Διεθνής ερευνητική ομάδα υποστηρίζει ότι μετεωρίτες έφεραν στον πλανήτη μας τα δομικά υλικά της ζωής.
Ένα από τα «ιερά δισκοπότηρα» της επιστήμης είναι η προέλευση της ζωής στη Γη. Έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες για το πώς εμφανίστηκε η ζωή στον πλανήτη μας με δύο από αυτές να είναι οι κυρίαρχες και τα ευρήματα διαφόρων μελετών ενισχύουν κάθε φορά κάποιες από τις δύο αυτές θεωρίες.
Η μια από τις δύο πιο δημοφιλείς θεωρίες αναφέρει ότι η ζωή είναι γήινο προϊόν και υποδεικνύει τις υποθαλάσσιες «καμινάδες». Τα φρεάτια στον πάτο των ωκεανών οι συνθήκες των οποίων είναι φιλικές στην παρουσία της ζωής. Η δεύτερη έχει εντελώς αντίθετη προσέγγιση και κάνει λόγο για μεταφορά της ζωής στη Γη, των δομικών της υλικών ακριβέστερα, από διαστημικούς βράχους (μετεωρίτες, αστεροειδείς, κομήτες) που έπεσαν στον πλανήτη μας.
Υπάρχουν και άλλες θεωρίες όπως μια που αναφέρει ότι η ζωή αναπτύχθηκε σε μικρές γούρνες νερού που δημιουργήθηκαν σε ηφαιστειογενείς περιοχές. Άλλη μελέτη έχει υποδείξει τις αστραπές και τους κεραυνούς ως παράγοντες που συνέβαλαν στην εμφάνιση της ζωής. Με δημοσίευση τους στην επιθεώρηση «Science» επιστήμονες του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, το περίφημο MIT, και του Imperial College του Λονδίνου υποστηρίζουν ότι τα δομικά υλικά της ζωής έφτασαν στη Γη από μετεωρίτες που έπεσαν ως «φλεγόμενες μπάλες» στη Γη.
Μάλιστα οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι μετεωρίτες αυτοί ταξίδεψαν πριν από 4,6 δισ. έτη στη Γη από τις εξωτερικές περιοχές του ηλιακού μας συστήματος. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι αυτοί οι αρχαίοι μετεωρίτες περιείχαν ανθρακούχο χονδρίτη, ο οποίος αποτελούνταν από κάλιο και ψευδάργυρο. Το κάλιο βοηθά στην παραγωγή των υγρών ενός κυττάρου, ενώ ο ψευδάργυρος είναι ζωτικής σημασίας για τη δημιουργία DNA.
Σύμφωνα με τους ερευνητές αυτοί οι μετεωρίτες που έπεσαν από τον ουρανό στη νεογέννητη Γη αποτέλεσαν το 10% των διαστημικών βράχων που βομβάρδιζαν τον πλανήτη μας την πρώτη περίοδο της ύπαρξης του. Το υπόλοιπο 90% οι ερευνητές αναφέρουν ότι ήταν διαστημικά σώματα του ηλιακού μας συστήματος που δεν διέθεταν ανθρακούχα υλικά. Τα δεδομένα της έρευνας δείχνουν ότι περίπου το ήμισυ του αποθέματος ψευδάργυρου της Γης παραδόθηκε από διαστημικά σώματα που βρίσκονταν αρχικά σε περιοχές πιο μακριά από αυτή που βρίσκεται ο Δίας. «Με βάση τα τρέχοντα μοντέλα πρώιμης ανάπτυξης του Ηλιακού Συστήματος, αυτό ήταν εντελώς απροσδόκητο» δηλώνει η Μικόλ Χέι, του Τμήματος Γήινων, Ατμοσφαιρικών και Πλανητικών Επιστημών του MIT, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
(Πηγή: naftemporiki.gr)