Συντάκτης: Γιώργος Λιάλιος
Περισσότεροι καύσωνες, που θα αρχίζουν νωρίτερα και θα τελειώνουν αργότερα, θα πλήττουν μέσα στα επόμενα 30 χρόνια πολλές ελληνικές πόλεις. Στις περισσότερες, ο αριθμός των συνεχόμενων ημερών με υψηλές θερμοκρασίες θα αυξηθεί κατά 12-13 ημέρες, με εξαίρεση την Καλαμάτα όπου θα αυξηθεί κατά 16 ημέρες. Στην Αθήνα, η μέση τιμή της θερμοκρασίας το καλοκαίρι αναμένεται να αυξηθεί κατά 2 βαθμούς έως το 2050.
Η έκδοση «Περιβάλλον και Υγεία» του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης συγκεντρώνει στοιχεία από όλες τις έρευνες των τελευταίων ετών σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις επιδράσεις της στη δημόσια υγεία. Το θέμα της κλιματικής αλλαγής και των επιδράσεών της στην υγεία επιμελήθηκε ομάδα επιστημόνων του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών με επικεφαλής τον διευθυντή του Νίκο Μιχαλόπουλο. Οπως αναφέρει, οι προσομοιώσεις για το άμεσο (έως το 2050) και το μακρινό μέλλον (2050-2100) υποδεικνύουν ότι τα «τροπικά βράδια» (με ελάχιστη θερμοκρασία 20 βαθμών), οι «τροπικές ημέρες» (ελάχιστη θερμοκρασία 30 βαθμών) και οι «θερμές ημέρες» (με θερμοκρασία μεγαλύτερη των 35 βαθμών) θα ξεκινούν νωρίτερα και θα τελειώνουν αργότερα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Ειδικά για την Αθήνα, έως το τέλος του αιώνα οι καύσωνες θα αυξηθούν από 160% έως 170%, ενώ στα επόμενα 30 χρόνια η μέση τιμή του δείκτη Humidex (που υποδηλώνει τη δυσφορία που προκαλεί η ζέστη στον άνθρωπο) θα αυξηθεί κατά 2°C. Περαιτέρω, ο αριθμός συνεχόμενων ημερών με καύσωνα αναμένεται να αυξηθεί κατά 12 ημέρες στο εγγύς μέλλον (2021-2050) και κατά 32 ημέρες στο μακρινό μέλλον (2070-2100).
Όπως σημειώνει η έκδοση, οι τελευταίες μελέτες καταλήγουν ότι η αύξηση των πολύ ζεστών ημερών αφορά όλες τις περιοχές, και τις παράκτιες και τις νησιωτικές. «Στις αστικές περιοχές η αύξηση θα κυμανθεί μεταξύ 10 και 13 ημερών, με εξαίρεση την πόλη της Καλαμάτας στην οποία θα παρατηρηθεί η μεγαλύτερη αύξηση, κατά 16 επιπλέον ημέρες. Ο αριθμός ημερών με “μεγάλη δυσφορία” αναμένεται να αυξηθεί σε όλες τις τουριστικές περιοχές της Ελλάδας. Η υψηλότερη αύξηση κατά 30 (±6) ημέρες θα παρατηρηθεί στη Ρόδο και στο Ηράκλειο, ενώ η μικρότερη αύξηση κατά 7 (±2) θα σημειωθεί στα νησιά των Κυκλάδων», αναφέρεται.
