Γεννημένος το 1884 στον τότε Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς), ο Κώστας Βάρναλης πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί…
Τη δική του θέση στην αλέα των διάσημων προσωπικοτήτων που γεννήθηκαν στην πόλη Μπουργκάς (Πύργος) της Βουλγαρίας θα αποκτήσει σε λίγο καιρό ένας από τους κορυφαίους Έλληνες λογοτέχνες και ποιητές, ο Κώστας Βάρναλης, με την τοποθέτηση ανδριάντα του πλάι σε εκείνους των φημισμένων συμπολιτών του, Βούλγαρων ηθοποιών Γκεόργκι Καλογιάντσεβ και Απόστολ Καραμίτεβ.
Γεννημένος το 1884 στον τότε Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας (σημερινό Μπουργκάς), ο Κώστας Βάρναλης πέρασε τα παιδικά του χρόνια εκεί και 45 χρόνια μετά τον θάνατό του, τον περασμένο Μάιο, η ελληνική κοινότητα της Βουλγαρίας διοργάνωσε σειρά εκδηλώσεων για να τιμήσει τη μεγάλη αυτή προσωπικότητα των Γραμμάτων.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα ευρείας κυκλοφορίας της Σόφιας «24 chasa» (24 Ώρες) σε πρόσφατο δημοσίευμά της, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ανδριάντας ενός από τους πιο γνωστούς Έλληνες ποιητές στην αλέα των διάσημων Μπουργκασλήδων (Πυργιωτών)», η πρόταση για την τοποθέτηση του ανδριάντα στην αλέα δίπλα στην είσοδο του θερινού θεάτρου στο παραθαλάσσιο πάρκο της πόλης, έγινε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που διοργανώθηκαν τον περασμένο Μάιο στη γενέτειρα του ποιητή για τα 45 χρόνια από τον θάνατό του.
Σύμφωνα με την πρόταση που φέρνει στο φως της δημοσιότητας η βουλγαρική εφημερίδα, ο ανδριάντας θα φιλοτεχνηθεί από Έλληνα γλύπτη, ενώ για τα αποκαλυπτήριά του θα έρθουν συγγενείς και κοντινά πρόσωπα του ποιητή, καθώς και εκπρόσωποι της ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια.
«Τώρα, με τον ανδριάντα του, που θα τοποθετηθεί στην αλέα των διάσημων προσωπικοτήτων που γεννήθηκαν στο Μπουργκάς, ο Βάρναλης θα μείνει για πάντα κοντά στη θάλασσα που τόσο αγάπησε, στη γενέτειρα πόλη του, μια ανάσα απόσταση από την Πέτια Ντουμπάροβα (σ.σ. στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδ. Χαραμάδα, 2008, σε μετάφραση Μάια Γκιόλα-Γκράχοβσκα, συλλογή διηγημάτων της Πέτια Ντουμπάροβα με τίτλο «Κείμενα ενός κοριτσιού»), μια συγκλονιστικά λυρική Βουλγάρα και παγκόσμια ποιήτρια (1962-1979)», αναφέρει σχετικά με την τοποθέτηση του ανδριάντα ο Βασίλης Μιχαλέλης, χημικός μηχανικός και μεταφραστής, μέλος του ελληνοβουλγαρικού Συνδέσμου «Αριστοτέλης-Γέφυρα πολιτισμού».
Έχοντας διαμείνει πολλά χρόνια στην πόλη και γνωρίζοντας πολύ καλά την ιστορία και την πνευματική της ατμόσφαιρα, ο κ. Μιχαλέλης θεωρεί πως τόσα χρόνια ήταν ένα μείον για την πόλη του Μπουργκάς να μην αξιοποιήσει ένα πνευματικό μέγεθος σαν τον Κώστα Βάρναλη.
