Νέα ανασκόπηση μελετών, σε παρόμοια γεγονότα του παρελθόντος, έδειξε ότι οι ψυχικές συνέπειες μπορεί να συνεχιστούν και μετά την πανδημία. Ποιοι κινδυνεύουμε περισσότερο και πώς θα προστατευτούμε;
Μπορεί η καραντίνα εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19 να είναι μια εμπειρία άνευ προηγουμένου για τους περισσότερους από εμάς, ωστόσο στο κοντινό παρελθόν, πληθυσμοί σε διάφορα σημεία της Γης βρέθηκαν αντιμέτωποι με παρόμοια γεγονότα, αν και σε μικρότερη κλίμακα. Οι μελέτες που έγιναν πάνω στην ψυχική υγεία εκείνων των πληθυσμών, για παράδειγμα της Κίνας και του Καναδά την περίοδο της έξαρσης του SARS (2003) ή της Αφρικής όταν επλήγη από τον Έμπολα το 2014, συγκεντρώθηκαν πρόσφατα σε μια μεγάλη ανασκόπηση, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Lancet.
Το πιο ανησυχητικό, ίσως, συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν οι ερευνητές που συμμετείχαν, αφού εξέτασαν και συνέκριναν 24 μελέτες, είναι ότι πέρα από τα άμεσα αποτελέσματα στην ψυχολογία μας -όπως το έντονο άγχος και οι κρίσεις πανικού που παρατηρούν οι ειδικοί – τουλάχιστον κάποιοι άνθρωποι θα υποστούν μακροχρόνιες ψυχικές συνέπειες, που μπορεί να παραταθούν πολύ μετά το τέλος της καραντίνας και της πανδημίας.
Η ψυχική «κληρονομιά» της καραντίνας
«Εξ όσων διαβάζουμε σε μελέτες που έχουν γίνει σε παρόμοιες καταστάσεις (μετά από μαζικές καταστροφές που έχουν προκαλέσει μεγάλο φόβο και ανασφάλεια), καθώς και σε κάποιες μελέτες που έχουν ξεκινήσει τώρα» σχολιάζει σχετικά η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Λουίζα Βογιατζή στο «Sputnik», «αναμένεται αρκετοί άνθρωποι να εμφανίσουν μετατραυματικό στρες, δηλαδή αναμένεται αύξηση διαταραχών όπως είναι η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές, οι εξαρτήσεις από ουσίες και δυστυχώς αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας».
Ενδεικτικά -σύμφωνα με το νέο επιστημονικό άρθρο του Lancet- ακόμα και τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του SARS παρατηρούντο συμπτώματα κατάχρησης αλκοόλ και εθισμού σε επαγγελματίες υγείας που είχαν βρεθεί σε καραντίνα. Μια άλλη μελέτη σχετικά με την ψυχολογική εμπειρία του SARS έδειξε ότι μετά το τέλος της καραντίνας κάποιοι συνέχισαν να αποφεύγουν όσους έβηχαν ή φταρνίζονταν (54%), τους κλειστούς, πολυπληθείς χώρους (26%), ή ακόμη και όλους τους δημόσιους χώρους (21%). «Η επιστροφή της κανονικότητας καθυστέρησε πολλούς μήνες» σχολιάζουν συνοπτικά οι συγγραφείς.
Ωστόσο, οι ίδιοι συγγραφείς επισημαίνουν ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε με επιφύλαξη συμπεράσματα όπως τα παραπάνω, καθώς οι περισσότερες μελέτες που εξέτασαν ήταν βραχυχρόνιες, έγιναν σε μικρά δείγματα ή σε ειδικές κατηγορίες πληθυσμού (π.χ. επαγγελματίες υγείας).
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Σχετικά καθησυχαστική εμφανίζεται, από την πλευρά της, η κ. Βογιατζή, η οποία προσθέτει: «Να διευκρινίσουμε -για να μη δημιουργήσουμε μεγαλύτερη ανησυχία και προβληματισμό από όσον έχουμε ήδη λόγω της κατάστασης- ότι οι περισσότεροι (περίπου το 85% σε κοινωνίες σαν τη δική μας) έχουμε τις “προδιαγραφές” για να αντέξουμε και να επανέλθουμε ψυχικά υγιείς. Έχουμε αυτό που ονομάζουμε “resilience” (ψυχική ανθεκτικότητα), την ικανότητα δηλαδή να αντέξουμε δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις χωρίς σοβαρές και μακροχρόνιες βλάβες στην ψυχική υγεία μας».
Η κ. Βογιατζή προσθέτει ότι η αύξηση των διαταραχών αναμένεται κυρίως σε ανθρώπους που ήδη πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή ή είναι ψυχικά επιβαρυμένοι π.χ. λόγω κάποιας απώλειας ή άλλου επώδυνου συμβάντος στη ζωή τους: «Σε ανθρώπους δηλαδή που η κρίση της πανδημίας βρήκε σε ευάλωτη ψυχική κατάσταση. Όπως κινδυνεύουν περισσότερο από τον ιό όσοι έχουν προϋπάρχοντα υποκείμενα νοσήματα και κλονισμένη υγεία, έτσι κινδυνεύουν περισσότερο από τις ψυχολογικές του συνέπειες άνθρωποι με προϋπάρχουσες ψυχικές διαταραχές» συνοψίζει η ειδικός. Άλλες ευάλωτες κατηγορίες πληθυσμού -συμπληρώνει- είναι όσοι επηρεαστούν μακροπρόθεσμα από την πανδημία σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο.
