Του Γιώργου Νικολαΐδη – ψυχίατρου διευθυντή της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού
Όταν μιλάμε για τη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών για ποια κλίμακα του φαινομένου μιλάμε και στην Ελλάδα και διεθνώς;
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει εδώ και αρκετά χρόνια διοργανώσει μια πανευρωπαϊκή καμπάνια που την έχει ονομάσει «1 προς 5», γιατί μετά από ανασκόπηση των δεδομένων που βρίσκουμε στη σχετική βιβλιογραφία φαίνεται ότι στην Ευρώπη 1 στα 5 παιδιά, κατά τη διαδρομή της παιδικής του ηλικίας, θα βρεθεί να είναι θύμα κάποιου είδους σεξουαλικής θυματοποίησης. Αντίστοιχα, είναι τα στοιχεία που έχουμε βάσει ερευνών στον γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα. Περίπου 1 στα 6 παιδιά έβγαινε να έχει κάποια εμπειρία σεξουαλικής θυματοποίησης σε μια προηγούμενη έρευνα που είχαμε κάνει ως Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.
Στο ίδιο πλαίσιο –και αυτό νομίζω ότι είναι πιο σημαντικό– περίπου 7,6% των παιδιών μάς είχε αναφέρει ότι είχε μια εμπειρία ανεπιθύμητης έκθεσης σε σεξουαλική βία ή θυματοποίηση που είχε και σωματική επαφή. Δεν ήταν απλώς έκθεση σε πορνογραφικό υλικό, παρενόχληση στο Διαδίκτυο, ή να σε παίρνουν φωτογραφία στα αποδυτήρια στη γυμναστική και να την ανεβάζουν π.χ. στο Facebook, ήταν ανεπιθύμητη εμπειρία σώμα με σώμα. Γύρω στο 2%-3% των παιδιών μάς ανέφερε μια εμπειρία απόπειρας βιασμού, δηλαδή ανεπιθύμητου σεξ ή βιασμού.
Μπορεί να ακούγονται μικρά αυτά τα νούμερα, αλλά, για παράδειγμα, ακόμη και το 3% μπορεί να σημαίνει γύρω στο 1 στα 30 παιδιά. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε 30 παιδιά στον ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό μας κύκλο. Δεν μας περνάει από το μυαλό ότι ένα από αυτά ήταν θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού.
Αυτό το υπογραμμίζω όποτε κάνουμε σεμινάρια που απευθύνονται σε ανθρώπους που προέρχονται από τον χώρο της εκπαίδευσης. Όταν ένας εκπαιδευτικός μπαίνει σε μία τάξη πρέπει να έχει κατά νου ότι μιλάει σε μία τάξη στην οποία υπάρχει κατά πάσα πιθανότητα ένα παιδί το οποίο είτε έχει υπάρξει, είτε θα υπάρξει στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. Αυτό αλλάζει λίγο το πώς σκεφτόμαστε αυτά τα γκρίζα νούμερα.
Η επίγνωση του συστήματος είναι πάρα πολύ μικρή. Αυτά που σας λέω για την Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα ερευνητικής δουλειάς πεδίου που έγινε σε μια έρευνα με αντιπροσωπευτικό δείγμα 11, 13 και 16 παιδιών, συνολικά 15.000 σε όλη την Ελλάδα, με τυχαιοποιημένο τρόπο. Την ίδια εποχή, για τις ίδιες ηλικίες και τις ίδιες γεωγραφικές περιοχές που είχε βγάλει η δειγματοληψία, πήγαμε σε όλους τους φορείς που δυνητικά θα μπορούσαν να πάρουν μια αναφορά για ένα τέτοιο κρούσμα: την αστυνομία, τις εισαγγελίες, τις κοινωνικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας, ακόμη και τις υπηρεσίες εκπαίδευσης, τους συμβουλευτικούς σταθμούς νέων και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Όλοι μαζί για το ίδιο χρονικό διάστημα και τις ίδιες ηλικίες και περιοχές είχαν αναφορές που αντιστοιχούσαν στο 0,07% του παιδικού πληθυσμού. Δείτε τη σύγκριση: 16% (έκθεση σε σεξουαλική βία γενικά) ή 7,6% (έκθεση σε σεξουαλική βία με σωματική επαφή) ή ακόμα και 3% (απόπειρα βιασμού ή βιασμός) με 0,07% που γίνεται τελικά γνωστό. Το χάσμα είναι τεράστιο.