Το, δε, σπίτι όπου γεννήθηκε ο ποιητής κατεδαφίστηκε στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’70 – ’80 και στη θέση του ανεγέρθηκε ένα κτίριο, στην πρόσοψη του οποίου έχει τοποθετηθεί αναμνηστική πλάκα με την εξής επιγραφή: «Εδώ βρισκόταν το σπίτι όπου γεννήθηκε ο μεγάλος Έλληνας ποιητής κομμουνιστής και αγωνιστής για την ειρήνη Κώστας Βάρναλης (1884-1974)». Για πολλά χρόνια, δε, συζητείται η ιδέα δημιουργίας ενός μουσείου αφιερωμένου στον Κώστα Βάρναλη και μάλιστα, τη δεκαετία του ’70 (σύμφωνα με όσα μας μεταφέρει η κ. Μιχάιλοβα επικαλούμενη τον κ. Μιχαλέλη) με τις τοπικές αρχές του Μπουργκάς, για το θέμα αλληλογραφούσε ο γεννημένος στη Νάξο πρόεδρος της τότε τοπικής οργάνωσης των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων Γ. Δρόσος.
Παράλληλα με τον ανδριάντα, σε λύκειο του Μπουργκάς θα δημιουργηθεί τάξη για την εντατική εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. «Συναντηθήκαμε με τον δήμαρχο Ντιμίταρ Βασίλεβ και την αντιδήμαρχο για θέματα παιδείας Γιορντάνκα Μπένοβα-Ανάνιεβα, και μαζί καταλήξαμε στην απόφαση αυτή. Συζητήσαμε επίσης στην πόλη να υπάρχει σχολή για την εκμάθηση των ελληνικών, η οποία να αποτελεί γέφυρα σύνδεσης των πολιτισμών των δύο χωρών», εξήγησε, μιλώντας στη βουλγαρική εφημερίδα, ο Θωμάς Λαφτσής, πρόεδρος της Δημοκρατικής Οργάνωσης για τη Μόρφωση και τον Πολιτισμό (ΔΟΜΕ) στη Βουλγαρία, η οποία είχε την ευθύνη της διοργάνωσης των εκδηλώσεων.
Μία από τις σημαντικές εκδηλώσεις μνήμης και αναφοράς στο έργο του Κώστα Βάρναλη που διοργανώθηκαν ήταν και το αφιέρωμα με τίτλο «Το φως που καίει: 45 χρόνια από τον θάνατο του Κ. Βάρναλη», που πραγματοποιήθηκε στις 9 Μαΐου, στον χώρο UniArt του Νέου Βουλγάρικου Πανεπιστήμιου της Σόφιας (NBU), σε συνδιοργάνωση με το Γραφείο Τύπου της Ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια και σε συνεργασία με το προπτυχιακό πρόγραμμα «Νεοελληνικών Σπουδών» του Νέου Βουλγάρικου Πανεπιστημίου, την έδρα «Νεοελληνικής Φιλολογίας» του κρατικού πανεπιστήμιου της Σόφιας «Άγιος Κλήμης της Αχρίδας» και τον ελληνοβουλγαρικό σύνδεσμο «Αριστοτέλης – Γέφυρα πολιτισμού».
«Ένας Μαυροθαλασσίτης Έλληνας της διασποράς»
Για τον Κώστα Βάρναλη, τον «Μαυροθαλασσίτη Έλληνα της διασποράς», τη διαμόρφωσή της λογοτεχνικής και ιδεολογικής του ταυτότητας αλλά και την απήχησή του στη βουλγαρική λογοτεχνία μίλησε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η νεοελληνίστρια, αρθρογράφος και μεταφράστρια ελληνικής λογοτεχνίας στα βουλγάρικα, Ζντράβκα Μιχάιλοβα, με τη δική της πολύ σημαντική συμβολή στη διάδοση των ελληνικών Γραμμάτων στη Βουλγαρία.
«Η πνευματική προσωπικότητα του Κ. Βάρναλη ξεπερνάει κατά πολύ τα σύνορα της Ελλάδας. Το γεγονός ότι ο Κ. Βάρναλης κατάγεται από τον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το σημερινό Μπουργκάς της Βουλγαρίας, τον καθιστά θέμα ευρύτερης έλξης για το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μου», εξηγεί η κ. Μιχάιλοβα. «Ο Κώστας Βάρναλης», προσθέτει, «λόγω των λογοτεχνικών αρετών που διακρίνουν το έργο του, αλλά και των ιδεολογικών του καταβολών, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο πολυμεταφρασμένους, πολυδιαβασμένους και αγαπημένους στη Βουλγαρία Έλληνες συγγραφείς και ποιητές».
