Ο αντισημιτισμός ξεκινά στην καθημερινή ζωή, εκεί όπου βρίσκεται και η ευθύνη του καθενός εξ ημών προκειμένου να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά η φρίκη
Ο Alwin Meyer (Άλβιν Μέγιερ) ήταν μόλις 22 ετών το καλοκαίρι του 1972, όταν περνούσε πρώτη φορά τη βαριά σιδερένια πύλη του Άουσβιτς ορμώμενος από μια βαθιά εσωτερική ανάγκη να μάθει περισσότερα για το πρώην στρατόπεδο θανάτου και την ιστορία του.
Αυτό όμως που έμελλε να ανακαλύψει μιλώντας με πρώην κρατουμένους -την τραγική μοίρα των μικρών παιδιών και των βρεφών που βρήκαν το θάνατο εκεί- τον έκανε να θέλει να βρει τι απέγιναν όσα παιδιά επιβίωσαν από τη φρίκη του Άουσβιτς.
Ο Γερμανός (μετέπειτα) συγγραφέας και δημοσιογράφος άρχισε μια μεγάλη και δύσκολη έρευνα για να φέρει στο φως την άγνωστη ιστορία των παιδιών του Άουσβιτς.
Επί δεκαετίες έψαχνε, με υπομονή κι επιμονή, να βρει τα παιδιά αυτά, να μιλήσει μαζί τους και να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, ώστε να μοιραστούν μαζί του ιστορίες από τη ζωή τους στο στρατόπεδο, εκεί όπου ο θάνατος ήταν παντού.
Αυτές οι ιστορίες είναι ο κορμός του βιβλίου «Μην ξεχάσεις το όνομά σου. Τα παιδιά του Άουσβιτς», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καπόν (μετάφραση: Καρίνα Λάμψα – Παυλίνα Δηράνη).
Η συνειδητοποίηση ότι πολύ λίγα από τα παιδιά που οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα επέζησαν έκανε τον Alwin Meyer να αισθανθεί «σοκαρισμένος, θυμωμένος και ντροπιασμένος», όπως εξηγεί ο ίδιος, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, με αφορμή την ελληνική έκδοση του βιβλίου του.
«Από τότε τα Παιδιά του Άουσβιτς είναι η κινητήρια δύναμη για την καρδιά και το μυαλό μου» λέει.
«Επί 47 χρόνια αναζητώ επαφή με τα λιγοστά παιδιά του Άουσβιτς που κατάφεραν να επιζήσουν. Στη δεκαετία του ΄70 άρχισα να γράφω μικρά άρθρα για τις συναντήσεις μου αυτές και οι αντιδράσεις ήταν θετικές. Γρήγορα γεννήθηκε και η επιθυμία για ένα βιβλίο» σημειώνει ο Meyer, το πρώτο βιβλίο του οποίου γι’ αυτό το θέμα δημοσιεύτηκε το 1990 με τίτλο «Die Kinder von Auschwitz» (Τα παιδιά του Άουσβιτς).
Ακολούθησε, πέντε χρόνια αργότερα, η έκδοση στα ιαπωνικά, ενώ αυτές τις ημέρες κυκλοφορεί και η ελληνική έκδοση, για την οποία ο συγγραφέας δεν κρύβει τη συγκίνησή του, αλλά και την ευγνωμοσύνη του στην εκδότρια Ραχήλ Καπόν για τη μέγιστη φροντίδα που, όπως λέει, έδειξε για ένα άρτιο αποτέλεσμα.
Εκθέσεις, ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας εξήντα λεπτών, άλλα βιβλία και πληθώρα άρθρων συμπληρώνουν το παζλ των δραστηριοτήτων του Γερμανού ερευνητή για το θέμα.
Καταρρίπτοντας τα τείχη της δυσπιστίας
Η έρευνα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν.
«Η δυσπιστία μετά το Άουσβιτς και τα άλλα εγκλήματα που διέπραξαν οι Γερμανοί ήταν τεράστια. Ακόμα κι απέναντι σε ένα νεαρό Γερμανό» εξηγεί και θυμάται να του αφηγούνται τα παιδιά αυτά πως μετά το Άουσβιτς, ό,τι συνδεόταν με αυτό τους προκαλούσε φόβο.
«Ορισμένοι μου είπαν ότι «όταν ακούω τη γερμανική γλώσσα, μου φεύγουν τα πάντα από τα χέρια» ή «συνδέω αμέσως κάθε γερμανική λέξη με τις φωνές στο στρατόπεδο» ή πως και «μόνο η λέξη Γερμανός με κάνει να φοβάμαι…»» αφηγείται.
Η συνάντηση με τον Tadeusz Szymański, πρώην κρατούμενο του Άουσβιτς, ήταν αυτή που βοήθησε τον Meyer να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που συναντούσε και να αρχίσει να ανασύρει στην επιφάνεια τις σφηνωμένες στη ρωγμή του χρόνου ιστορίες τους.
Χρειάστηκε πολλές φορές να ταξιδέψει εκατοντάδες χιλιόμετρα για να συναντήσει κάποιον από τους ανθρώπους που αναζητούσε, πολλές φορές, μάλιστα, χωρίς καν να υπάρχει κάποιο προκαθορισμένο ραντεβού.
«Μια φορά ταξίδεψα σε άλλη πόλη για να συναντήσω κάποιον με τον οποίο είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Αρχικά μου ζήτησε να συναντηθούμε στο κτίριο του σιδηροδρομικού σταθμού. Μιλήσαμε εκεί για μισή ώρα. Ήθελε να μάθει τι είδους Γερμανός ήμουν, ποια ήταν η στάση της οικογένειάς μου από το 1933 έως το 1945 και τι πιστεύω για το Ισραήλ και το λαό του» λέει για μία από αυτές τις συναντήσεις.