Η έκταση του προβλήματος είναι μεγάλη και ακόμη και εάν δεχτούμε ότι τα περιστατικά που περιλαμβάνουν σωματική επαφή, τα πιο βαριά, είναι συνήθως πιο σπάνια, ξέρουμε ότι μερικά πράγματα, όπως η έκθεση γυμνών φωτογραφιών στο Διαδίκτυο μπορεί αφενός να προανακρούει μια σωματική επαφή θυματοποίησης, όπως στην περίπτωση του grooming μέσω του Διαδικτύου ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφετέρου μπορεί να είναι ένα γεγονός πολύ τραυματικό ψυχικά για ένα παιδί και να οδηγήσει σε πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις. Οπότε ας μη θεωρούμε ότι και τα υπόλοιπα, πλην της φυσική επαφής, δεν είναι σημαντικά.
Υπάρχει αυξητική τάση ως προς αυτά τα φαινόμενα;
Δεν φαίνεται να υπάρχει μια μεταβολή στη συχνότητα της σεξουαλικής κακοποίησης – σε αντιδιαστολή με τη σωματική ή την ψυχολογική κακοποίηση ή την παραμέληση, που αποτελούν κυρίως κοινωνικά φαινόμενα και επηρεάζονται περισσότερο από προσδιοριστές της κοινωνικής παθολογίας. Η σεξουαλική κακοποίηση φαίνεται να είναι οικουμενικό φαινόμενο. Υπάρχει σε όλες τις γνωστές ανθρώπινες κοινωνίες, πάνω κάτω με ίδιες συχνότητες, χωρίς μεγάλες μεταβολές ακόμη και ανάμεσα στις ηπείρους. Δεν φαίνεται να μεταβάλλεται ουσιωδώς με τον χρόνο. Δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε αστικές, αγροτικές και ημιαστικές περιοχές, κάτι που επίσης μπορώ να σας το πω και για την Ελλάδα. Αν υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στις αστικές και τις αγροτικές περιοχές αυτή αφορά μόνο το πότε εκτίθενται και θυματοποιούνται τα παιδιά, κάτι που έχει να κάνει περισσότερο με τις ευκαιρίες που δίνονται, με τις επαφές που έχουν με περισσότερο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι στις αγροτικές περιοχές για τα μικρά παιδιά έχουμε λίγο, αλλά όχι στατιστικά σημαντική, μικρότερη συχνότητα, που μόλις προχωράμε προς την εφηβεία όχι μόνο εξαφανίζεται, αλλά σε εκείνες τις ηλικίες έχουμε και λίγο μεγαλύτερη συχνότητα στις περιοχές που προανέφερα απ’ ό,τι στις αστικές, οπότε πάνω κάτω είναι ίδια αθροιστικά η έκθεση. Επίσης, είναι ίδια στα διάφορα κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Αφορά μορφωμένους, αμόρφωτους, πλούσιους, φτωχούς, όλους τους πληθυσμούς και τις υποομάδες του πληθυσμού και τις κοινωνικές κατηγορίες. Και γι’ αυτό μια πεποίθηση που υπάρχει στην ελληνική δημόσια συζήτηση, όπως και σε κάποιες άλλες χώρες, ότι δηλαδή η κοινωνία έχει κατά κάποιον τρόπο διαστραφεί και έχουμε γεμίσει παιδόφιλους, δεν στέκει. Αυτό που γίνεται και έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι έχουμε γεμίσει παιδόφιλους είναι ότι ένα μικρό ποσοστό θυμάτων παίρνει το θάρρος και βγαίνει και μιλάει• γι’ αυτό γίνονται γνωστά περισσότερα περιστατικά. Πιθανώς η συχνότητα ήταν η ίδια και στην Ελλάδα και αλλού τα παλαιότερα χρόνια, αλλά οι άνθρωποι αυτοί έπαιρναν το μυστικό στον τάφο τους και δεν το μαθαίναμε ποτέ. Είναι συνεπώς ψευδής η αίσθηση ότι ξαφνικά γεμίσαμε παιδόφιλους. Το μόνο κομμάτι της συχνότητας της σεξουαλικής θυματοποίησης των παιδιών που επηρεάζεται από παράγοντες κινδύνου της κοινωνικής παθολογίας και άρα μεταβάλλεται συν τω χρόνω είναι αυτό που αναφέρεται σε θύματα που συνήθως ονομάζονται «πολυθυματοποιημένα παιδιά», τα παιδιά δηλαδή που κατά τη διαδρομή της παιδικής τους ηλικίας θα υποστούν διαφορετικής μορφής και πολλαπλή θυματοποίηση: ένα τέτοιο παιδί θα παραμεληθεί ως βρέφος, θα κακοποιηθεί σωματικά, θα κακοποιηθεί ψυχικά. Αυτό το παιδί κάποια στιγμή θα συναντήσει και τη σεξουαλική βία στη ζωή του, ως αποτέλεσμα ελλιπούς φροντίδας και επίβλεψης. Αυτό το κομμάτι όντως μεταβάλλεται με τον χρόνο και τις κοινωνικές συνθήκες, αλλά αυτό είναι ένα μικρό κομμάτι της σεξουαλικής βίας.
