Τον είδα να κάνει βόλτες μ’ ένα παλιό, μαύρο ποδήλατο, μόνος, σ’ ένα πάρκο γεμάτο παιδιά. Όλα τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο κι ήταν τόσα που ούτε ήξεραν σε ποια ομάδα ήταν το καθένα. Καλύτερα έτσι. Το αγόρι με το ποδήλατο, όμως, είχε κάτι περίεργο. Έδειχνε μικρό παιδί και άντρας μαζί. Τον υπολόγιζα για συνομήλικό μου, γύρω στα είκοσι, αλλά ίσως και να με μπέρδευε το μικρό του bmx και η κυρτή του στάση και να ήταν λίγο μεγαλύτερος. Οι βόλτες του περιορίζονταν σ’ ένα μικρό κύκλο γύρω από το σιντριβάνι του πάρκου. Κοιτούσε συνεχώς τα παπούτσια του και ο ρυθμός του ήταν αργός και άτολμος. Ο χώρος, τριγύρω, ήταν γεμάτος μητέρες που πρόσεχαν τα παιδιά τους, στο βάθος ένας πατέρας μάθαινε μπάσκετ το γιο του και πλάι στο σιντριβάνι, σε ένα παγκάκι, καθόταν μια γυναίκα, μόνη. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν η μητέρα του ποδηλάτη και την πλησίασα. Κάθισα δίπλα της. Χάρηκε. Μ’ εκείνη τη χαρά που έχει όποιος βρίσκει κάποιον να ακούσει μια κουβέντα του μόνο, έστω και τέσσερα γράμματα βαλμένα στη σειρά: «γεια».
– Πόσο χρονών είσαι; με ρώτησε.
Υπέθεσα πως το όνομά μου δεν την ενδιέφερε και τόσο.
– Είκοσι, απάντησα.
– Έχεις ίδια ηλικία με το γιο μου, είπε, και μου έδειξε το αγόρι με το ποδήλατο. Αλλά αυτός δεν μιλάει καλά. Δεν μιλάει καλά – είπε δύο φορές κι η φωνή της ακούστηκε στ’ αυτιά μου σαν μια απελπισμένη ηχώ. Έχει πρόβλημα, δεν πάει και σχολείο, πρόσθεσε. Χώρισα κιόλας. Εγώ δουλεύω σε φυλλάδια, τα μοιράζω, δέκα ευρώ ή και δεκαπέντε την ημέρα παίρνω, αν με πληρώσουν όμως, γιατί μερικοί δεν πληρώνουν, με κοροϊδεύουν. Με κοροϊδεύουν, ναι. Ποδαρόδρομος πολύς όμως, κούραση… Δεν βάζεις με το νου σου.
Ένιωσα αμήχανα και κοίταξα κάτω. Το βλέμμα μου πήγε στα πόδια της. Σπασμένες φλέβες. Παντού. Κόκκινες και κάπου-κάπου λίγο σκούρο μπλε. Σαν χάρτης ματωμένου δρόμου.
– Σπουδάζεις; συνέχισε επαναφέροντάς με.
– Ναι.
– Τι;
– Φιλολογία.
– Μπράβο σου, να ’χεις τύχη καλή, όχι σαν εμάς… Κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε πικρά. Δεν ήθελα να της πω για την τύχη των φιλολόγων σήμερα. Εστίασα στη δική τους. Κοίταξα το γιο της. Ένα αγόρι ψηλό, μελαχρινό, με μάτια φωτιές. Τον φαντάστηκα σε ειδικό σχολείο, με ειδικούς ψυχολόγους και λογοθεραπευτές. Τον είδα να μεγαλώνει, και ν’ ανθίζει, όπως αξίζει σε κάθε παιδί. Τον είδα να ερωτεύεται και να μπορεί να το εκφράσει με κάθε τρόπο, να μιλά για αγάπη, για σεξ, για ποδόσφαιρο, αργά, καθαρά, συγκροτημένα κι η μάνα του να χαίρεται και να καμαρώνει – όπως κάθε μάνα ονειρεύεται να καμαρώνει για το παιδί της. Και κάπου εκεί, μας πλησίασε. Προσπάθησε να μου συστηθεί, ψέλλισε κάτι που δεν κατάλαβα και χαμογέλασε.
– Αφού δεν μιλάς καλά, άσ’ το, είπε η μητέρα του κοιτάζοντάς με με μια υπόνοια ντροπής. Το αγόρι μαζεύτηκε αστραπιαία, σαν σαλιγκάρι που σκοπεύεις να ακουμπήσεις μ’ ένα κλαράκι.
– Πάντως εγώ μια χαρά κατάλαβα, είπα. Πάμε να πάρουμε ένα παγωτό;
– Ναι, ναι, πύραυλο, πύραυλο, φώναξε καθαρά και γρήγορα.
Χαμογέλασα. Και καθώς προχωρούσαμε προς το περίπτερο, σκεφτόμουν πως ένα παιδί μπορεί από ένα μόνο στοργικό χτύπημα στην πλάτη να φτάσει τ’ αστέρια.
Ένα απόγευμα σε μια πλατεία του Πειραιά...
(πηγή: athensvoice.gr)