Υπήρχε κάποτε μια εποχή που τα γενέθλια είχανε λόγο ύπαρξης. Μαζεύονταν φίλοι απ’ το σχολείο, απ’ το φροντιστήριο, απ’ τη διπλανή τάξη και το διπλανό θρανίο και σου έφερναν δώρα που ποτέ δε χρησιμοποιούσες, μια κορνίζα, ένα ημερολόγιο, αλλά που τα χαιρόσουν ως κίνηση και μαζί με σένα χαιρόταν κι η μητέρα σου που έβλεπε ότι και κοινωνικός είσαι και ξέρεις να συγχρωτίζεσαι και τη Δευτέρα στο σχολείο θα περιγράψεις στην κυρία ότι το πάρτυ σου ήτανε σούπερ, ήτανε σούπερ κυρία γιατί παίξαμε κυρία, γιατί σβήσαμε τα φώτα κυρία, φάγαμε πίτσα κυρία και ήπιαμε ανάμεικτη κόκα κόλα με πορτοκαλάδα και μέσα πετάγαμε φουντούνια κυρία, έτσι για πλάκα. Και τα κορίτσια που ήρθαν κυρία ήταν ξενέρωτα, κάθισαν στον καναπέ και μας κοιτούσαν, όσο εμείς κυνηγιόμαστε με τα σπαθιά κυρία.
Υπήρχε κάποτε εποχή που τα γενέθλια είχανε λόγο ύπαρξης, γιατί δεν περίμενες τίποτα από αυτά. Ζούσες τις μέρες που δεν είχαν στόχους, γιατί δεν ήξερες στόχοι τι σημαίνουν. Ήσουν ακόμα πιτσιρίκος και μόνο κεριά μέτραγες με χαρά να πολλαπλασιάζονται στην τούρτα. Πρώτα σβήναμε τα φώτα. Ύστερα ανάβαμε τα κεριά. Δεν είχε σημασία τι κεριά. Μεγάλα, μικρά, πολύχρωμα, με τη μορφή αριθμών, από αυτά που τα φύσαγες και δεν έσβηναν και έκανες ευχές όσο φυσούσες και δεν έσβηναν και ζοριζόσουν γιατί μπροστά σε φίλους σου έπρεπε να φανείς και λίγο μάγκας και φύσαγες και δεν έσβηναν, μέχρι που έσβηναν. Τα κεριά λίγη σημασία έχουν, η ποσότητα και η ανταμοιβή τους είναι αμελητέα. Οι ευχές τους έχουν σημασία. Που τις φυσάς και δε σβήνουν. Οι ευχές πάντα παραμένουν ευχές.
Δεν ήμουν ποτέ φανατικός των πάρτυ γενεθλίων, ειδικά αυτών που προορίζονταν για μένα. Δεν έβρισκα τον λόγο να σταθώ στο κέντρο μπροστά από ένα γλυκό που πυρπολούμε μέχρι να καταπιούμε. Κυρίως γιατί δε σκεφτόμουν εύκολα ευχές. Είχε χαλάσει ο αναπτήρας τους και δεν ανάβανε ή δεν ήθελα να τις δω να σβήνουν. Κι όσο τα χρόνια δε στις φέρνουν ολοζώντανες, οι τούρτες είναι μονάχα η παρηγοριά στον άρρωστο. Μου άρεσαν όμως πάντα τα κεριά. Όχι ο αριθμός τους, όσα και να βάλεις τίποτα δεν αλλάζει, ούτε αλλοιώνεται, ούτε τρομάζει. Μονάχα βαραίνει. Επιβάλλεται ο αριθμός στη συνείδησή σου που μεγαλώνει και που βλέπει τις φλόγες να σιγοψήνουν τα όνειρά σου. Υπήρχε η εποχή που πέταγες πιο εύκολα κέρματα στη λίμνη των ονείρων σου. Τώρα τα κέρματα λιγόστεψαν, μας τα πήραν απ’ τις τσέπες και η ανάγκη σου να ευχηθείς είναι ανέξοδη, πιο φειδωλή και πιο προστατευμένη. Εύχεσαι το αύριο να σε έχει υγιή, χαρούμενο και σίγουρο για κάτι. Χαιρόμουν όμως πάντα για τη ζεστασιά τους. Των κεριών η ζεστασιά είναι μια δόση τόση δα αφύπνισης.
Η άνοιξη μπαίνει μια πρώτη Μαρτίου, τυχαίνει μια πρώτη Μαρτίου να γεννήθηκα, και μαζί μου η ανάγκη του φωτός. Μέσα σε όλη αυτή την καταχνιά γύρω μου, ανάβω κεριά σ’ ολόκληρο το σπίτι, γίνεται φωταγωγημένη εκκλησία και μέσα του ο Θεός που προσκυνώ, τον λέω αγάπη, τον λέω φιλία, τον λέω οικογένεια ή σκύλο που έρχεται και κουρνιάζει στα πόδια μου όσο πληκτρολογώ τις λέξεις στην οθόνη, σαν να μου λέει »φτάνει όσο έγραψες, άσε με εμένα τώρα να σου πω μια ιστορία». Και μου λέει τις ιστορίες του. Όπως θα καταλάβαινε ένας σκύλος την ασπρόμαυρη ζωή μας. Δεν είναι που οι σκύλοι βλέπουν ασπρόμαυρα, είναι που από εμάς λείπει το χρώμα. Οι φλόγες έχουν σβήσει, η μία μετά την άλλη, τα κεριά είναι μονάχα διακοσμητικά ή του ήλιου παραπεταμένα αποπαίδια.
Αν είχαμε λίγη παραπάνω ζεστασιά, ένα κερί, μια φλόγα να περισσεύει ή να μην περισσεύει αλλά απ’ το υστέρημά μας να προσφέρουμε, ο έχων δύο φλόγες να δίνει τη μία, ο έχων μία συμπόνια να τη μοιράζεται και όχι να την κρατά για κείνον μόνο, δε θα ακούγαμε ειδήσεις όπως αυτή για τα παιδιά στη Λάρισα. Που μέσα στην ανάγκη τους να ζεσταθούν, έχασαν τη ζωή τους, πνιγμένη μέσα στους καπνούς. Ίσως είχαν παραπάνω ανάγκη από το φως, ίσως είχαν γενέθλια να γιορτάσουν, ίσως η άνοιξη δεν πρόλαβε να τα ζεστάνει ή ίσως ήθελαν το πάρτυ τους να κάνουν. Να’χουν να πούνε στη δική τους τη δασκάλα πώς τα πέρασαν, ήταν ωραία κυρία που δεν κρυώναμε άλλο κυρία, γιατί πετρέλαιο ούτε λόγος να αγοράσουμε κυρία, δεν είχαμε ούτε ευρώ στην τσέπη μας κυρία, το ξοδέψαμε σε ευχές κυρία, να γιορτάσουμε γενέθλια κυρία και να έχουμε κάτι από το μέλλον να περιμένουμε κυρία. Να μεγαλώσουμε, να δουλέψουμε, να κάνουμε οικογένεια κυρία. Και οι φλόγες των κεριών να μη σβήνουν έτσι εύκολα κυρία.
Κάτι τέτοιες ειδήσεις με βρίσκουν ανυπεράσπιστο. Που στη δική μου τούρτα τα κεριά μου δεν τους τα αφιέρωσα. Το κάνω εκ των υστέρων. Μήπως και ζεσταθούν εκεί ψηλά κυρία.
(πηγή: intellectum.org)