Πολλά έργα του Κώστα Βάρναλη, όπως «Οι διχτάτορες», «Το ημερολόγιο της Πηνελόπης», «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» και άλλα έχουν κατά κόρον μεταφραστεί τη δεκαετία του ’70 και ’80 του 20ου αι., ενώ η πιο πρόσφατη έκδοση ποιημάτων του, σε μετάφραση του Κωνσταντίνου Μαρίτσα, κυκλοφόρησε το 2018, επισημαίνει η γνωστή Βουλγάρα νεοελληνίστρια.
Σχεδόν όλα τα έργα του μεγάλου Έλληνα ποιητή, σύμφωνα με την κ. Μιχάιλοβα, έχουν αποδώσει στα βουλγάρικα οι καταξιωμένοι μεταφραστές Γκεόργκι Κούφοβ (1923-2003) και Στέφαν Γκέτσεβ (1911-2000). Στα απομνημονεύματα του δεύτερου, με τίτλο «Οι φίλοι μου οι Έλληνες» (δίγλωσση έκδοση βουλγάρικα και ελληνικά, εκδ. «Epsilon», 2008, μτφρ. Φανή Αγγελίεβα, Ζντράβκα Μιχάιλοβα), ο Στ. Γκέτσεβ αναφέρει πως όταν υπηρετούσε στη βουλγάρική διπλωματική αντιπροσωπεία στην Αθήνα κατά την περίοδο 1937-1942 κατάφερε να μεσολαβήσει με τις γερμανικές αρχές της Κατοχής, ώστε ο Βάρναλης να αφεθεί ελεύθερος από τους κατακτητές, οι οποίοι τον είχαν συλλάβει λόγω της κομμουνιστικής του ιδεολογίας και της αντιφασιστικής του δράσης.
«Μετά την απονομή το 1959 του Διεθνούς Βραβείου Λένιν για την Ειρήνη, ανάμεσα στους συνθέτες που μελοποίησαν ποιήματα του Βάρναλη συγκαταλέγεται και ο Βούλγαρος Συμεών Πιρόνκοφ (1927-2000). Ο κάθε Βούλγαρος με ευρείς πνευματικούς ορίζοντες είχε διαβάσει κάποιο κείμενό του. Λόγω, μεταξύ άλλων, και των ιδεολογικών του καταβολών ως μαρξιστή διανοούμενου, ήταν πολυδιαβασμένος στα βουλγαρικά», σημειώνει η κ. Μιχάιλοβα
«Μαυροθαλασσίτης και Θράκας, δημιούργημα της ακμής του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης των παραλίων του Εύξεινου Πόντου, ο Βάρναλης κατεβαίνει στην Αθήνα την ίδια εποχή μαζί με ένα σμήνος λογίων, ποιητών, στοχαστών που διακρίθηκαν για τις νέες ιδέες και το ήθος τους, όπως οι Κ. Παράσχος, Η. Αποστολίδης, Ν. Σαντοριναίος, συνεχίζοντας το έργο μιας παλαιότερης θρακιώτικης γενεάς (των Βιζυηνού, Σκορδέλη κ.ά). Φέροντας ένα νέο εξευρωπαϊσμένο πνεύμα του αστικού διαφωτισμού που το χαρακτηρίζει η εγρήγορση, η μαχητικότητα και ο προοδευτισμός. Στα ενενήντα χρόνια της ζωής που συνδέονται με κρίσιμες περιόδους της ελληνικής και της παγκόσμιας ιστορίας, αναμετρήθηκε με τον αιώνα του μέσα από τον συγγραφικό και δημοσιογραφικό του λόγο. Η πορεία του φωτίζει τους ιδεολογικούς και αισθητικούς προβληματισμούς στην Ελλάδα και στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, παρέχοντας πληθώρα στοιχείων και πληροφοριών για τη νεότερη πολιτική και κοινωνική ιστορία τους», επισημαίνει η κ. Μιχάιλοβα.
«Αρχικά, η παιδεία του Βάρναλη διαμορφώθηκε στην ελληνική παροικία της Βουλγαρίας, όπου το αίτημα της ελληνικότητας επωάζεται μέσα σε διαπαιδαγώγηση με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Στο μέλλοντα συγγραφέα καλλιεργείται από τα παιδικά του χρόνια μία αμφίθυμη σχέση με την πατρίδα, με το μακρινό και αγαπημένο είδωλό και το ένδοξο παρελθόν της. Η διάπλασή του γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα συλλογικής πατριωτικής έξαρσης, όμως η μετέπειτα ιδεολογική του πορεία αποκλίνει ριζικά», προσθέτει η γνωστή νεοελληνίστρια.
Γεννημένος το 1883 στον Πύργο της Βουλγαρίας (Ανατολική Ρωμυλία), ο Κώστας Βάρναλης -επισημαίνει η κ. Μιχάιλοβα- «ήταν φυσικό να γαλουχηθεί με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν το στερνοπαίδι του τσαγκάρη Γιάννη Μπουμπούς, είχε τέσσερα αδέρφια, ορφάνεψε νωρίς από πατέρα και ο μεγαλύτερος αδερφός του ανέλαβε τη διαπαιδαγώγησή του. Η μητέρα του Βάρναλη Ελισάβετ μιλούσε την ατόφια γλώσσα του λαού, από εκεί γαλουχήθηκε με την αγάπη για τη δημοτική. “Ο Παλαμάς μας γοήτευε με τη γλώσσα του”, γράφει ο ίδιος για τα χρόνια που πέρασε στα Ζαρείφια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Ενώ σαν παιδί είχε αντιπαθήσει τα γράμματα, ήθελε να γίνει ραφτόπουλο σαν τον Βιζυηνό· άθελά του ήρθε πρώτος στον διαγωνισμό των Ζαρείφιων Διδασκαλείων. Αργότερα όμως τον κέρδισε η σπουδή του αρχαίου κόσμου. Στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αι. ο ελληνισμός της Βόρειας Βαλκανικής διακατεχόταν από έντονο πατριωτισμό, έντονη αρχαιολατρεία και έντονη αγάπη για την καθαρεύουσα. Αυτή την τριάδα διδάχθηκε και ο Κ. Βάρναλης στα Ζαρείφεια Διδασκαλεία».
Ο Μακεδονικός αγώνας βρίσκει επίσης απήχηση στα απομνημονεύματα του Βάρναλη, ο οποίος περιγράφει τον αντίκτυπο στη Βουλγαρία των γεγονότων της εποχής εκείνης. «Νηφάλια και αντικειμενική είναι η αποτίμηση του Βάρναλη της γενέτειράς του Βουλγαρίας και των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων. Στα “Φιλολογικά απομνημονεύματά” του υπάρχουν αναφορές σε δύσκολες σελίδες της ιστορίας της Βουλγαρίας και της Ελλάδας των αρχών του 20ου αιώνα, για τη διερεύνηση των οποίων χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις ιστορικού, ωστόσο ρίχνουν φως και σε μία φιλολογική μελέτη σχετικά με το κλίμα στο οποίο διαπλάστηκε η ελληνική παιδεία του Βάρναλη και την ικανότητά του αποστασιοποίησης από τα γεγονότα αυτά στα μεταγενέστερα χρόνια. Η πένα του έχει περιγράψει ισορροπημένα τόσο την έξαρση της προγονολατρείας και του μεγαλοϊδεατισμού που κυριαρχούσαν στην ελληνική παροικία, όσο και τον ρεβανσισμό των Βουλγάρων, ιχνηλατώντας τη δυναμική που οδήγησε στη σταδιακή εμφάνιση των εθνικισμών στα Βαλκάνια, διαδικασία από την οποία προέκυψαν τα σύγχρονα εθνικά κράτη», τονίζει η κ. Μιχάιλοβα.
Για τον δε κοινωνικό ιστό της ελληνικής παροικίας στη γενέτειρά του, ο Βάρναλης -σύμφωνα πάντα με την ίδια- γράφει στα απομνημονεύματά του πως δύο ήταν οι προσωπικότητες που «κυριαρχούσαν με τη λάμψη του αξιώματός τους στον ελληνικό πληθυσμό του Πύργου», π πρόξενος και ο δεσπότης: «ο ένας αντιπρόσωπος της μεγάλης πατρίδας, ο άλλος αρχηγός της ορθοδοξίας ήταν ο νους και η ψυχή των “αλύτρωτων αδελφών”». «Θυμάμαι -γράφει ο Βάρναλης- τους διάφορους προξένους, που υπηρετήσανε στον Πύργο από τότες, που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο ίσαμε τότες, πού άφησα για πάντα τη “γενέτειρά μου, στα 1906″».