Θυμάται, μάλιστα, πως χρειάστηκε αυτή η πρώτη συνάντηση προκειμένου να του ανοίξει αυτό το άλλοτε «παιδί του Άουσβιτς» το σπίτι του και να αρχίσει σταδιακά να του ξεδιπλώνει την ιστορία της ζωής του.
«Η πικρή αλήθεια είναι ότι ορισμένα από τα παιδιά του Άουσβιτς που επέζησαν δεν μπόρεσαν να μιλήσουν ποτέ για όλα αυτά. Ο πόνος ήταν υπερβολικά μεγάλος. Η μνήμη της μητέρας που δολοφονήθηκε, του πατέρα, των αδελφών, των παππούδων, των θείων… Κάποιοι δεν μπόρεσαν να κουβαλήσουν τις μνήμες του Άουσβιτς και αποφάσισαν να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Πέθαναν, ουσιαστικά, από τις συνέπειες του Άουσβιτς» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο συγγραφέας.
Ο Χάιντς Κούνιο, η Θεσσαλονίκη και το χρέος της μνήμης στα παιδιά που δε γύρισαν ποτέ
Το βιβλίο αρχίζει με την ιστορία του θεσσαλονικιού επιζώντος Χάιντς Κούνιο, που μπορεί να κατάφερε να αποτινάξει από πάνω του τις στάχτες του Ολοκαυτώματος, αλλά η χαίνουσα πληγή στην ψυχή του θα του θυμίζει πάντα πως σχεδόν όλα τα εβραιόπουλα της ηλικίας του δεν επέστρεψαν ποτέ από το Άουσβιτς. Δολοφονήθηκαν επειδή ήταν Εβραίοι και «…κάθε σκέψη γύρω απ΄ αυτό είναι αβάσταχτη» όπως λέει.
Αυτήν την πτυχή της ιστορίας του Ολοκαυτώματος, την τραγική μοίρα των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, επέλεξε να προτάξει στο βιβλίο του ο συγγραφέας, ώστε να κάνει κοινωνούς όσο το δυνατόν περισσότερους αναγνώστες.
Για το συγγραφέα, άλλωστε, η διατήρηση της μνήμης και η ανάδειξή της είναι ένα είδος χρέους απέναντι στα παιδιά που δεν γύρισαν ποτέ αλλά και σε αυτούς, τους ελάχιστους, που επέστρεψαν αλλά είχαν χάσει τις οικείες εικόνες του παρελθόντος, τους ήχους, τις μυρωδιές και τα ακούσματα στα λαντίνο, τα ισπανοεβραϊκά που σαν κελάρυσμα ακούγονταν κάποτε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Με φόντο όλα όσα τραγικά συνέβησαν στο Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είναι «θαύμα» οι συναντήσεις και οι συζητήσεις με ανθρώπους όπως ο Χάιντς Κούνιο, λέει ο Meyer.
Τα μαθήματα της ιστορίας και μια εμπειρία ζωής
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου «Μην ξεχάσεις το όνομά σου. Τα παιδιά του Άουσβιτς» περνά όλη η ιστορία των εγκλημάτων των Ναζί. Εγκλήματα που, όπως λέει ο συγγραφέας, μας δίδαξαν ότι ο αντισημιτισμός ξεκινά στην καθημερινή ζωή, εκεί όπου βρίσκεται και η ευθύνη του καθενός εξ ημών προκειμένου να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά η φρίκη.
Το τραύμα άλλωστε δεν κλείνει εύκολα, όπως γλαφυρά περιγράφει κι ένας εκ των επιζώντων, ο David Jozefowicz (Νταβίντ Γιοζέφοβιτς): «…όσο μακριά και να φύγεις, το Άουσβιτς δε θα σ’ αφήσει ποτέ».
Η έρευνα του Alwin Meyer δεν έχει κλείσει. Τα τελευταία δύο χρόνια κατόρθωσε να εντοπίσει άλλα επτά «παιδιά του Άουσβιτς» στην Ευρώπη και τον Καναδά.
Γεννήθηκαν μέσα στο στρατόπεδο, όπως λέει, σε συνθήκες που δεν τις χωρά ο ανθρώπινος νους, και κατόρθωσαν, παρόλα αυτά, να επιζήσουν.
Ένα από αυτά τα (τότε) παιδιά -που ζει σήμερα στη βορειοανατολική Ουγγαρία- γεννήθηκε, μάλιστα, την ημέρα που απελευθερώθηκε το Άουσβιτς, στις 27 Ιανουαρίου 1945.
«Τα παιδιά που γεννήθηκαν στο Άουσβιτς» είναι και το θέμα της έκθεσης πάνω στην οποία εργάζεται με πυρετώδεις ρυθμούς αυτό το διάστημα ο Meyer, προκειμένου να είναι έτοιμη για τα εγκαίνια της 23ης Ιανουαρίου 2020 στο Resistance Memorial Center του Βερολίνου, όπου θα παραμείνει επί ένα χρόνο.
Κάνοντας απολογισμό των δεκαετιών έρευνας στις ζωές των παιδιών του Άουσβιτς, ο Alwin Meyer αισθάνεται ευγνωμοσύνη, όπως λέει, για το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να συναντήσει «αυτούς τους εκπληκτικούς και υπέροχους ανθρώπους», και με ορισμένους από αυτούς να χτίσει και σχέσεις φιλίας.
Αυτό είναι, μας λέει, και η μεγαλύτερη αναγνώριση των προσπαθειών του να δώσει «πρόσωπο και φωνή» στα άγνωστα «παιδιά του Άουσβιτς».
(Πηγή: in.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ)