Της Αννίτας Λουδάρου
“Ζούμε όλοι στα υπόγεια, όμως μερικοί από εμάς κοιτάνε τ΄αστέρια”. Κάπως έτσι, παραφράζοντας τον Όσκαρ Ουάιλντ.
Περπατώ με την προσοχή μου στραμμένη λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια μου, σ΄ένα σχεδόν κρυμμένο υπόγειο κόσμο, που ζει ανασαίνει , ελπίζει , κοιμάται, ξαγρυπνάει, προσεύχεται, περιμένει, κανα-δυό ορόφους κάτω από την γη.
Εκεί που οι περισσότεροι από μας δεν θα διανοούνταν, ούτε καν να ζήσουν, πόσο μάλλον να ονειρευτούν.
Τα υπόγεια. Μια φορά και ένα καιρό τα παλιά σπίτια στην Αθήνα είχαν και υπόγεια. Χιλιάδες υπόγεια. Η Αθήνα δεν κατάφερε ποτέ ν΄απαλλαγεί απ΄αυτά. Τα υπόγεια απαγορεύονται. Την ίδια στιγμή συνεχίζουν να χτίζονται, να εγκρίνονται και να κατοικούνται. Όχι από εμπορεύματ , ούτε από κούτες. Από ανθρώπους.
Παλιοί αγωγοί, υπόγεια ρεύματα, σκεπασμένα ποτάμια, μια κρυφή ζωή που δεν θέλουμε να ξέρουμε. Λες και είμαστε κάτι ανώτερο από το απλό ανθρώπινο είδος και στέλνουμε τα λύματα μας κατευθείαν στην στρατόσφαιρα. Σωλήνες που περνούν πολύ πιο ρηχά απ΄όσο θα έπρεπε, δεν καταφέρνουν να αποχετεύσουν τα υπόγεια. Συσσωρευμένα βρωμόνερα οδηγούνται προς άγνωστη κατεύθυνση και απειλούν να πνίξουν. Άνθρωποι που πλημμυρίζουν από βροχές και δεν βλέπουν ήλιο ποτέ.
Περπατώ και κάτω από τα πόδια μου έρχονται μυρωδιές από κάρυ, γαρύφαλλο, εξωτικά μπαχάρια. Ανάλογα με την ώρα ακούω παιδικές φωνές, ή ροχαλητά, μουσικές σε ακαταλαβίστικες γλώσσες. Το καλοκαίρι αν δεν φοβούνται, μπορείς να τους δεις, να προσεύχονται, να δειπνούν, να κοιμούνται, να μαλώνουν πάντα σε κοινή θέα, αφού τα παράθυρα τους είναι στο δρόμο.
Κουρτινάκια, γλάστρες και λούτρινα ζωάκια. Μικροπράγματα που προσπαθούν να μετατρέψουν το τίποτα σε σπιτικό. Λίγο παραπάνω , στο άλλο επίπεδο περνούν τα πόδια μας. Το καλοκαίρι οι ξεγυμνωμένοι αστράγαλοι μας.
Περνώ απ΄έξω και κοιτώ τα πλακάκια στα πεζοδρόμια. Δεν θέλω να κοιτάζω τα πλακάκια. Προσπαθώ να τα αποφύγω. Τα πλακάκια έχουν μια ενσωματωμένη μαυρίλα, την αναδεικνύουν, την σερβίρουν, την διαφημίζουν. Κι όμως δεν υπάρχει διαφυγή. Έχω την αίσθηση πως η μαυρίλα αναρριχάται. Μαύροι τοίχοι , μαύρα ταβάνια στις στοές. Κι όμως πολλοί θα ενδιαφερόντουσαν να κάνουν όμορφες τις στοές, αν μπορούσαν. Οι άνθρωποι αυτοί προς το παρόν δεν μιλούν. Στους μαύρους τοίχους γκράφιτι. ”Πόλη σε μισώ, πόλη μας μισείς” φωνάζουν οι λιπόσαρκες φιγούρες των ετοιμοθάνατων από φυματίωση στους τοίχους. Το φωνάζουν χρόνια τώρα, πολύ πριν από την έναρξη της κρίσης. Το φωνάζουν τα αδιέξοδα, το φωνάζουν τα υπόγεια.
Περπατώ τώρα πιο γρήγορα. Περνώ και από άλλα υπόγεια. Ποιοι ζουν τώρα στα υπόγεια; Οι ματανάστες. Πως λέγονται τα παιδιά των μεταναστών; Μετανάστες δεύτερης γενιάς. Ναι αλλά δεν είναι. Απλά γιατί δεν είναι μετανάστες. Συμπολίτες; Πληρώνουν ΙΚΑ, εφορία, μιλούν πολύ καλά ελληνικά, πηγαίνουν στα σχολειά μας, μαθαίνουν ιστορία. Δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα. Δεν τους δίνουμε.
Ποιά είναι τα παιδιά στα υπόγεια; Η καρδιά τους το ξέρει. Κι εμείς; Τώρα που σε κάποιες γειτονιές οι χρυσαυγίτες δέρνουν τους μετανάστες και μερικοί από μας τους Έλληνες έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι έτσι θα λυθεί το πρόβλημα. Εμείς ποιοί είμαστε εμείς; πως ονομαζόμαστε;
Είμαστε αυτοί που περπατάμε στα μουτζουρωμένα πλακάκια. Μπαίνουμε στις στοές με τα μαύρα ταβάνια. Αποφεύγουμε να κοιτάξουμε ψηλά και γενικώς αρκούμαστε που φθάνουμε στο σπίτι μας σώοι. Εννοείται έχοντας ήδη ξεχάσει τα υπόγεια. Είμαστε αυτοί που κατά βάθος νομίζουμε πως όλα αυτά, δεν μπορούμε να τ΄αλλάξουμε ποτέ. Είμαστε εμείς και η μικρή μας αυτοπεποίθηση.
(πηγή: vetonews.gr)