Γράφει ο Διονύσης Σιμόπουλος*
Η αγάπη μου για τον ουρανό δεν είναι κάτι το πρόσφατο ούτε κάτι που προέρχεται από την επαγγελματική μου ενασχόληση με την αστροφυσική. Ίσως να είναι κάτι που όλοι, λίγο πολύ, έχουμε χαραγμένο στη γενετική μας δομή από τότε που ο άνθρωπος στάθηκε όρθιος πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Και ίσως αυτό να είναι που ώθησε κι εμένα να κοιτάξω ψηλά τον νυχτερινό ουρανό όταν ως πρόσκοπος στις εξοχικές μας εξορμήσεις αναζητούσα να εντοπίσω τη Μικρή Άρκτο και τον Πολικό.
Και ίσως αυτή μου η αγάπη να είναι σε τελική ανάλυση απόρροια και αποτέλεσμα των εξορμήσεών μας στον Ομπλό, τον μικρό λοφίσκο έξω από την Πάτρα, όταν στην προσπάθειά μας να αποκτήσουμε το πτυχίο εξειδίκευσης στην Ουρανογραφία κάναμε τα πρώτα μας βήματα στην αναγνώριση των αστερισμών. Και ίσως αυτή να ήταν και η αιτία που εδώ και μισόν αιώνα διακονώ την υπέροχη αυτή επιστήμη.
Την εμπειρία, λοιπόν, αυτή που απέκτησα όλα αυτά τα χρόνια για τα μυστικά τ’ ουρανού περιέλαβα σε μία σειρά τεσσάρων βιβλίων (ένα για κάθε εποχή), στα οποία περιγράφω ορισμένα στοιχεία παρατηρησιακής αστρονομίας (με ή και χωρίς τηλεσκόπιο) και όσα περιλαμβάνουν οι αστερισμοί του ουρανού όπως φαίνονται από τη χώρα μας!
Το πρώτο αυτής της σειράς έχει τίτλο «Ο Ουρανός της Ελλάδος την Άνοιξη», ξεκινώντας έτσι τη νέα αυτή περιπέτεια ιδεών με την Ανοιξη, που καλωσορίζονταν από τους ανθρώπους με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση, διότι στον ερχομό της Άνοιξης έβλεπαν το τέλος του Χειμώνα και των στερήσεών τους, του κρύου και του θανάτου.
Την Άνοιξη τα χιόνια έλιωναν και χάνονταν, τα χόρτα και τα αγριολούλουδα των λιβαδιών ξαναφούντωναν, ο καιρός ημέρευε και γινόταν θερμότερος και τα μπουμπούκια ξαναπαρουσιάζονταν στα δένδρα. Έβλεπαν τη ζωή να ξαναγυρίζει στη Γη. Με την άφιξη της Ανοιξης οι μέρες θα μεγάλωναν, ο καιρός θα γλύκαινε και καλύτερες μέρες θα έρχονταν και πάλι.
Πώς, λοιπόν, να παραξενευτεί κανείς που στα παλιά τα χρόνια γιόρταζαν την πρώτη ημέρα της Άνοιξης, την εαρινή ισημερία, σαν πρωτοχρονιά, σαν αρχή ενός καινούργιου χρόνου, σαν εποχή της αναγέννησης της φύσης; Ήταν πραγματικά ο θάνατος του σκότους και η γέννηση του φωτός.
Οι αλλαγές των εποχών, άλλωστε, είχαν για τους αρχαίους τεράστια σημασία, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την εμφάνιση της γεωργίας πριν από περίπου 10.000 χρόνια. Γι’ αυτό, η διάρκεια ενός ηλιακού έτους έπρεπε να μετρηθεί επ’ ακριβώς, επειδή η σπορά, η συγκομιδή και οι άλλες γεωργικές ασχολίες εξαρτιόνταν από τις αλλαγές των εποχών. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο που ο Ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους σαν θεός, αφού γι’ αυτούς ο Ήλιος ήταν ο δημιουργός των εποχών του έτους και του κύκλου των φαινομένων και των εναλλαγών που σχετίζονται με αυτές: από τη σπορά ώς τη βλάστηση και από την ανθοφορία ώς τη συγκομιδή.
Στον νυχτερινό ουρανό ο ερχομός της Άνοιξης έχει επικεφαλής τον Λέοντα με το λαμπρότερο άστρο του τον Βασιλίσκο, ενώ στον Βόρειο ουρανό βλέπουμε τις δύο αρκούδες, τη Μεγάλη και τη Μικρή Άρκτο. Η Μικρή Άρκτος μοιάζει με ένα μικρό παραλληλόγραμμο με τη μακριά του ουρά να καταλήγει στον Πολικό Αστέρα. Όλα τα άστρα στη διάρκεια του χρόνου φαίνονται να στριφογυρίζουν γύρω από τον Πολικό, γιατί εκεί κοντά βρίσκεται ο Βόρειος Ουράνιος Πόλος, το σημείο δηλαδή του ουρανού πάνω στο οποίο χτυπάει ο άξονας της Γης όταν προεκταθεί προς τα πάνω. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται η Μεγάλη Άρκτος με την καμπύλη ουρά της που μας οδηγεί στον Αρκτούρο, το λαμπρότερο άστρο στον αστερισμό του Βοώτη, ενώ αν συνεχίσουμε την καμπύλη αυτή προέκταση θα φτάσουμε στον Στάχυ, το λαμπρότερο άστρο στον αστερισμό της Παρθένου.
Αν κοιτάξουμε τον ουρανό με κατεύθυνση τον νότο θα δούμε τους αστερισμούς του Βοώτη, του Βόρειου Στεφάνου και του Ζυγού. Στον Βοώτη το λαμπρό άστρο Αρκτούρος, είναι ένας γίγαντας με 25 φορές μεγαλύτερη διάμετρο από αυτήν που έχει ο Ηλιος. Είναι το τέταρτο λαμπρότερο άστρο στον ουρανό σε απόσταση 37 ετών φωτός από τη Γη.
Όλη αυτή η περιοχή του Λέοντα και της Παρθένου περιλαμβάνει επίσης χιλιάδες απόμακρους γαλαξίες, εκ των οποίων ο Μ87 είναι μια γιγάντια σφαίρα, ένας ελλειπτικός γαλαξίας σε απόσταση 55 εκατομμυρίων ετών φωτός του οποίου τη γιγάντια Μαύρη Τρύπα στο κέντρο του καταγράψαμε για πρώτη φορά στις αρχές του περυσινού Απριλίου. Πρόκειται για μια Μαύρη Τρύπα με μάζα 6,5 δισεκατομμύρια φορές τη μάζα του Ηλίου μας και διάμετρο που φτάνει τα 100 δισεκατομμύρια χιλιόμετρα.
—
* Ο κ. Διονύσης Π. Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου.
(Πηγή: kathimerini.gr)