Περίπου 85% των περιπτώσεων σεξουαλικής βίας στα παιδιά γίνεται σε αυτό που λέγεται «κύκλος εμπιστοσύνης» του παιδιού, είτε δηλαδή από την πυρηνική οικογένεια, τους γονείς, είτε το στενό συγγενικό περιβάλλον, ή ανθρώπους πολύ κοντινούς που η οικογένεια φέρνει σε επαφή με το παιδί. Αυτό που μας έλεγαν οι μανάδες μας για χρόνια, «να προσέχουμε τον κύριο με τις καραμελίτσες που τη στήνει έξω από το σχολείο», δεν ευσταθεί γιατί δεν υπάρχει συνήθως αυτός ο κύριος έξω από τα σχολεία. Ο κύριος αυτός σε μεγάλο βαθμό είναι ήδη μέσα στην οικογένεια ή πολύ κοντά σε αυτήν. Και αυτή είναι η δυσκολία στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Πλέον έχουμε στην Ελλάδα καλύτερη εικόνα της πραγματικότητας;
Σίγουρα έχουμε καλύτερη κατάσταση στη δημόσια συζήτηση, γιατί συζητιούνται περιστατικά που καταγγέλλονται, έστω αυτό το 0,07% που σχολιάσαμε προηγουμένως. Γιατί πλέον τα περιστατικά γίνονται γνωστά, ενώ παλαιότερα στην «αγνή ελληνική ύπαιθρο» περιστατικά συνέβαιναν επίσης, αλλά τα ήξεραν μόνο ο δράστης και το θύμα.
Μπορεί όμως να ξεδιπλωθεί μια στρατηγική πρόληψης;
Μπορούν να υπάρξουν αποτελεσματικά μέτρα πρόληψης. Υπάρχει μια συζήτηση σε χώρες του αγγλοσαξονικού κόσμου, επειδή ορισμένοι ερευνητές στο πεδίο ανακοίνωσαν ότι βρίσκουν πτωτικούς ρυθμούς στα περιστατικά και αυτό το αποδίδουν στην εφαρμογή κάποιων συνεκτικών στρατηγικών πρόληψης, σχετικά με το κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή είναι ερευνητικά εσφαλμένο.
Γενικά, βέβαια, το ότι υπάρχουν πολιτικές που μπορεί να είναι αποτελεσματικές το ξέρουμε και είναι τεκμηριωμένο και όσον αφορά την πρόληψη, η οποία σαφώς είναι προτιμότερη και πολύ πιο αποτελεσματική από τη θεραπεία και την αντιμετώπιση των κρουσμάτων άπαξ και εκδηλωθούν.
Ο βασικότερος πυλώνας της πρόληψης είναι η ενημέρωση των ίδιων των παιδιών. Η εισαγωγή τους στη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση όσο το δυνατόν νωρίτερα, προφανώς με υλικό που να είναι έτσι διαμορφωμένο σε γλώσσα κατάλληλη για τα παιδιά κάθε ηλικίας. Άλλωστε, επειδή οι νεότερες γενιές χειρίζονται πολύ καλύτερα τη νέα τεχνολογία από τις παλαιότερες και αυτό δεν φαίνεται να αλλάζει έτσι όπως αλλάζει αλματωδώς η τεχνολογία, τα παιδιά ξέρουν τα πάντα από πάρα πολύ νωρίς. Αυτή η αναστολή που υπήρχε παλαιότερα, ότι με το να μιλήσεις στα παιδιά για το σεξ θα τα εκθέσεις σε πράγματα τα οποία δεν ξέρουν στην εποχή μας, είναι πάρα πολύ αμφιβόλου υποστάσεως. Αυτό που λείπει δεν είναι το να ξέρουν διάφορα πράγματα, είναι το να έχουν μια συγκροτημένη και αξιόπιστη πηγή που να τους μιλήσει γι’ αυτά τα θέματα. Κυρίως, να τους μιλήσει για τα δικαιώματά τους στο σώμα τους, το δικαίωμά τους να αρνούνται πράγματα εάν δεν τα θέλουν, και το δικαίωμά τους και τη δυνατότητά τους να καταγγέλλουν και να ζητούν βοήθεια από ενήλικες εμπιστοσύνης που να είναι σημεία αναφοράς.
