Συντάκτης: Δήμητρα Αθανασοπούλου
Πάνω στις σκηνές των προσφύγων στη Ζούγκλα του Καλέ, στην πόλη-λιμάνι της βορειοδυτικής Γαλλίας, αναγράφονταν πριν από λίγα χρόνια οι λέξεις «lieu de vie», δηλαδή «τόπος ζωής». Μέχρι που οι μπουλντόζες κατεδάφισαν το 2016 τη χάρτινη πολιτεία των ξεριζωμένων. Με τις ευλογίες-ενθάρρυνση των κατοίκων.
Οι ξένοι που διέμεναν, μέχρι τότε, στο Καλέ -με την ελπίδα να περάσουν τη Σήραγγα της Μάγχης και να φτάσουν μια μέρα στη Μεγάλη Βρετανία- είχαν παλέψει να μετασχηματίσουν τις σκηνές σε εστίες, να στήσουν αυτοσχέδια εκκλησάκια, σχολεία και παιδότοπους, να δώσουν ζωή στα προσωρινά «σπιτικά» τους, για να κατασκευάσουν μια νέα πραγματικότητα που θα τους επέτρεπε να παραμείνουν ζωντανοί.
Αυτό δεν κατέστη δυνατό. Η διάλυση, όμως, των αυτοσχέδιων νοικοκυριών τους δεν αναχαίτισε τις προσφυγικές ροές, όπως πίστευε η γαλλική κυβέρνηση. Απλά έκανε το Καλέ κατ’ εξοχήν τόπο έκφρασης της «επιθυμίας θανάτου» εφόσον έκτοτε καταγράφηκαν αρκετές αυτοκτονίες στους καταυλισμούς της ευρύτερης περιοχής.
Η φράση «θέλω να πεθάνω» βγαίνει, πλέον, από τα έγκατα του ελληνικού κέντρου κράτησης και ταυτοποίησης στη Λέσβο. Και όχι μόνο. Μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δύο νεαροί πρόσφυγες στο Κιλκίς -ένας Αφγανός και ένας Ιρακινός- έβαλαν τέλος στη ζωή τους. Και οι δύο εντοπίστηκαν κρεμασμένοι. Λίγες ημέρες μετά την έλευση του νέου έτους, ένας Ιρανός πρόσφυγας βρέθηκε απαγχονισμένος στη Μόρια.
Τι κάνει τους ανθρώπους που περιπλανήθηκαν για μέρες πάνω στο χιόνι ή κάτω από τον καυτό ήλιο και επιβιβάστηκαν στις βάρκες του θανάτου, να θέλουν να δώσουν τέλος στη ζωή τους αφού προηγουμένως πλήρωσαν -με ό,τι είχαν και δεν είχαν- τους διακινητές σωμάτων, με όνειρο να πατήσουν το πόδι τους σε ευρωπαϊκό έδαφος;
«Δεν αντέχω άλλο. Εδώ είναι χειρότερα. Στον ύπνο μου βλέπω αποκεφαλισμένα πτώματα. Δεν είναι η γη που μας υποσχέθηκαν». Πρόκειται για σκόρπια λόγια ξεριζωμένων που πίστεψαν πως θα βγάλουν ρίζες σε μια νέα πατρίδα αλλά αντί γι’ αυτό, κλείστηκαν μέσα σε νέες φυλακές.
Έτσι, το τραύμα, που φέρουν μαζί τους, μένει ανεπεξέργαστο και αφρόντιστο, όπως εξηγούν οι ειδικοί επιστήμονες. Η μη παροχή ενός φιλόξενου χώρου όπου θα μπορέσουν να εγκατασταθούν και να βρουν νέες καταγωγικές ρίζες -έστω και προσωρινές- δεν τους βοηθά να νοηματοδοτήσουν ξανά την ύπαρξή τους.
Η υποδοχή εξελίσσεται σε κάτι τόσο βίαιο όσο και ο ξεριζωμός, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διεργαστούν το πένθος, να μην καταφέρνουν να συμβολοποιήσουν την απώλεια που έχουν βιώσει.
Βάσει της φροϊδικής θεωρίας περί πένθους, ο χαμός κάποιου προσφιλούς προσώπου έχει την ίδια βαρύτητα με την απώλεια της πατρίδας. Η «απώλεια» γίνεται, συνεπώς, η λέξη-κλειδί της ψυχολογικής κατάστασης που βιώνει ο κάθε πρόσφυγας. Είτε πρόκειται για απώλεια των αγαπημένων του είτε του τρόπου ζωής του και των οικείων σημείων αναφοράς του είτε της πατρίδας του.
Γι’ αυτόν τον λόγο, θεωρείται εξαιρετικά σημαντικό για την ψυχική υγεία των προσφύγων που έχουν χάσει τον οικείο τρόπο απόλαυσης να έχουν προλάβει να διασώσουν έστω και ένα αντικείμενο από το παρελθόν.
