Του Νίκου Φωτόπουλου, επίκουρου καθηγητή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Η οικονομική κρίση, η ύφεση και η ανεργία διαμορφώνουν αντικειμενικά δυσμενείς συνθήκες ανάπτυξης για όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο σε επίπεδο ποσοτικών δεικτών όσο και στην ποιότητα της καθημερινής ζωής του σχολείου.
Φαινόμενα όπως οι εκπαιδευτικές ανισότητες, η πρόωρη σχολική εγκατάλειψη, η απαξίωση του σχολείου, η έλλειψη υψηλού ενδιαφέροντος για σπουδές, αποτελούν μερικά από τα πιο εμφανή αρνητικά σημάδια της οικονομικής κρίσης, γεγονός που στη χώρα μας επαληθεύεται καθημερινά.
Ήδη σε ολόκληρη την Ευρώπη κρούουν τον κώδωνα για την αύξηση του φαινομένου της πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης, φαινόμενο το οποίο διαρκώς κερδίζει έδαφος λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και της οικονομικής δυσχέρειας. Χώρες όπως η Ισπανία (26,5%), η Πορτογαλία (23,2%) και η Μάλτα (33,5%) παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά πρόωρης σχολικής εγκατάλειψης, ενώ χώρες όπως η Ιταλία (18,2%), το Ηνωμένο Βασίλειο (15%) και η Ρουμανία (17,5%) κινούνται σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αντίθετα, χώρες όπως η Αυστρία, η Δανία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Τσεχία και η Σλοβακία παρουσιάζουν ποσοστά κάτω ακόμα και από τον επιθυμητό μέσο στόχο του 10%, που η Ε.Ε. έχει θέσει μέχρι το 2020.
Στην Ελλάδα η σχολική διαρροή, σύμφωνα με τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία για το 2011, προσδιορίζεται στο 13,1%, με στόχο έως το 2020 να πέσει κάτω από το 10%. Ακόμα όμως και αν φαινομενικά η χώρα δείχνει να συγκρατεί τη μαθητική διαρροή γύρω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (13,5%), όλες οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι τα ποσοστά πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου θα αυξηθούν δραματικά λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, καθώς και της αδυναμίας πολλών οικογενειών να υποστηρίζουν τη διαδρομή των μελών τους εντός των βαθμίδων του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σήμερα, ειδικότερα, η μέση ελληνική οικογένεια, εκτός από το ότι βιώνει την υποβάθμιση του δημόσιου σχολείου, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να προσφύγει σε ιδιωτικές πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες και φροντιστηριακή στήριξη -με τον τρόπο που συνέβαινε στο παρελθόν-, προκειμένου να καλύψει το «έλλειμμα» του δημόσιου σχολείου. Είναι ξεκάθαρο πως σε μια προοπτική που οι θέσεις των εισακτέων θα αρχίσουν σταδιακά να μειώνονται, τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα θα συρρικνώνονται, η επιβολή διδάκτρων θα παγιώνεται σταδιακά ως πρακτική, ενώ το κόστος της εκπαίδευσης θα γίνεται δυσβάσταχτο, η πρόσβαση σε εκπαιδευτικά αγαθά και υπηρεσίες θα περιορίζεται διαρκώς για τους μη προνομιούχους.
Είναι σαφές ότι υπό τέτοιες συνθήκες ο μαθητικός πληθυσμός δεν θα μπορεί να συγκρατηθεί εύκολα εντός του σχολείου, αφού τόσο η πρόσβαση όσο και η ανοδική εκπαιδευτική κινητικότητα θα αποδεικνύονται μια εξαιρετικά επίπονη και αιματηρά δαπανηρή επιλογή για την ελληνική οικογένεια. Νομοτελειακά, οι εκπαιδευτικές ανισότητες θα διογκωθούν και οι πρόωρες μαθητικές διαρροές από τον προστατευτικό ιστό του σχολείου θα οδηγήσουν στην αύξηση φαινομένων όπως η παιδική και μαύρη εργασία, η σκληρότερη εργασιακή εκμετάλλευση εκείνων των νέων που δεν θα έχουν προσόντα, η νεανική παραβατικότητα, ο κοινωνικός αποκλεισμός.
Αναμφίβολα, ο κίνδυνος να επανέλθουμε σταδιακά σε εποχές της μεταπολεμικής Ελλάδας όπου η πρόσβαση στα κοινωνικά αγαθά θεμελιωνόταν αποκλειστικά και μόνο στην κοινωνικο-οικονομική προέλευση του καθενός, γίνεται ορατός. Προς επίρρωσιν του ισχυρισμού, και για να μην καταγραφούν οι εκτιμήσεις αυτές ως κινδυνολογία, αναφέρουμε ενδεικτικά κάτι για το οποίο πριν από χρόνια δεν θα διανοούμασταν πως θα μπορούσε να συμβεί στη σύγχρονη Ελλάδα, κι όμως σήμερα αποτελεί πικρή πραγματικότητα: το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται η παροχή δωρεάν μικρογευμάτων (κοινώς συσσιτίων) σε δημοτικά και νηπιαγωγεία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο υποσιτισμός διακοσίων πενήντα χιλιάδων μαθητών οι οποίοι πλήττονται από τη φτώχεια και την απόλυτη οικονομική ανέχεια.
Είναι αυτονόητο ότι η εικόνα αυτή δεν τιμά τη σύγχρονη Ελλάδα και επιπλέον δεν μπορεί να καταγραφεί ως εκπαιδευτική κρίση, αλλά -πολύ περισσότερο- ως κρίση ανθρωπιστική, η οποία απεικονίζει την κραυγαλέα αποτυχία του κυρίαρχου κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μοντέλου οργάνωσης της χώρας.
Στην προέκταση του φαινομένου της σχολικής διαρροής, ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό πρόβλημα σε όλη την Ευρώπη είναι η περίπτωση των νέων που βρίσκονται εκτός εκπαίδευσης, κατάρτισης και απασχόλησης, ηλικίας 16-29. Πρόκειται για μια νέα κοινωνική κατηγορία η οποία αποκαλείται ΝΕΕΤ (Not in Education, Employment or Training) και αφορά όλους όσοι βρίσκονται στο σύγχρονο κοινωνικό περιθώριο, χωρίς να καταγράφονται σε κάποια επίσημη στατιστική του κράτους σε σχέση με την εκπαίδευση, την κατάρτιση ή την απασχόληση.
Είναι σαφές ότι το φαινόμενο αυτό αποτελεί μια σύγχρονη κοινωνική πληγή, γιατί αφορά μια νέα κατηγορία ανθρώπων η οποία, εκτός του ότι καθίσταται παροπλισμένη σε ατομικό επίπεδο, είναι κοινωνικά καταστροφικό να περιθωριοποιείται στην πιο ζωτική φάση της κοινωνικής της διαδρομής. Οι επίσημες στατιστικές δίνουν υψηλά ποσοστά των NEETs σε χώρες όπως η Ισπανία (21,1%), η Ιταλία (22,7%), η Βουλγαρία (24,6%), ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό καταγράφεται σε 23,2%, με αύξηση από το 2008 μέχρι το 2011 της τάξης του 54,7%!
Είναι αναγκαίο, περισσότερο από ποτέ, η ελληνική πολιτεία να δει σοβαρά το ζήτημα της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου, καθώς και της κοινωνικής περιθωριοποίησης των εφήβων και των νέων. Η διασφάλιση της εκπαιδευτικής διαδρομής των μαθητών σε ένα αξιόπιστο δημόσιο και ουσιωδώς δωρεάν σύστημα εκπαίδευσης και κατάρτισης αποτελεί κοινωνικό αίτημα επείγουσας προτεραιότητας, αφού καμία μορφή κρίσης δεν πρόκειται να υπερβληθεί όσο εκτοπίζονται χιλιάδες νέοι στη φτώχεια, την ανεργία και το κοινωνικό περιθώριο.
Πέρα από τις αναγκαίες θεσμικές παρεμβάσεις σε επίπεδο κεντρικής εκπαιδευτικής πολιτικής, η κοινωνία σε τοπική κλίμακα, οι θεσμοί κοινωνικής προστασίας, η εκπαιδευτική κοινότητα, επιβάλλεται να αναδιατάξουν τις δυνάμεις τους ώστε να αναπτυχθεί ένα ισχυρό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης απέναντι στις ευπαθείς ομάδες και τις ομάδες υψηλού κινδύνου στον εκπαιδευτικό και κοινωνικό αποκλεισμό.