Αυτό είναι το θέμα – δεν είναι το εάν θα πονηρέψουμε τα παιδιά επειδή θα τους πούμε πράγματα που δεν ξέρουν.
Οποιοιδήποτε έχουν εμπλακεί σε τέτοια προγράμματα προαγωγής υγείας, ακόμη και στα Δημοτικά, εκπλήσσονται όλοι από το πόσα ήδη ξέρουν τα παιδιά.
Ένας βασικός πυλώνας επομένως είναι η ενημέρωση των παιδιών και η αγωγή υγείας.
Ένας δεύτερος είναι η εφαρμογή ορισμένων πολιτικών και μέτρων που έχουν αποδώσει σε ορισμένες χώρες, όπως η δημιουργία ειδικών μητρώων για καταδικασμένους για αδικήματα σεξουαλικής θυματοποίησης παιδιών, το οποίο να είναι προϋπόθεση για όλους τους επαγγελματίες που δουλεύουν και έρχονται καθημερινά σε επαφή με παιδιά. Αυτό που προβλέπεται και στη συνθήκη του Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, της επιτροπής που έχει την ευθύνη της εφαρμογής της και της οποίας έχω την τιμή να προεδρεύω αυτή τη χρονιά.
Αυτό προφανώς είναι αυτονόητο. Δεν νομίζω ότι κανένας θα ήθελε να στείλει το παιδί του σε έναν παιδικό σταθμό, σε ένα σχολείο, σε ένα γυμναστήριο, σε ένα χοροδιδασκαλείο όπου αυτός που διδάσκει, ή ο οδηγός του λεωφορείου, ή οι άνθρωποι που έρχονται σε καθημερινή επαφή με το παιδί να έχουν καταδίκες για σεξουαλική παραβίαση παιδιών. Ήταν οδυνηρό όταν σε διάφορες χώρες ξέσπασαν περιστατικά σεξουαλικής παραβίασης παιδιών που έγιναν γνωστά από επαγγελματίες που είχαν καθημερινή επαφή με παιδιά και έγινε γνωστό ότι οι ίδιοι άνθρωποι είχαν στο παρελθόν καταδίκες γι’ αυτού του είδους τα αδικήματα.
Θέλω να σας θυμίσω ότι και στην Ελλάδα η μεγαλύτερη μέχρι τώρα υπόθεση σεξουαλικής παραβίασης παιδιών έλαβε χώρα στην πόλη του Ρεθύμνου, έγινε γνωστή το 2011 και δράστης ήταν ένας εκπαιδευτικός και προπονητής μιας αθλητικής ομάδας για αγόρια, παιδιά και εφήβους. Φυσικά, οι άνθρωποι που έχουν αυτού του είδους τον σεξουαλικό προσανατολισμό επιδιώκουν συνήθως να έρχονται σε επαγγελματικές θέσεις που τους φέρνουν σε θέσεις ευθύνης, εμπιστοσύνης και δύναμης απέναντι σε παιδικούς πληθυσμούς.
Το τρίτο στοιχείο ως προς την πρόληψη είναι να υπάρχουν συντεταγμένες διαδικασίες ως προς την ανίχνευση. Αυτό αφορά συγκεκριμένους τρόπους για το τι κάνουν οι επαγγελματίες εάν γίνουν δέκτες μιας τέτοιας αναφοράς, κυρίως σε μηχανισμούς όπου πάνε όλα τα παιδιά του κόσμου, δηλαδή το σχολείο ή η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Γιατί αυτοί είναι βασικοί μηχανισμοί στους οποίους θα πάνε περίπου όλα τα παιδιά στις ανεπτυγμένες τουλάχιστον κοινωνίες. Πρέπει επομένως να ξέρουν οι επαγγελματίες που εργάζονται σε αυτά τι να κάνουν εάν δουν κάτι που τους υποψιάζει ή εάν πάει ένα παιδί να τους καταγγείλει κάτι, έτσι ώστε να υπάρξει έγκαιρα μια αξιοποίηση της αναφοράς.
