Ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σεισμολόγος και επιστημονικός συνεργάτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της UNESCO, έχει εκτιμήσει δημοσίως ότι η αθροιστική επίδραση των δύο σεισμών ίσως αποσταθεροποιήσει το σύστημα ρηγμάτων στην περιοχή μας
Μετά τον φονικό σεισμό μεγέθους 6,1 ρίχτερ που έπληξε την Αλβανία, ακολούθησε μία ισχυρή σεισμική δόνηση στον θαλάσσιο χώρο ανάμεσα στην Κρήτη και τα Κύθηρα. Από την περασμένη Παρασκευή και σε διάστημα πέντε ημερών, τουλάχιστον 100 σεισμοί μεγέθους από 2 έως 4,5 Ρίχτερ εκδηλώθηκαν νότια της Παλαιοχώρας Χανίων.
Μερικές ημέρες αργότερα εξελίχθηκε σεισμική δραστηριότητα στα νότια της Δυτικής Κρήτης με περίπου 100 μετασεισμούς μεγέθους από 2 μέχρι 4,5 Ρίχτερ.
«Tο βράδυ της Τρίτης η δραστηριότητα μετατοπίστηκε στα ανατολική της Κρήτης, με μέτριο σεισμό μεγέθους 5,3 και με, επίσης, σημαντικό εστιακό βάθος. Λίγες ώρες αργότερα έγινε και άλλος σεισμός βάθους περίπου 140 χιλιομέτρων μεγέθους 4,1 Ρίχτερ στον θαλάσσιο χώρο της Κέας. Η γέννηση σειράς σεισμών βάθους στη γενικότερη περιοχή της Κρήτης και του Νοτιοδυτικού Αιγαίου, μάλλον δεν είναι τυχαία», εκτιμά ο κ. Παπαδόπουλος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με τον σεισμό στις 27 Νοεμβρίου 2019 -μεγέθους 6,1- η αφρικανική λιθοσφαιρική πλάκα προέλασε από τη Μεσόγειο προς τα βορειοανατολικά και προχώρησε κατά μερικά εκατοστά κάτω από την περιοχή Δ. Κρήτης – Αντικυθήρων. Είναι αρκετά πιθανό ότι αυτή η μετακίνηση αύξησε την πίεση κατά μήκους του ελληνικού σεισμικού τόξου. Η πίεση αυτή προκαλεί τη σεισμική δράση που παρατηρούμε μετά τον ισχυρό σεισμό στις 27/11/2019», σημειώνει.
«Τους σεισμούς δεν πρέπει να τους βλέπουμε ως στατικά φαινόμενα, αλλά με τη ματιά που η ίδια η δυναμική των φαινομένων επιβάλλει. Αυτό διδάσκει η διεθνής έρευνα, αλλά πολλές φορές υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των σεισμών. Με αυτή την έννοια θα ήταν ίσως κάπως επιπόλαιο να υποθέσουμε ότι η παρούσα φάση της σεισμικής εξέλιξη, έληξε», προσθέτει
«Το ενδεχόμενο και άλλων σεισμών, έστω και μετρίου μεγέθους, είναι ανοιχτό. Συνεπώς, από την πλευρά της επιστημονικής κοινότητας, απαιτεί πολύ προσεκτική παρακολούθηση και αξιολόγηση της εξελισσόμενης σεισμικής δράσης. Ταυτόχρονα απαιτείται συναίνεση στον δημόσιο λόγο, μακριά από κινδυνολογίες, αλλά κυρίως να θυσιάζεται η επιστημονική ακρίβεια και αξιοπιστία», καταλήγει ο κ. Παπαδόπουλος.