«Μπορεί λοιπόν να συμβεί άνθρωποι που έπασχαν από -ήπια έστω- κατάθλιψη αλλά κατάφερναν να είναι λειτουργικοί και αρκετά ευχαριστημένοι με τη ζωή τους, λόγω της απώλειας μιας σταθερής δομής της καθημερινότητάς τους (σταθερές ώρες δουλειάς και ξεκούρασης) και κάποιων δραστηριοτήτων που τους ευχαριστούν (άθληση, συναντήσεις με φίλους και γνωστούς, σινεμά, θέατρο) να βιώσουν με δυσκολία και με βαριά συναισθήματα θλίψης και αγωνίας την απομάκρυνση π.χ. από τη δουλειά τους, την απομόνωση και την έλλειψη των συνηθισμένων τους ασχολιών» φέρνει ως παράδειγμα η κ. Βογιατζή και προσθέτει:
«Μπορεί επίσης να συμβεί άνθρωποι με διαταραχές άγχους να αισθανθούν πολύ απειλητική την κατάσταση με τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού, τα μέτρα ασφαλείας, τις δυσάρεστες ειδήσεις σχετικά με την εξάπλωση και τα θύματα, και έτσι το άγχος τους να αυξηθεί, ακόμη κι αν είχαν καταφέρει να το μειώσουν σε πολύ ικανοποιητικό βαθμό πριν από την πανδημία».
Σημάδια ότι χρειαζόμαστε βοήθεια
Η ίδια ειδικός παραθέτει τις ενδείξεις -ιδιαίτερα αν παρουσιαστούν περισσότερες μαζί- ότι βιώνουμε έντονο στρες και πρέπει να βοηθήσουμε τον εαυτό μας:
- Έντονο άγχος σε μεγάλη διάρκεια
- Επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού
- Συνεχείς αρνητικές σκέψεις
- Διαταραχές του ύπνου ή του φαγητού
- Θλίψη
Επίσης:
- Ατονία
- Αίσθηση κόπωσης
- Έλλειψη διάθεσης για δραστηριότητες που έδιναν ευχαρίστηση
- Τάση αποφυγής επαφών έστω και μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου
- Έντονος εκνευρισμός και ξεσπάσματα θυμού
Ακόμη:
- Αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, ηρεμιστικών φαρμάκων ή άλλων ναρκωτικών ουσιών
- Σωματικά συμπτώματα χωρίς οργανικά αίτια, όπως πονοκέφαλοι και ημικρανίες, διαταραχές του πεπτικού συστήματος, πόνοι στη μέση, την πλάτη, τον αυχένα.
Πώς θα προστατεύσουμε την ψυχική υγεία μας
«Ακόμα και αν οι περιορισμοί στην καραντίνα είναι πολλοί», προσθέτει η κ. Βογιατζή, «υπάρχουν κάποια απλά πράγματα που μπορούν να μας βοηθήσουν να νιώσουμε καλύτερα και να διαχειριστούμε τη δύσκολη και αβέβαιη περίοδο που όλοι βιώνουμε».
- Να διατηρήσουμε μια δομή της καθημερινότητάς μας παρόμοια με αυτήν που είχαμε πριν από την πανδημία: τις ώρες ύπνου και εργασίας μας (αν συνεχίζουμε να δουλεύουμε, έστω κι από το σπίτι), φαγητού, οικιακών εργασιών, αλλά και των ευχάριστων ασχολιών της ξεκούρασης, με ό,τι μπορούμε ακόμη να κάνουμε.
- Να μειώσουμε την παρακολούθηση ειδήσεων σχετικά με τον κορονοϊό στην απολύτως απαραίτητη (και μόνο από σοβαρές πηγές), σε όχι παραπάνω από μισή ώρα την ημέρα και να επιδιώκουμε την επαφή (από μακριά!) με ανθρώπους που ξέρουμε ότι είναι αισιόδοξοι και θετικοί.
- Να βάλουμε στη ζωή μας αρκετή άσκηση, τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω στο μέτρο του δυνατού (περπάτημα, τρέξιμο, ποδήλατο).
- Να μιλάμε με την ή τον σύντροφό μας ανοιχτά για το πώς αισθανόμαστε αν δεν νιώθουμε καλά, και να επιδιώξουμε καθημερινά επαφή με κάποιον ή κάποιους ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και αγαπάμε ή συμπαθούμε (φίλους, συναδέλφους ή συγγενείς), τηλεφωνικά ή διαδικτυακά.
- Να κρατήσουμε σταθερές τις ώρες του ύπνου μας και να μην κάνουμε «τη μέρα, νύχτα».
Η ειδικός μας παρακινεί επίσης να απευθυνθούμε σε κάποια τηλεφωνική γραμμή βοήθειας ή σε ειδικό ψυχικής υγείας, καταλήγοντας: «Οι περισσότεροι ψυχολόγοι, σύμβουλοι και ψυχίατροι εξακολουθούν να είναι προσβάσιμοι, τόσο τηλεφωνικά όσο και μέσω των διαδικτυακών μέσων επικοινωνίας».
(Πηγή: sputniknews.gr)