Γράφει ο Γιώργος Μόσχος*
Οι αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων που εξέδωσε στις 10 και 18 Οκτωβρίου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά της κράτησης ασυνόδευτων ανηλίκων σε αστυνομικό τμήμα της Αθήνας και στο ΠΡΟΚΕΚΑ Αμυγδαλέζας, σε συνέχεια και άλλων συναφών αποφάσεων του, είναι ενδεικτικές του σοβαρού προβληματισμού που υπάρχει στα διεθνή όργανα προάσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την αντιμετώπιση των παιδιών που μετακινούνται στην Ευρώπη. Πριν λίγες μέρες, το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συνηγόρων του Παιδιού (ENOC), που αποτελείται από 42 ομόλογες ανεξάρτητες αρχές χωρών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, υιοθέτησε δημόσια δήλωση στην οποία τονίζεται ότι η στέρηση της ελευθερίας των ανηλίκων για λόγους που συνδέονται με την μεταναστευτική ή προσφυγική τους ιδιότητα, δεν πρέπει να εφαρμόζεται ούτε ως έσχατο μέτρο.
Η θέση αυτή των Συνηγόρων, που τεκμηριώνεται με βάση τις διεθνείς συμβάσεις και αποφάσεις οργάνων προάσπισης των δικαιωμάτων των παιδιών, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα ως προς τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, όπου πολύ μεγάλος αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων παραμένουν στερούμενα την ελευθερία τους σε αστυνομικά τμήματα, στη Μόρια και στα υπόλοιπα κέντρα πρώτης υποδοχής και ταυτοποίησης, ενώ στον δημόσιο λόγο ακούγονται φωνές για τη δημιουργία νέων κλειστών κέντρων. Η επίλυση βέβαια του ζητήματος της στέρησης της ελευθερίας παιδιών που μετακινούνται με ή χωρίς τις οικογένειές τους σε αναζήτηση νέου τόπου ασφαλούς διαβίωσης, δεν είναι θέμα μόνο της χώρας στην οποία αυτά βρίσκονται. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο τουλάχιστον, συνδέεται τόσο με τις διεθνώς αποδεκτές αρχές και τις νομικές δεσμεύσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και με τις πολιτικές για τη διαχείριση του προσφυγικού (κυρίως) και μεταναστευτικού ζητήματος.
Οι Συνήγοροι του Παιδιού, που ήδη από το 2017 σε συνάντησή τους στην Αθήνα είχαν εκπονήσει κείμενο Συστάσεων για τη διασφάλιση και προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών που μετακινούνται, επικαλούνται και τις υπάρχουσες έρευνες που δείχνουν ότι η κράτηση μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στην υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Γι’ αυτόν τον λόγο αμφισβητούν προβλέψεις όπως αυτή της Οδηγίας 2013/33 της Ε.Ε. στην οποία αναφέρεται ότι «οι ανήλικοι τίθενται υπό κράτηση μόνο σε έσχατη ανάγκη και εφόσον αποδειχθεί ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά, λιγότερο περιοριστικά μέτρα». Επισημαίνουν δε ότι η διατύπωση της «έσχατης ανάγκης» υπονοεί ότι η κράτηση είναι μια αποδεκτή πρακτική και στην ουσία επιτρέπει συχνά στις κυβερνήσεις να την χρησιμοποιούν ως πρώτη προσφυγή και όχι ως τελευταία, αποτελώντας μέρος της πολιτικής για τη διαχείριση των συνόρων τους.
Οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ συνοδεύονται από την υπόδειξη της άμεσης μεταφοράς των κρατούμενων ανηλίκων σε κατάλληλες δομές φιλοξενίας. Άλλωστε, όπως τονίζεται και από τους Συνηγόρους του Παιδιού, η απαγόρευση της κράτησης των παιδιών μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον υπάρξει επένδυση σε εναλλακτικές λύσεις, δηλαδή στη λειτουργία επαρκών και καταλλήλων δομών φιλοξενίας, την ένταξη των παιδιών στην εκπαίδευση, την ορθή φροντίδα της υγείας τους και γενικότερα την υποστήριξη της κοινωνικής τους συμμετοχής.
Είναι αναγκαία η ανάπτυξη πολιτικής για τη φροντίδα των παιδιών που μετακινούνται, σε συνδυασμό με την κατανομή ευθυνών σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και την εφαρμογή των προβλέψεων για την προστασία των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επανενώσεις με τα μέλη των οικογενειών τους.
Υπό το πρίσμα των αποφάσεων του ΕΔΔΑ, χρειάζεται να ενταθούν οι προσπάθειες των ανεξαρτήτων αρχών και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, όχι μόνο για την αποτροπή παραβιάσεων σε βάρος των παιδιών που μετακινούνται, αλλά και για τη διεκδίκηση πολιτικών κοινωνικής φροντίδας και συμπερίληψης προς όφελος ολόκληρης της κοινωνίας.
-.-
*Ο Γιώργος Μόσχος είναι νομικός. Διετέλεσε Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού από τον Ιούλιο του 2003 ως τον Ιανουάριο του 2018.
(Πηγή: tvxs.gr)