Γιατί και πάλι σε διάφορες τραγικές περιστάσεις διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν αναφορές από πριν, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν εγκαίρως.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια τα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών να επεκταθούν και σε φορείς όχι του κλασικού δημόσιου τομέα, σε φορείς, αν το λέγαμε θεωρητικά, του κράτους με την ευρύτερη δυνατή έννοια, έτσι ώστε να επεκταθούν και σε ιδιωτικούς φορείς ή συλλογικότητες, όπως είναι τα αθλητικά σωματεία, οι εκκλησίες και τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, προκειμένου να υπάρχει μια ολόπλευρη προστασία των παιδιών. Αυτά τα μέτρα είναι το βασικότερο που πρέπει μια χώρα να αρχίσει να κάνει.
Επιπρόσθετα, σημαντικό είναι στις περιπτώσεις που εκδηλώνεται και καταγγέλλεται ένα κρούσμα να προστατευτεί το παιδί από αυτό που λέγεται δευτερογενής θυματοποίηση. Γιατί είχε παρατηρηθεί ότι άπαξ και υπήρχε μια καταγγελία, πολύ συχνά η εξέλιξη των ανακριτικών προδικαστικών διαδικασιών οδηγούσε στο να υφίσταται το παιδί δευτερογενείς ψυχικούς επανατραυματισμούς ξανά και ξανά. Αυτοί μπορούσαν να πάρουν είτε τη μορφή συγκεκριμένων δικαστικών μέτρων που στο τέλος ήταν εις βάρος του παιδιού και όχι εις βάρος του φερόμενου ως δράστη. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ότι μέχρι τη συνθήκη του Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, εάν υπήρχε μια τέτοια καταγγελία και για παράδειγμα δράστης ήταν ο πατέρας του παιδιού, η δικαστική εντολή που μπορούσε να βγει από τις ανακριτικές αρχές ήταν να απομακρυνθεί το παιδί από το περιβάλλον όπου ζούσε μαζί με τον δράστη και όχι το αντίστροφο. Η συνθήκη του Lanzarote επιβάλλει να κινηθούμε με αντίστροφο τρόπο, δηλαδή να απομακρυνθεί ο δράστης από το σπίτι όπου συζούσε με το θύμα. Γιατί το να απομακρυνθεί το παιδί για την ασφάλειά του σήμαινε ότι θα έχανε τους φίλους του, το σχολείο του, τη γειτονιά του, τον οικείο και γνώριμο χώρο του σπιτιού του, άρα στην πραγματικότητα περνάμε στο παιδί το μήνυμα «αν μιλήσεις θα το πληρώσεις», ενώ κανονικά θα έπρεπε να πληρώνει ο δράστης – όχι το θύμα.
Ένα δεύτερο πράγμα είναι η ανάπτυξη μιας σειράς κοινωνικών τεχνολογιών που συνήθως αναφέρονται ως φιλικές προς το παιδί υπηρεσίες και πιο συγκεκριμένα φιλική προς το παιδί Δικαιοσύνη. Είχε παρατηρηθεί ότι όπως είναι οργανωμένες οι διάφορες υπηρεσίες και με δεδομένο το ότι στις περιπτώσεις αυτές η απάντηση περιλαμβάνει την κινητοποίηση πολλών επαγγελματιών διαφορετικών τομέων, όπως είναι η Δικαιοσύνη, η αστυνομία, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι υπηρεσίες υγείας, συχνά το παιδί τραβολογιόταν σε διάφορους φορείς και υπηρεσίες για να μπορέσει να εξελιχθεί η υπόθεσή του.
Γι’ αυτό σε διάφορες αγγλοσαξονικές χώρες αλλά και αλλού αναπτύχθηκαν ειδικές πρακτικές ώστε το παιδί να δίνει μόνο μία κατάθεση, κατά το δυνατόν, που να είναι και η μοναδική επαφή του με το όλο σύστημα της προανακριτικής και ανακριτικής διερεύνησης και μετά να κάνει θεραπεία ή να συνεχίζει τη ζωή του, να ξαναβρίσκει τον βηματισμό του.