Με αυτόν τον τρόπο, θα καταφέρουν να αισθάνονται πως διασώζουν κάτι από τη χαμένη τους ζωή. Αν, δε, στη συνέχεια τους δοθεί η δυνατότητα να βρουν νέα σημαίνοντα, όπου θα μπορέσουν να εγγράψουν την επιθυμία τους, θα συνεχίσουν ενδεχομένως να επιθυμούν να ζουν.
Ο πρόσφυγας και ο ελληνικός διχασμός
Τι είδους ταυτίσεις μπορεί, ωστόσο, να κάνει ένας πρόσφυγας σε ένα κράτος Ορθοδοξίας σε κρίση όπως η Ελλάδα, όπου το ανοίκειο ενίοτε εκλαμβάνεται ως εχθρικό, όπου συχνά αναπαράγονται όλα τα στερεότυπα σχήματα εξόντωσης του διαφορετικού, του μετανάστη, του αλλόθρησκου;
Η Μόρια, κάποια στιγμή, δεν θα υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει πλέον η Ζούγκλα του Καλέ. Θα υπάρχουν όμως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που στοιβάχτηκαν μέσα σε πνιγηρά δωμάτια που αφανίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που ήρθαν ξανά και ξανά αντιμέτωποι με ματαιώσεις και αναβολές, που βίωσαν τον «έντεχνο αποκλεισμό» από τη χώρα μας, που έπεσαν θύματα της βιοπολιτικής-θανατοπολιτικής και που οδηγήθηκαν «αυτοβούλως» στις αγχόνες.
Ως γνωστόν η υπερσυγκέντρωση πληθυσμού, οι ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης και η έλλειψη ασφάλειας συμβάλλουν στην υποβάθμιση της ψυχικής υγείας των ανθρώπων. Η απουσία, δε, επαρκούς πληροφόρησης σχετικά με το ποιο θα είναι το μέλλον τους προκαλεί συχνά σοβαρές αγχωτικές αντιδράσεις.
Επιπροσθέτως τα άτομα που βρίσκονται σε μια μετέωρη κατάσταση με αβεβαιότητα, αισθάνονται απουσία προοπτικής και σταδιακά δεν βρίσκουν λόγο για να ζουν. Η χρήση ουσιών χρησιμοποιείται, συχνά, ως ένας τρόπος διαφυγής από το καθεστώς απόγνωσης. Η αυτοκτονία γίνεται κάποιες άλλες φορές μια άλλη επιλογή, όσο δεν επιτυγχάνεται καμία ενσωμάτωση.
Το πρόσφατο δημοσίευμα του BBC που αποκάλυψε πως ολοένα και περισσότερα ανήλικα προσφυγόπουλα στη Μόρια αυτοτραυματίζονται και αποπειρώνται να βάλουν τέλος στη ζωή τους, έκανε τον γύρο του κόσμου για να υπενθυμίσει, όχι μόνο τις απάνθρωπες συνθήκες εγκλεισμού στους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ελλάδα, αλλά και το ότι οι Έλληνες, παρ’ όλο που βρίσκονται σε μια διαρκή ταύτιση με τον ξεριζωμό, αδιαφορούν για τους δικούς τους ξένους.
Πώς γίνεται ένας λαός που κουβαλά ακόμα τη δική του οδύνη για τις χαμένες πατρίδες, να αφήνει τους πρόσφυγές του να πεθαίνουν; Οι αυτόχειρες αιτούντες άσυλο μας θέτουν ένα ερώτημα που αφορά τον δικό μας διχασμό. Σαν ο εθνικός μας διχασμός να κάνει τον «ξένο» μας να συγκεντρώνει ξαφνικά πάνω του τα μετεμφυλικά φαντάσματα.
Σαν να επιβεβαιώνεται η θεωρία πως «μας φταίνε πάντα οι άλλοι», είτε οι μετανάστες είτε οι ξένες δυνάμεις. Από την εποχή της Αντιγόνης μέχρι σήμερα μοιάζει να υπάρχει ένα εμφυλιακό πάθος, ένας διχασμός μεταξύ πολιτικοκοινωνικού νόμου και συμβολικού νόμου.
Ο Έλληνας παραμένει πάντα κατά κάποιο τρόπο διχασμένος μεταξύ Κρέοντα και Αντιγόνης, μεταξύ δηλαδή πατρικού και συμβολικού νόμου. Και σε αυτόν τον διχασμό εγγράφεται ο ξένος μας, που καλείται να ζήσει ή να πεθάνει εδώ.
Γι’ αυτό προτού αποδώσουμε πολιτικές ευθύνες, θα πρέπει να αναλάβουμε τις δικές μας. Γιατί και εμείς οι ίδιοι, ακόμα και όταν δεν παραχωρούμε λίγο από τον χώρο μας, δημιουργούμε «τόπους έκφρασης επιθυμίας θανάτου» και όχι «τόπους ζωής» για τους Άλλους. Όπως ακριβώς οι Γάλλοι στο Καλέ.
(Πηγή: efsyn.gr)