TOY E. A. ΧΕΚΙΜΟΓΛΟΥ
Στη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών της 23ης Μαρτίου 1944, ενώ ακόμη συνεχιζόταν η γερμανική κατοχή, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, καθηγητής Σπυρίδων Δοντάς (1878-1958), παρουσίασε τη μελέτη ενός 40χρονου υγιεινολόγου, η οποία αφορούσε την «εξ ασιτίας και ελονοσίας» θνησιμότητα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Συντάκτης της μελέτης ήταν ο γιατρός Αθανάσιος Γ. Μαντέκος (1903-2006), ο οποίος είχε εκπονήσει έρευνα για την ελονοσία στο χώρο της Μακεδονίας την περίοδο 1938-1943. Ομως μας πληροφορεί η ιστορικός Κατερίνα Γαρδίκα, ήταν διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και απόφοιτος της Σχολής Δημόσιας Υγείας, ο οποίος είχε μετεκπαιδευτεί στις ΗΠΑ με υποτροφία του Ιδρύματος Rockefeller.
Η επιλογή του Δοντά να φέρει στο προσκήνιο στοιχεία για τις διαστάσεις και τους λόγους της θνησιμότητας συνιστούσε -υπό τις δεδομένες συνθήκες- όχι μόνον επιστημονική, αλλά και πολιτική πράξη. Ας σημειωθεί ότι την ίδια εποχή ο Δοντάς, υπό την ιδιότητά του ως πρόεδρος της Ακαδημίας, είχε αρνηθεί να αποκηρύξει την Εθνική Αντίσταση, με αποτέλεσμα να παυθεί από το αξίωμά του.
Τα ευρήματα του Μαντέκου
Η μελέτη του Μαντέκου είναι γνωστή μόνο στους λίγους ιστοριογράφους που ασχολήθηκαν με τον υποσιτισμό στην Κατοχή. Στηρίχθηκε στα επίσημα ληξιαρχικά βιβλία του δήμου Θεσσαλονίκης, τα οποία -όπως σημειώνει ο ίδιος- τηρούνταν με ακρίβεια. Ο Μαντέκος γνώριζε τη Θεσσαλονίκη, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι μέχρι το 1941 είχε εκδώσει μελέτες στην πόλη αυτήν. Το γεγονός ότι του επετράπη να εξετάσει τις πρόσφατες ακόμη εγγραφές στα ληξιαρχικά βιβλία είναι ένδειξη ότι εξακολουθούσε να έχει κάποια υπηρεσιακή ιδιότητα. Από το 1941 και έπειτα η εκδοτική του δραστηριότητα μεταφέρεται στην Αθήνα. Μετά την Κατοχή, απολύθηκε από την υπηρεσία του για λόγους κοινωνικών φρονημάτων και βιοπορίσθηκε ως γιατρός των Αμερικανών που ζούσαν στην Αθήνα.
Ο Μαντέκος κατέγραψε τα εξής δεδομένα για τη θνησιμότητα:
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Δηλαδή, η θνησιμότητα (θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους) αυξήθηκε από 15 το 1940 σε 17,5 το 1941, και έφτασε σε 40,5 το 1942 (ο μέσος όρος για τη δεκαετία του 1930 ήταν περίπου 17).
Ποσοστό 20% των θανάτων προήλθε από ασιτία και 7% από ελονοσία. Στην ελονοσία οφειλόταν 4% των θανάτων και πριν από την Κατοχή, ενώ η ασιτία δεν περιλαμβάνεται στις προπολεμικές αιτίες θανάτου (βλ. Βαλαώρα, Στοιχεία Βιομετρίας και Στατιστικής). Γνωρίζουμε όμως ότι ο ήπιος υποσιτισμός, από τον οποίον έπασχαν οι φτωχοί των πόλεων, αποτελούσε έμμεσο λόγο θανάτου, αφού οι οργανισμοί είχαν μειωμένη αντίσταση σε λοιμώδεις και παρασιτικές ασθένειες. Ετσι, οι φτωχοί πέθαιναν από δυσεντερία ή και γρίπη.