Ποια ακριβώς είναι η κατάσταση στην Ελλάδα ως προς τα θέματα αυτά;
Στην Ελλάδα, επειδή δεν έχουμε ανάλογες δομές, μια παλαιότερη έρευνα έλεγε ότι σε περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης το παιδί θα κληθεί να μιλήσει, να αφηγηθεί την ιστορία, που είναι μια πολύ τραυματική εμπειρία, ενώπιον υπηρεσιών κατά μέσο όσο 14 φορές. Υπάρχουν και χειρότερα. Εγώ ξέρω περιστατικά που έχουν υποβληθεί σε 27-28 πραγματογνωμοσύνες. Ξέρω περίπτωση όπου ένα παιδί μίλησε για αυτό που του συνέβαινε το 2002 και η υπόθεση τελεσιδίκησε το 2013.
Το μήνυμα που δίνει έτσι η κοινωνία στο παιδί-θύμα που παίρνει το θάρρος να μιλήσει είναι πολύ αρνητικό και τραγικό συνάμα για το ίδιο το παιδί. Η σύγχρονη αντίληψη είναι ότι όλα αυτά πρέπει να ενοποιηθούν και μάλιστα όχι με βάση τις σκοπιμότητες των ενηλίκων που δουλεύουμε σε αυτές τις υπηρεσίες αλλά τις ανάγκες του παιδιού.
Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε τέτοιες δομές, και δεν θα μιλήσω για την πρώτη στο είδος στην Ευρώπη τέτοια δομή στο Ρέικιαβικ, που γιορτάζει τα 20 της χρόνια, θα αναφερθώ στη δεύτερη που στήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο, είναι πολυβραβευμένη και λειτουργεί από το 2003 στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας. Υπάρχουν πολλές τέτοιες δομές στην Ευρώπη και όχι μόνο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι λειτουργούν περίπου 15 στην Τουρκία του ισλαμιστή Ερντογάν, ενώ στην Ελλάδα ακόμη καμία.
Πέρσι το καλοκαίρι, έναν χρόνο περίπου πριν το ελληνικό κοινοβούλιο ψηφίσει, ενσωματώνοντας την κοινοτική οδηγία για τα θύματα, κάποιες πρόνοιες για να φτιαχτεί και στην Ελλάδα ένα τέτοιο «Σπίτι του Παιδιού», όπως το επονομάζει, μεταφράζοντας τον σχετικό σκανδιναβικό όρο Barnahus για αυτού του είδους τις δομές, μόνο που η πρόνοια αυτή, έτσι όπως έγινε, ανέθεσε το έργο αυτό σε μια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, την Υπηρεσία Επιμέλειας Ανηλίκων και Κοινωνικής Φροντίδας που δεν είχε καμία σχέση μέχρι τώρα με την παροχή υπηρεσιών σε παιδιά-θύματα βίας. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί το ανέθεσαν σε αυτή την υπηρεσία, όταν ακόμη και ο ίδιος ο Σύλλογος των Επιμελητών είπε ότι κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να γίνει. Το χειρότερο είναι ότι έκαναν όλη αυτή τη νομοθετική ρύθμιση χωρίς να περιορίσουν καθόλου τη δυνατότητα όλων των άλλων εμπλεκόμενων φορέων (της αστυνομίας, των εισαγγελέων, των κοινωνικών υπηρεσιών, των πραγματογνωμόνων) να καλούν το παιδί και να του παίρνουν καταθέσεις.
Εδώ κινδυνεύουμε, σε αυτή την ελληνική πρωτοτυπία του πώς κάνουμε τα πράγματα, αντί τις 14 κατά μέσο όρο φορές να τις κάνουμε μία, στις 14 να προσθέσουμε άλλη μία, πράγμα το οποίο είναι το ακριβώς αντίθετο από την πρόθεση αυτής της θεσμικής καινοτομίας.
—
*Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, διευθυντής της Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και επιστημονικός υπεύθυνος στο Κέντρο Ημέρας του Συλλόγου «Το Χαμόγελο του Παιδιού» για ανήλικους-θύματα κάθε μορφής βίας, εξελέγη πρόσφατα πρόεδρος στην Επιτροπή Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποτελεί επιτελικό και εποπτικό όργανο για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική θυματοποίηση και εκμετάλλευση. Το UNFOLLOW μίλησε μαζί του για τις διαστάσεις του προβλήματος στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
(Πηγή: unfollow.com.gr)