Γράφει η Φιλιώ Π. Κοντραφούρη
Ο Σωκράτης είναι πάντα σκεπτικός. Το ίδιο και ο Πλάτωνας. Σαν τους ανθρώπους που περνάνε μπροστά από τα αγάλματα τους, εκεί στην οδό Πανεπιστημίου στο κέντρο της Αθήνας. Άνθρωποι σχεδόν πάντα βιαστικοί και το βλέμμα τους, κι εκείνο σχεδόν πάντα χαμηλωμένο. Πολλές φορές τους χάνω ανάμεσα στα graffiti που τόσο παράφωνα “στολίζουν” τα κτίρια στα Προπύλαια. Άλλο ένα σημάδι της παρακμής των καιρών. Παρολ’ αυτά, από τότε που γύρισα, η Αθήνα συνεχίζει να με μαγεύει. Και να με απογοητεύει. Γιατί βρήκα μια Ελλάδα που άφησα αλλιώς.
Όλο και πιο συχνά, βλέπω γύρω μου ανθρώπους που μου θυμίζουν όλο και περισσότερο όλους εκείνους τους Αφγανούς που έχω γνωρίσει στη διάρκεια των χρόνων που έχω ζήσει στο Αφγανιστάν. Γιατί βλέπω τους Έλληνες να αποκτούν την ψυχολογία ενός λαού που τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει γνωρίσει τίποτε άλλο εκτός από πόλεμο, βία και ανείπωτη φτώχια.
Σε μεγάλη αντίθεση όμως με τους Αφγανούς, οι Έλληνες έζησαν χρόνια μεγάλης ευημερίας σε μια δημοκρατική, ευρωπαική χώρα. Πάντα είχαν ένα ατελείωτο φως από πάνω τους που ποτέ, κανένας δε μπόρεσε να αλυσοδέσει. Κι όμως, διακρίνω στους Έλληνες το θυμό, το μίσος, την απελπισία, την απόγνωση και το χειρότερο απ’ όλα, την ίδια παραίτηση που έχω δει στα μάτια και τα λόγια των Αφγανών. Θυμό για την αδικία, μίσος για την εξουσία και τα συμφέροντα της, απελπισία για το μέλλον, απόγνωση για τη ζωή και παραίτηση από το ότι κάτι μπορεί να αλλάξει προς το καλύτερο.
Οι Αφγανοί πάντα μου υπενθύμιζαν την αγωνία της κάθε μέρας, του να μπορούν να πηγαίνουν κάθε βράδυ στο σπίτι τους ένα κομμάτι ψωμί. Τώρα βλέπω τους Έλληνες να ζούνε το ίδιο, μήνα με το μήνα. Έχουν το ίδιο άγχος, τον ίδιο φόβο, την ίδια αγωνία για το αν θα μπορέσουν να πληρώσουν τους λογαριασμούς, το ενοίκιο, το δάνειο, να γεμίσουν το ψυγείο, να πάρουν τα φάρμακα τους μέχρι να πληρωθούν τον επόμενο μήνα (αν έχουν ακόμα δουλειά).
Θαυμάζω την υπομονή των Ελλήνων. Την αντοχή (και την ανοχή) τους σε όλα αυτά που διαδραματίζονται τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα, τη σιωπή τους μπροστά σε όλα αυτά που ακούγονται καθημερινά μέσα από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, από καλοβαλμένους κυρίους με άσπρα πουκάμισα και κυρίες με γυαλιστερά κραγιόν. Και θαυμάζω την αξιοπρέπεια των Ελλήνων. Και θυμώνω όταν τη βλέπω να τσαλακώνεται και να πετιέται σαν χθεσινή εφημερίδα που δεν υπολογίζει κανένας, δυστυχώς κάποιες φορές ούτε οι ίδιοι οι Έλληνες.
Αποφάσισα να επιστρέψω από το Παρίσι στην Ελλάδα πριν μερικούς μήνες. Είμαι προνομιούχα, θα μπορούσα να είχα μείνει στην καλοπληρωμένη δουλειά μου στη Γαλλία, θα μπορούσα να είχα επιστρέψει στην Αμερική (που είναι και της μόδας άλλωστε, μιας και μπορεί να ανταμείψει πλουσιοπάροχα ακόμα και τους αποτυχημένους. Αλλά όλους αυτούς, εντός και εκτός Ελλάδος, ας τους κρίνει η ιστορία και ο λαός που κάποτε υποτίθεται πως υπηρέτησαν).