Ενθυμούμενος τους Έλληνες προξένους, ο Βάρναλης, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η κ. Μιχάιλοβα, αναφέρεται και στο πρόσωπο του Ίωνα Δραγούμη: «… λεπτός και λυγερός με την αγέρωχη γριπή του μύτη, με το μονόκλ και τα κόκκινα φιλήδονα χείλη του, σχεδόν παιδί». Ο Δραγούμης έρχεται στον Πύργο το καλοκαίρι του 1904: «Η φήμη είχε «προτρέξει», πώς ήτανε δημοτικιστής και έγραφε ωραίους στίχους, ωραία πρόζα στη γλώσσα του λαού… Τόνε βρήκα στο γραφείο πίσω από ένα σωρό βιβλία. Μιλήσαμε …και για το γλωσσικό».
Μετά την έλευσή του στην Ελλάδα για ανώτατες σπουδές με υποτροφία της ελληνικής κοινότητας της Βάρνας και την υποστήριξη του δεσπότη της Αγχιάλου ο Βάρναλης, όπως αναφέρει η κ. Μιχάιλοβα, «δοκιμάζει μία απογοήτευση, οφειλούμενη στη σύγκρουση του μύθου του αρχαίου κλέους με την πραγματικότητα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Όταν πρωτοήλθε στην Αθήνα για φιλολογικές σπουδές οι γλωσσικοί αγώνες ήταν σε πολεμική έξαψη, το γλωσσικό ήταν το οξύτατο εθνικό θέμα και ο κάθε πνευματικός άνθρωπος βρισκόταν μπροστά στο γλωσσικό δίστρατο3 , καθώς η πολεμική αυτή αφορούσε όχι μόνο τη γλώσσα, αλλά και τις ιδεολογικές διαστάσεις της ελληνικότητας, δηλαδή τις σχέσεις με την κλασική αρχαιότητα που αποδίδονται από τον καιρό των Διαφωτιστών στους σύγχρονους Έλληνες. Και το πρόβλημα άπτεται της οικοδόμησης του έθνους και της διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας. Μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, η σχετική ομοιομορφία της δημοτικιστικής στάσης έναντι της αρχαιότητας παρουσίασε τις πρώτες βαθιές ρωγμές. Οι παλαιότεροι, με επικεφαλής τον Παλαμά, συνέχισαν να θεωρούν το αρχαίο παρελθόν ως ζωοποιό σύμβολο στην υπηρεσία του παρόντος. Για τους νεότερους δημοτικιστές όμως, μεταξύ των οποίων και ο Βάρναλης, η αρχαία παράδοση έμελλε να λειτουργήσει, στην αρχή τουλάχιστον, ως ανεξάρτητο, αυτόνομο σύμβολο του ωραίου και της ζωικής ενέργειας».
Αργότερα, όσο βρισκόταν με υποτροφία στο Παρίσι (1919) τα μηνύματα της Ρωσικής Επανάστασης είχαν μεγάλη απήχηση στον Βάρναλη. Εκεί, μέσα σε μία πυρετώδη ατμόσφαιρα ιδεολογικών και καλλιτεχνικών ζυμώσεων, η ανάγκη για ανανέωση της ποιητικής του πρακτικής γίνεται επιτακτική. Στον Μεσοπόλεμο ο Βάρναλης ως στρατευμένος πλέον δημιουργός ασπάζεται τα ιδεώδη της αριστεράς και της αταξικής κοινωνίας. Ασπάζεται τον μαρξισμό, ο οποίος από’ δώ και πέρα θα διαμορφώσει την κοσμοθεωρία του και θα επηρεάσει την αισθητική του. Παράλληλα, είχε συνταραχθεί βαθιά από τα φοβερά γεγονότα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με τις χιλιάδες των αθώων θυμάτων. Αυτό τον εξώθησε να αντιδράσει και ως δημιουργός. Ξεκινώντας από την αρχή “όλες οι τέχνες πολιτεύονται”, θέτει ως στόχο την αποκάλυψη της “αλήθειας”, επιδιώκει να συμφιλιώσει την αισθητική με την ιδεολογία».
