αφρική, τις Δυτικές Ινδίες και την Αμερική.
(Πηγή: sputniknews.gr)