Η Ελλάδα αναμένεται να επηρεαστεί σε σημαντικό βαθμό τόσο στο εγγύς όσο και στο απώτερο μέλλον με βάση και τα δύο σενάρια εκπομπών ρύπων του θερμοκηπίου. «Μια τέτοια αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης των επεισοδίων καύσωνα στο μέλλον πιθανότατα να αυξήσει τα περιστατικά εισαγωγής σε νοσοκομεία με συμπτώματα θερμοπληξίας και θερμικής εξάντλησης, καθώς και τα επίπεδα θνησιμότητας, σύμφωνα με τα έως τώρα ευρήματα από τις επιπτώσεις ενός επεισοδίου καύσωνα στον πληθυσμό».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επιστημονικές δημοσιεύσεις ειδικά για την Πελοπόννησο και τη Μήλο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατων μελετών, στην περιοχή της Πελοποννήσου αναμένεται αύξηση του αριθμού ημερών με υψηλές θερμοκρασίες μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα – αύξηση που θα είναι μεγαλύτερη στην ενδοχώρα σε σχέση με τις παράκτιες περιοχές λόγω της επίδρασης της θαλάσσιας αύρας κατά τη διάρκεια του θέρους. Περαιτέρω αύξηση του αριθμού ημερών με ισχυρή θερμή επιβάρυνση αναμένεται μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα, οπότε και θα επηρεαστούν οι παράκτιες περιοχές της Δυτικής και Ανατολικής Πελοποννήσου. Στη Μήλο αναμένεται αύξηση του αριθμού θερμών ημερών κατά 21 ημέρες (αύξηση 34%) και μείωση του αριθμού ψυχρών ημερών κατά 5 ημέρες (μείωση 33%) ανά έτος στο εγγύς μέλλον (2021-2050).
Όπως υποδεικνύει η έκδοση του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης, η αύξηση της θερμοκρασίας έχει άμεσες, αλλά και έμμεσες συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων.
Οι άμεσες συνέπειες
Όσον αφορά τις άμεσες, «οι προβλεπόμενες αυξήσεις της έντασης και της συχνότητας των καυσώνων στην Ελλάδα αναμένεται να συμβάλει στην αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητας, καθώς η έκθεση του οργανισμού σε πολύ υψηλή περιβαλλοντική θερμοκρασία μπορεί να οδηγήσει σε θερμικές κακώσεις, όπως η θερμική εξάντληση και η θερμοπληξία. Τα συμπτώματα της θερμικής εξάντλησης είναι η κόπωση, η ζάλη, ο εμετός, η ναυτία, η ταχυκαρδία και η υπόταση. Η δε θερμοπληξία μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο καθώς και μόνιμες βλάβες στον οργανισμό εάν δεν ληφθεί αμέσως ιατρική βοήθεια», αναφέρεται.
Μία από τις έμμεσες συνέπειες είναι η αύξηση χρόνου που το ασιατικό κουνούπι-τίγρης θα δρα σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. «Η κλιματική αλλαγή και η επερχόμενη άνοδος της θερμοκρασίας στην Ευρώπη αναμένεται να μετατοπίσουν τη ζώνη δράσης του κουνουπιού-τίγρη προς Βορράν, μειώνοντας τη συμβατότητά του στην Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά η προσαρμογή του στη χώρα θα παραμείνει, με έμφαση στη δυτική αλλά και στην κεντρική ηπειρωτική χώρα, στην Πελοπόννησο και στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Επίσης, τις επόμενες δεκαετίες, η δυνητική διάρκεια της περιόδου δράσης του κουνουπιού-τίγρη στην Ελλάδα είναι πιθανό να επιμηκυνθεί λόγω της κλιματικής αλλαγής», αναφέρεται. «Λόγω των ασθενειών που μεταφέρονται από τα κουνούπια φορείς και της πιθανής επέκτασής τους με βάση τα πιθανά σενάρια της κλιματικής αλλαγής, είναι κρίσιμο η πολιτεία αλλά και οι πολίτες αυτόνομα να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας».
«Ο τρόπος αντιμετώπισης των αυξανόμενων περιβαλλοντικών προκλήσεων είναι πλέον γνωστός», σχολιάζει στην έκθεση η πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος, Ζωή Βροντίση. «Η επιστημονική κοινότητα έχει εδώ και χρόνια προτείνει μέτρα για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής. Οι αλλαγές που απαιτούνται είναι λιγότερο επεμβατικές από αυτές που χρειάστηκαν κατά την πρόσφατη εμπειρία μας με την COVID-19, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Ταυτόχρονα, όμως, απαιτούν μια συστημική αλλαγή προς διαφορετικά πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης».
(Πηγή: kathimerini.gr)