Ο Κώστας Βάρναλης «χρησιμοποιεί στο έργο του πληθώρα θεμάτων, μοτίβων και συμβόλων (μυθικών και ιστορικών) που προέρχονται από την αρχαιότητα. Οι ιστορικοί αναχρονισμοί δίνουν, κατά την άποψή του, μια “αίσθηση διαχρονικότητας” στα γεγονότα. Γι’ αυτό επιλέγει μια ιστορική εποχή, η οποία παρουσιάζει αντιστοιχίες με τη σημερινή, όσον αφορά τα μηνύματά της. Ειδικότερα, μετατοπίζει τη σύγχρονη εποχή στην αρχαιότητα, δίνοντας το σύγχρονο μήνυμα κάτω από τον αρχαϊκό μύθο», υπογραμμίζει η κ. Μιχάιλοβα, επισημαίνοντας πως «στο εγχείρημά του αυτό, ο Βάρναλης διαθέτει ένα σημαντικό εφόδιο, τη βαθιά του αρχαιογνωσία».
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βάρναλη, επισημαίνει η ίδια, «είναι η παρουσίαση της σύγχρονης κοινωνίας σε μεταμφίεση, ο παραλληλισμός των εποχών που οδηγεί στη συναίρεση του χρόνου. Διαπιστώνουμε στα έργα του τον παραλληλισμό με πρόσωπα και γεγονότα της αρχαιοελληνικής ιστορίας και μυθολογίας, συσχέτιση κοινωνικών και ιστορικών γεγονότων της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας με τα αρχαία αρχέτυπά τους. Η ιστορικοποίηση των γεγονότων που επιχειρεί οφείλεται κυρίως στην πολιτικοποίηση και στη στράτευσή του. Ανασυνθέτει πραγματικά ιστορικά πρόσωπα (“Διχτάτορες”), που παρουσιάζουν ιστορικές αναλογίες με αντίστοιχα του παρόντος. Διασύρει και στηλιτεύει τους θεσμούς και τις αξίες των “κυριάρχων” και προχωρεί στην αποκάλυψη της υποκρισίας, της ψευτιάς, της σαπίλας, της απανθρωπιάς, της ιδεολογίας των δυνατών, προβάλλει κυρίως τις αρνητικές καταστάσεις της ιστορίας, επιδιώκοντας να ενεργοποιήσει την κριτική σκέψη του αναγνώστη».
Σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωσή της λογοτεχνικής και ιδεολογικής ταυτότητας του Κώστα Βάρναλη, η νεοελληνίστρια, αρθρογράφος και μεταφράστρια ελληνικής λογοτεχνίας στα βουλγάρικα, Ζντράβκα Μιχάιλοβα επισημαίνει -μεταξύ άλλων- τα εξής: «Η χρήση της αρχαίας παράδοσης και της μυθοπλασίας μετεξελίσσεται στη μεταγενέστερη δημιουργία του σαν αποτέλεσμα της ιδεολογικής και αισθητικής του μετακίνησης προς τον χώρο του μαρξισμού και της στράτευσης. Στην ποιητική του ωριμότητα ο Βάρναλης σπεύδει να απομακρυνθεί από την λατρεία του για τον κλασικισμό και από τη βεβαιότητα της χριστιανορθόδοξης πίστης για να υπηρετήσει ένα νέο ιδανικό, το ιδανικό της ανάδειξης της επαναστατημένης συλλογικότητας. Στην καρδιά της προβληματικής του τώρα τοποθετούνται οι ανθρωποκεντρικές αξίες: η συστράτευση για την προστασία του ανθρώπου από τον πόλεμο, την αδικία, τον μαζικό ή τον ατομικό εξευτελισμό. Ο Μαυροθαλασσίτης Βάρναλης, ταπεινής καταγωγής, εγκαθίσταται στην Αθήνα το 1902, φέροντας ένα νέο πνεύμα που το χαρακτηρίζουν η εγρήγορση, η ανοιχτοσύνη και ο προοδευτισμός. Αναμφισβήτητη είναι η συμβολή του στη συγκρότηση της πνευματικής ατμόσφαιρας του νεοελληνικού κράτους, ως δημιουργού και ένθερμου οπαδού της δημοτικής, με τη μαχόμενη δημοσιογραφία του, με τις επιφυλλίδες και τα χρονογραφήματά του, που αναβάθμισαν δραστικά τον ελληνικό δημοσιογραφικό λόγο, καθώς και ως προσωπικότητα με έργο ευρείας κοινωνικής απήχησης».