Της Κυριακής Τσολάκη
Ολόκληρες γενιές αναγνωστών μεγάλωσαν με τα βιβλία της και της έκαναν δώρο την αφοσίωσή τους. Το αντίδωρο σ’ αυτούς αλλά και στους νεότερους από την αειθαλή Άλκη Ζέη είναι τώρα ένα ταξίδι στη δική της ζωή.
Η Άλκη Ζέη έχει έναν μυητικό ρόλο για πολλούς, που μπήκαν για πρώτη φορά στον κόσμο της λογοτεχνίας μέσα απ’ το “Καπλάνι της βιτρίνας” ή άλλες ιστορίες της. Με απλή γραφή που ρέει η συγγραφέας των παιδικών μας χρόνων, έχοντας εμπειρίες που θα μπορούσαν ίσως να γεμίσουν πολλές σελίδες, εκκινούσε στα βιβλία της από δικά της αυτοβιογραφικά στοιχεία, συνδυάζοντάς τα όμως πάντα με μυθοπλασία.
Τώρα, για πρώτη φορά, επιχειρεί να εξιστορήσει “το παραμύθι της ζωής της”. Επικεντρωμένη σε δύσκολες εποχές για την Ελλάδα, όπως τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, της Κατοχής και της μετακατοχικής περιόδου, ξεδιπλώνει τις προσωπικές της αναμνήσεις σε έναν τόμο με τίτλο “Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο”.
ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΜΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΔΕΙΝΟΠΑΘΕΙ
Το βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία των νεανικών χρόνων της Άλκης Ζέη, μια ιστορία που αρχίζει από τη Σάμο και φτάνει στην Αθήνα του 1945, τη μέρα του γάμου της με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου. “Είχα αποφασίσει να γράψω για όλα αυτά εδώ και πολύ καιρό, γιατί ήθελα να μείνουν καταγραμμένα. Άλλωστε, τη μετέπειτα ιστορία μου την έχω γράψει στην ‘Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα’”, λέει στη “Μακεδονία της Κυριακής”.
Με γλώσσα λιτή, χωρίς εξάρσεις και συγγραφικούς ναρκισσισμούς -“δεν με ενδιέφερε ποτέ να εντυπωσιάσω το ακροατήριό μου”, τονίζει- η συγγραφέας αναφέρεται σε προσωπικές δικές της στιγμές με φόντο μια Ελλάδα που δεινοπαθεί. Μιλάει όμως και για μια ολόκληρη γενιά διανοουμένων και ανθρώπων της τέχνης που άφησαν το στίγμα τους στον εγχώριο πολιτισμό: από τη Διδώ Σωτηρίου (υπήρξε παντρεμένη με τον αγαπημένο θείο της Ζέη) και τον Νίκο Γκάτσο, μέχρι τον Κάρολο Κουν, τον Κώστα Αξελό, τον Ανδρέα Εμπειρίκο και πολλούς άλλους. “Όλοι τους επηρέασαν πάρα πολύ την εξέλιξή μου και με σημάδεψαν, γιατί ήμασταν φίλοι. Γίνονταν φοβερές συζητήσεις τότε. Εμείς, οι μικρότερες, ακούγαμε. Δεν ήμασταν κορίτσια που θα πεταχτούμε να μιλήσουμε. Μ’ αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούσες να είσαι στην ίδια μοίρα και να κάνεις διάλογο. Ήταν περισσότερο δάσκαλοι για σένα και σου εξηγούσαν με υπομονή ό,τι ρωτούσες”, θυμάται.
Ανάμεσα στα πρόσωπα που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου, πέρα από τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και την αδελφή της Λενούλα, ξεχωριστή θέση έχει η συγγραφέας Ζωρζ Σαρρή, πιστή της φίλη μέχρι την τελευταία στιγμή. “Η φιλία τότε δεν ήταν όπως τώρα, που τα παιδιά έχουν κινητά και αλληλογραφούν με sms. Εμείς τρέχαμε να βρούμε η μία την άλλη από κοντά. Είχαμε ανάγκη η μία την παρουσία της άλλης”, τονίζει.
“ΕΝΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΙΣΩΣ ΓΡΑΨΩ”
Δραματικά, κωμικοτραγικά, αλλά και χιουμοριστικά περιστατικά εξιστορούνται στο βιβλίο, που κάνει λόγο και για τα πρώτα δείγματα γραφής της Άλκης Ζέη, δηλαδή τις επιστολές τις οποίες το Κούλι (έτσι τη φώναζαν μικρή χαϊδευτικά οι δικοί της) έγραφε για τις υπηρέτριες με προορισμό τους αγαπημένους τους.
Αξιοσημείωτη στιγμή είναι όταν η δικτατορία Μεταξά επιβάλλει την ένταξη στους κόλπους της νεολαίας της όλων ανεξαιρέτως των νέων. “Η αδελφή μου και η Ζωρζ ήταν ενθουσιασμένες με τις στολές, τα χρυσά αστέρια και τις επωμίδες. Μήπως και ήξεραν τι ήταν φασισμός; Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου όλο αυτό, γιατί ήμουν εμποτισμένη από τη Διδώ Σωτηρίου. Μάλιστα, έχουμε μια φωτογραφία που όλες σηκώνουν το χέρι τους χαιρετώντας φασιστικά κι εγώ το έχω κάτω”, λέει.
Σήμερα που τα φαινόμενα φασισμού είναι έντονα στην Ελλάδα, η ίδια νιώθει πολύ άσχημα. “Δεν περίμενα ποτέ ότι ύστερα από τόσα χρόνια θα ξαναδούμε αυτά τα σύμβολα και ότι κάποιοι θα μιλούσαν για Χίτλερ και Μουσολίνι. Το χειρότερο που με νοιάζει είναι ότι αρχίζουν να επηρεάζονται τα μικρά παιδιά, στα οποία αρέσουν οι στολές, τα σπαθιά, τα μαχαίρια. Χρειάζεται για όλο αυτό να αναλάβει δράση η πολιτεία και τα σχολεία. Πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε στα παιδιά για τον φασισμό. Να τους εξηγούν οι δάσκαλοι τι είναι, έστω λίγο πριν την πρωινή προσευχή. Αν τα παιδιά είναι καλά ενημερωμένα, δεν πρέπει να φοβόμαστε”, επισημαίνει.
Η αγάπη της για τους λιλιπούτειους φίλους της είναι αδιαμφισβήτητη. Επισκέπτεται συνεχώς σχολεία και το μεγαλύτερο μέρος του έργου της απευθύνεται σ’ αυτούς. “Ένα τελευταίο παιδικό ίσως γράψω, αλλά όχι σύντομα”, αποκαλύπτει εξάλλου όταν τη ρωτώ τι ετοιμάζει. “Πόσος καιρός μήπως μου έμεινε για να γράψω; Είμαι μεγάλη…”, προσθέτει και γελάει.
Συλλογίζομαι φεύγοντας από το ραντεβού μας τους λόγους που αξίζει οι αναγνώστες, κυρίως τα νέα παιδιά, να διαβάσουν το βιβλίο της. Ο πιο βασικός; Ίσως η ιστορική του αξία. Ότι δηλαδή μας ταξιδεύει στις ωραίες αλλά και μελανές στιγμές της Ελλάδας του παρελθόντος, κάνοντάς μας να αναλογιστούμε -σε μια εποχή ιδιαιτέρως δύσκολη- κάποιες άλλες, μεγαλύτερες συμφορές που βρήκαν τους παλαιότερους, μέσα από τις οποίες ορισμένοι από αυτούς βγήκαν δυνατότεροι και μεγαλούργησαν.
(πηγή: makthes.gr)