Ως άνθρωπος, μου έλειπε η χώρα μου. Κι ως δημοσιογράφος, ήθελα να μπορέσω να εξηγήσω στο εξωτερικό τι σημαίνει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, πέρα από τους αριθμούς, τα Eurogroup και τα ομόλογα. Ήθελα να εξηγήσω με τα ρεπορτάζ μου πως δεν είναι όλοι οι Έλληνες που δεν πληρώνουν φόρους. Ήθελα να δείξω πως εκατομμύρια Έλληνες δεν έχουν πρόσβαση σε δημόσια περίθαλψη. Εκατοντάδες αυτοκτονούν, χιλιάδες φεύγουν. Ήθελα να δείξω πως οι Έλληνες δεν είναι ζητιάνοι και πως αξίζουν αν μη τι άλλο, σεβασμό. (Αλλά πρέπει πρώτα από όλα να τον αξιώσουν οι ίδιοι, από το να μη “λαδώσουν” κάποιον δημόσιο υπάλληλο για να κάνουν τη δουλειά τους και να πουν όχι στο “γλείψιμο” της εξουσίας για κάποιο ρουσφέτι, μέχρι του να ζητήσουν μια απόδειξη, να αντισταθούν στη “λαμογιά” και να πετάξουν το σκουπίδι στον κάδο που είναι δίπλα τους και όχι στο δρόμο. )
Επέστρεψα στην Ελλάδα χωρίς δουλειά τον πρώτο καιρό. Και σιγά-σιγά άρχισα να γνωρίζω από κοντά όλους εκείνους που αντιστέκονται, με το δικό τους τρόπο ο καθένας, σε όσα συμβαίνουν. Ένας ταξιτζής που φώναξε “ποτέ μην αφήσεις κανένα να σε κάνει να ντραπείς που είσαι Ελληνίδα,” η ιδιοκτήτρια ενός μικρού καφενείου σε μια φτωχογειτονιά της Δραπετσώνας που, παρά τα “φέσια,” κερνάει καθημερινά τους άστεγους και τους άπορους της γειτονιάς, ένας 30άρης άνεργος που με ένα γάλα και μισή κονσέρβα στο ψυγείο και 8 ευρώ στην τσέπη, μπορεί ακόμα να γελάει με πάθος και να συνεχίζει να ψάχνει για δουλειά. Είναι κάποιοι από τους πολλούς που, μαζί με τους δικούς μου ανθρώπους, παραμερίζουν τη μιζέρια και τις δυσκολίες και μου επιβεβαιώνουν καθημερινά πως όχι, δε μετανιώνω που γύρισα.
Μάλλον θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να μάθουμε το τέλος αυτής της ιστορίας της κρίσης, χρόνια πιο επώδυνα, και θα ήθελα να είμαι και τότε εδώ, όταν οι άνθρωποι αυτής της χώρας έχουν ίσως αρχίσει επιτέλους να φτιάχνουν οι ίδιοι την Ελλάδα που εκείνοι ονειρεύονται και αναζητούν.
Ποτέ δεν θα έκρινα κάποιον που τώρα είτε θέλει να φύγει από την Ελλάδα είτε δεν θέλει να επιστρέψει. Γνωρίζω πως ανήκω στη μειοψηφία, όπως και ότι πολλοί άνθρωποι έχουν πρόβλημα επιβίωσης και αναγκάζονται να φύγουν. Άλλοι θέλουν έναν τόπο όπου μπορούν να ανοίξουν τα φτερά τους, αντί να τα κρατάνε κλειστά σε μια χώρα που περιμένει μάλλον να τους πνίξει. Και υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, που λιγοψυχούν και λιποτακτούν γιατί απλά δεν αντέχουν στα δύσκολα τώρα που πέρασαν τα εύκολα. Και η επιλογή τους να είναι μακριά από την Ελλάδα είναι πολύ πιο ντόμπρα και τίμια από εκείνους που παραμένουν εδώ παραιτημένοι, χτυπημένοι, με το κεφάλι σκυμμένο και μοιρολατρικά περιμένουν κάποιο Γκοντό να αλλάξει τα πάντα, όπως στο θεατρικό του Μπέκετ. Γιατί ο Γκοντό τελικά δεν έρχεται ποτέ.
Πριν πολλά χρόνια, είχα μια νυχτερινή εκπομπή στο ραδιόφωνο, μαζί με την παιδική μου φίλη, τη Μελίνα. Εκείνη ηθοποιός, εγώ δημοσιογράφος στα σκαριά, διαβάζαμε στον αέρα αποσπάσματα από ποιήματα και λογοτεχνία. Η Μελίνα λοιπόν είχε βρει κάπου μια φράση που μας άρεσε κάπως παραπάνω και γι’ αυτό τη διάβαζε συχνά-πυκνά στην εκπομπή. “Από μικρή αναρωτιόμουνα ποιός έχει τη δύναμη, αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει…” Τότε ακόμα δεν είχα την απάντηση. Τη βρήκα μετά από χρόνια χασούρας. Τη δύναμη την έχει αυτός που πονάει, απλά δεν το ξέρει…
*Η Φιλιώ Κοντραφούρη είναι ανταποκρίτρια του CCTV News International
(πηγή: theinsider.gr)