Οι θάνατοι ανά θρήσκευμα
Τα ληξιαρχεία κατέγραφαν και το θρήσκευμα των θανόντων, στοιχείο που ο Μαντέκος αξιοποίησε στη μελέτη του. Προκύπτει έτσι μια περίεργη εικόνα:
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν μια εκπληκτική αύξηση της θνησιμότητας των κατοίκων εβραϊκού θρησκεύματος το 1941 και 1942. Η αναλογία σε βάρος τους ήταν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη, αν λάβουμε υπόψη ότι ο χριστιανικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αυξήθηκε στη διάρκεια της Κατοχής (πρόσφυγες από τη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία και Θράκη), ενώ ο εβραϊκός μειώθηκε (καταναγκαστικά έργα το φθινόπωρο του 1942, φυγή στην Αθήνα). Η εξήγηση που δίνει ο Μαντέκος είναι η εξής: «Τούτο πιθανώς να οφείλεται και εις άλλους μεν λόγους, κυρίως όμως εις την ύπαρξιν περισσοτέρων μικροαστών μεταξύ των Ισραηλιτών, οίτινες μετά την οικονομικήν και πολιτικήν μεταβολήν [δηλαδή την κατοχή] ήσαν ανίκανοι να προσαρμοσθώσι και να εργασθώσιν εις γεωργικάς εργασίας».
Ο πραγματικός λόγος
Ο Μαντέκος έκανε ασφαλώς λάθος στην αιτιολογία του. Πρακτική δυνατότητα να μεταπηδήσουν από κάποιο μικροαστικό επάγγελμα στην καλλιέργεια της γης δεν υπήρχε ούτε για τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης ούτε για τους Εβραίους. Ο πραγματικός λόγος της μεγάλης θνησιμότητας μεταξύ των Εβραίων της πόλης το 1941-42 ήταν άλλος: το μεγάλο ποσοστό απόρων, το οποίο είχε διαμορφωθεί ήδη πριν από την Κατοχή. Περίπου 25% του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης είχε καταγραφεί το 1940 ως «άπορο» ή «λίαν άπορο» από τις δημόσιες υπηρεσίες και ζούσε από τα συσσίτια που οργάνωνε το κράτος.
Αρχειακά δεδομένα (Hekimoglou, The Jewish Pauperism in Salonika, 1940-1941) αποδεικνύουν ότι πολυμελείς εβραϊκές οικογένειες ζούσαν με εισόδημα μικρότερο των 300 σημερινών ευρώ, σε παράγκες ή υπόγεια. Οι άνθρωποι εκείνοι, πολλοί εκ των οποίων ήταν με τα μέτρα της εποχής γέροντες (άνω των 50 ετών), είχαν τόσο εξασθενημένο οργανισμό, ώστε ο συνδυασμός ασιτίας και ελονοσίας υπήρξε γι’ αυτούς θανατηφόρος.
Η συσχέτιση αυτών των αριθμών με στοιχεία από το ληξιαρχείο Αμπελοκήπων (του σημερινού ταυτώνυμου δήμου) των ετών 1941-42 δείχνει ότι στην προλεταριακή -τότε- αυτήν περιοχή η θνησιμότητα πλησίαζε περισσότερο εκείνη των Εβραίων. Με άλλα λόγια, λιγότερες ελπίδες να επιβιώσουν στη διάρκεια της Κατοχής είχαν οι φτωχότεροι.
Σήμερα, που ο υποσιτισμός επανεμφανίζεται στην Ελλάδα, η αναδρομή στο παρελθόν βοηθά να κατανοήσουμε τις μακροπρόθεσμες συνέπειές του.
(πηγή: agelioforos.gr)